Στο δεύτερο εξάμηνο του 2009 εκτιμάται ότι θα υπάρξει ουσιαστική μείωση των επιτοκίων στα δάνεια των ιδιωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στην ευρωζώνη. Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ μείωσε την περασμένη Πέμπτη το βασικό επιτόκιο του ευρώ κατά 15 μονάδες βάσης, στο 2,50%, το διατραπεζικό επιτόκιο Εuribor παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οσο το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μέσω των διεθνών χρηματαγορών και των προθεσμιακών καταθέσεων διατηρείται υψηλό, οι τραπεζίτες δεν έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε σημαντική αποκλιμάκωση των επιτοκίων που προσφέρουν.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν επωφελείται κανείς από τις διεθνείς μειώσεις. Το αντίθετο μάλιστα. Χιλιάδες είναι τα νοικοκυριά που αποπληρώνουν κυρίως στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου συνδεδεμένου είτε με το επιτόκιο της ΕΚΤ ή με το Εuribor, τα οποία θα δουν τους επόμενους μήνες τις μηνιαίες δόσεις τους να μειώνονται. Από την άλλη όμως τα επιτόκια των δανειακών προγραμμάτων που καθορίζονται από τις ίδιες τις τράπεζες δεν θα έχουν ανάλογη αποκλιμάκωση, ενώ το ίδιο θα συμβεί και στους όρους των νέων δανείων που διατίθενται στην αγορά. Με την τακτική που ακολουθούν οι τράπεζες προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες που έχουν εξαιτίας της κρίσης, δηλαδή το υψηλό κόστος χρηματοδότησης μέσω των λογαριασμών προθεσμίας και τα μηδενικά έσοδα από την επενδυτική τραπεζική και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Με λίγα λόγια, η πορεία των επιτοκίων στην Ελλάδα θυμίζει την αγορά των καυσίμων, όπου το σύνολο της μείωσης της τιμής του αργού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές περνά ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα στα ελληνικά πρατήρια. Βεβαίως, στην περίπτωση των τραπεζών υπάρχουν και οι καταθέτες που ευνοούνται από τη σημερινή συγκυρία και οι οποίοι, παρά τη μείωση των επιτοκίων του ευρώ στο 2,75%, απολαμβάνουν ως και υπερδιπλάσιο επιτόκιο για τις αποταμιεύσεις τους.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικοί με ειδίκευση στη λιανική τραπεζική, διανύουμε μια περίοδο που απαιτεί ειδικούς χειρισμούς από τα νοικοκυριά, προκειμένου να εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην ελληνική αγορά, τόσο στις καταθέσεις όσο και στα δάνεια. Μπορεί τα επιτόκια δανεισμού να πήραν την ανιούσα στο γ΄ τρίμηνο του έτους λόγω της αναταραχής που προκάλεσε στο σύστημα η εξέλιξη της πιστωτικής κρίσης, ωστόσο υπάρχουν τρόποι έστω και υπό τις σημερινές δύσκολες συνθήκες να ελαφρυνθεί ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Βεβαίως, για να το πετύχει αυτό κάποιος θα πρέπει να προχωρήσει σε έρευνα αγοράς και να εξετάσει προσεκτικά κάθε περίπτωση, με τη βασική προϋπόθεση ότι έχει επίγνωση ποιες είναι οι πραγματικές του ανάγκες. «Το Βήμα της Κυριακής» καταγράφει τις κινήσεις τις οποίες μπορεί να κάνει ένα νοικοκυριό και τις παρουσιάζει ανά κατηγορία προϊόντος.
Λύσεις για όλες τις περιπτώσεις
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ για μεταφορά του δανείου τους ή για επαναδιαπραγμάτευση των όρων δανεισμού τους στην τρέχουσα συγκυρία είναι όσοι βρίσκονται σε πρόγραμμα συνδεδεμένο με το Εuribor, η πορεία του οποίου δεν μπορεί να προβλεφθεί εύκολα και η σημερινή πτωτική του τάση μπορεί να αναστραφεί. Πρόβλημα ενδεχομένως να έχουν και όσοι έλαβαν δάνειο με χαμηλό σταθερό επιτόκιο για ένα ή δύο χρόνια και πλησιάζει ο καιρός μετατροπής του σε Εuribor. Αντιθέτως, όσοι αποπληρώνουν δάνειο με επιτόκιο συνδεδεμένο με αυτό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν συνιστάται μετά την τελευταία μείωσή του στο 3,75% να πράξουν οτιδήποτε. Το ίδιο ισχύει και για όσους εξοφλούν δάνειο σταθερού επιτοκίου που λήγει σε διάστημα ενός έτους και άνω. Αν λοιπόν κάποιος ανήκει στις παραπάνω δύο πρώτες κατηγορίες και εκτιμά ότι η κατάσταση δεν θα ομαλοποιηθεί στις αγορές ή απλώς θέλει να έχει «ήσυχο το κεφάλι του» θα πρέπει να ζητήσει μετατροπή του επιτοκίου του σε σταθερό διάρκειας τριών ετών ή και περισσότερο.
Η πρώτη κίνηση την οποία πρέπει να κάνει είναι να απευθυνθεί στην τράπεζά του και να ζητήσει μετατροπή των όρων του δανείου του. Αν δεν βρει εκεί τη λύση που αναζητεί, θα πρέπει να ζητήσει προσφορές από άλλες τράπεζες. Για παράδειγμα, αν κάποιος χρωστά στην τράπεζα 120.000 ευρώ για δάνειο διάρκειας 20 ετών που έλαβε τον Νοέμβριο του 2004 με επιτόκιο Εuribor 1 μηνός (σήμερα 3,5%) πλέον περιθωρίου 1,80% (τελικό επιτόκιο 5,3%) σήμερα πληρώνει μηνιαία δόση της τάξης των 930 ευρώ. Ο συγκεκριμένος δανειολήπτης μπορεί να μεταφέρει το δάνειό του σε νέο πρόγραμμα με σταθερό επιτόκιο 4,50% για τα επόμενα τρία χρόνια και η δόση του να διαμορφωθεί σε 880 ευρώ, δηλαδή 50 ευρώ χαμηλότερα. Ετσι, θα μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τα έξοδά του για μία τριετία, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της κρίσης.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
ΑΝ ΚΑΙ οι τράπεζες προχώρησαν σε μειώσεις των επιτοκίων τους στην καταναλωτική πίστη τον περασμένο μήνα πολλά προγράμματα παραμένουν ακριβά. Πρόκειται κυρίως για όσα αποπληρώνονται με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο καθορίζεται από την ίδια την τράπεζα και δεν ακολουθεί αυτόματα κάποιο ευρωπαϊκό επιτόκιο αναφοράς. Ευκαιρίες εντοπίζονται στα προγράμματα συγκέντρωσης οφειλών από προϊόντα καταναλωτικής πίστης. Μάλιστα, υπάρχουν λύσεις που προσφέρουν σταθερό επιτόκιο για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής, το οποίο ενδείκνυται για την τρέχουσα περίοδο. Η λογική των προϊόντων αναχρηματοδότησης είναι απλή: κάποιος ο οποίος εξοφλεί σήμερα ένα ή περισσότερα καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες μπορεί να μεταφέρει το συνολικό χρέος του σε έναν νέο δανειακό λογαριασμό, με μικρότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη διάρκεια εξόφλησης. Το ύψος του νέου δανείου είναι δυνατόν να φθάσει σε υψηλά επίπεδα, εφόσον η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη το επιτρέπει, ενώ η διάρκειά του μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 10 έτη. Η μείωση της δόσης επιτυγχάνεται τόσο από τη μείωση του επιτοκίου όσο και από την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής.
Εστω ότι ένα νοικοκυριό έχει λάβει χρηματοδότηση ύψους 25.000 ευρώ από τρεις διαφορετικές τράπεζες. Στην πρώτη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 99 ευρώ για προσωπικό δάνειο ύψους 3.000 ευρώ, συνολικής διάρκειας τριών ετών, το οποίο έλαβε πριν από έναν χρόνο με επιτόκιο 11,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο μετά τον πρώτο χρόνο ανέρχεται σε 2.112 ευρώ. Στη δεύτερη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 430 ευρώ για καταναλωτικό δάνειο ύψους 20.000 ευρώ, συνολικής διάρκειας αποπληρωμής πέντε ετών, το οποίο έλαβε πριν από δύο χρόνια με επιτόκιο 10,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο ύστερα από τα δύο πρώτα χρόνια ανέρχεται σε 13.226 ευρώ. Στην τρίτη τράπεζα η ελάχιστη καταβολή είναι 100 ευρώ για το υπόλοιπο της πιστωτικής του κάρτας, το οποίο ανέρχεται σε 2.000 ευρώ. Συνολικά και στις τρεις τράπεζες πληρώνει μηνιαίως 630 ευρώ. Το νοικοκυριό αποφασίζει να «κλείσει» τους παραπάνω λογαριασμούς και να μεταφέρει τις οφειλές του, συνολικού ύψους 17.340 ευρώ, σε τοκοχρεολυτικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο 10% και εξόφληση σε έξι έτη. Το υπόλοιπο τού νέου δανείου θα διαμορφωθεί σε 17.500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής της τράπεζας (160 ευρώ) για την πραγματοποίηση της όλης διαδικασίας. Η μηνιαία δόση που καλείται να πληρώσει ο πελάτης θα ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 325 ευρώ έναντι 630 ευρώ που πλήρωνε συνολικά προς τις τρεις τράπεζες.
ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΚΑΡΤΕΣ
ΟΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ κάρτες έχουν πάντα κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα λόγω του σημαντικού διαχειριστικού κόστους που έχουν οι τράπεζες. Σήμερα υπάρχουν στην αγορά λύσεις που δίνουν τη δυνατότητα άνετης ακόμη και… ανέξοδης αποπληρωμής των χρωστούμενων. Οι προσφορές των τραπεζών ποικίλλουν. Ορισμένες προσφέρουν άτοκη περίοδο η οποία μπορεί να φθάσει ως και τους 12 μήνες, ενώ άλλες πολύ χαμηλό επιτόκιο για εξόφληση του μεταφερόμενου ποσού σε διάστημα ως και δύο ετών. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρεώνεται ετήσια συνδρομή. Μια έξυπνη ιδέα λοιπόν για κάποιον που θέλει να εξοφλήσει τα παλαιά χρέη του σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς να επιβαρυνθεί με τόκους είναι η μεταφορά του υπολοίπου του ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τράπεζα σε τράπεζα, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τις περιόδους των χαμηλών ή μηδενικών επιτοκίων.
Το κέρδος για κάποιον ο οποίος χρωστάει 5.000 ευρώ και προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους του μπορεί να φθάσει ως και στα 900 ευρώ σε διάστημα μόλις δύο ετών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπολοίπου του από τράπεζα σε τράπεζα, π.χ., ανά εξάμηνο, απολαμβάνοντας μηδενικό επιτόκιο. Καταβάλλοντας το ποσό των 200 ευρώ τον μήνα ο οφειλέτης θα έχει εξοφλήσει τις 5.000 ευρώ μέσα σε περίπου δύο χρόνια (25 μήνες) χωρίς να έχει πληρώσει ούτε ένα ευρώ σε τόκους. Αυτό βέβαια ισχύει με την προϋπόθεση ότι θα απαλλαγεί σε όλες τις περιπτώσεις από την ετήσια συνδρομή.
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
ΤΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ θα πρέπει να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τη ρευστότητά του. Νούμερο ένα συμβουλή αποτελεί η συγκέντρωση όλων των αποταμιεύσεων σε έναν λογαριασμό, ώστε να λάβει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τόκο. Εφόσον έχει τη δυνατότητα να δεσμεύσει χρήματα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να ερευνήσει τι προσφέρουν οι τράπεζες ώστε να εξασφαλίσει την υψηλότερη δυνατή απόδοση σε προθεσμιακή κατάθεση. Αν, για παράδειγμα, μια οικογένεια διαθέτει 25.000 ευρώ θα πρέπει να διατηρήσει σε έναν και μοναδικό λογαριασμό ταμιευτηρίου το κεφάλαιο κίνησης που χρειάζεται, για παράδειγμα 3.000 ευρώ, και τα υπόλοιπα 22.000 ευρώ να τα τοποθετήσει σε προθεσμιακό. Με αυτόν τον τρόπο θα μεγιστοποιήσει το όφελος από τις καταθέσεις της.
Το μυστικό είναι να συγκεντρώνει τα κεφάλαιά της σε λίγους λογαριασμούς ώστε να διεκδικεί και υψηλότερο επιτόκιο. Στο προηγούμενο παράδειγμα οι καταθέσεις μπορούν να αποφέρουν ως και 1.200 ευρώ τον χρόνο ή και 100 ευρώ τον μήνα, τα οποία μπορούν να κατευθυνθούν σε επαναλαμβανόμενα έξοδα, όπως η πληρωμή των λογαριασμών των κινητών τηλεφώνων ή του ρεύματος ή η εξόφληση του δανείου αυτοκινήτου. Εξάλλου, επειδή αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων τους επόμενους μήνες, καθώς θα ομαλοποιείται η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα και στις διεθνείς χρηματαγορές, πολλοί είναι οι τραπεζικοί που συμβουλεύουν τους καταθέτες να «κλείνουν» τα χρήματά τους, εφόσον δεν τα χρειάζονται, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.