Είναι κοινό μυστικό ότι η λέξη «ενδιαφέρον» συχνά σημαίνει το αντίθετό της. Δημιουργοί- καλλιτέχνες και επιμελητές- έχουν μάθει να τη μισούν. Την ακούν συνήθως, βέβαια, όταν κάποιος δεν βρίσκει τίποτε άλλο να πει. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια κατεστραμμένη λέξη.

Σε πείσμα αυτής της αλήθειας, ωστόσο, υπάρχουν λίγες περιπτώσεις όπου η λέξη «ενδιαφέρον» έχει κυριολεκτική σημασία. Μια τέτοια είναι η ομαδική έκθεση «Μen(t)al», σε επιμέλεια του καλλιτέχνη Δημήτρη Αντωνίτση.

Τα έργα της έκθεσης- των Μάικλ Μπεβιλάκουα, Τόρμπεν Γκίλερ, Νταγκ Μελίνι, Shoplifter, Ντάνιελ Σάμπκοφ και Μίκα Τατζίμα- κυριαρχούνται από έναν επίμονο φορμαλισμό, στο μεταίχμιο της διακόσμησης, το οποίο όμως ποτέ δεν διαβαίνουν, ενώ η φορμαλιστική αυστηρότητα επιτείνεται από την ακριβέστατη, με μινιμαλιστικές τάσεις, εγκατάστασή τους στον χώρο. Εξάλλου ο επιμελητής ξεκινά τον στοχασμό του από το μοντερνιστικό αυτό οχυρό, τον Πίετ Μόντριαν, αλλά συγκεκριμένα από το τελευταίο του έργο, «Victory Βoogie Woogie», το οποίο άφησε ημιτελές. «Συνειδητοποίησε»γράφει ο Αντωνίτσης για τον Μόντριαν«ότι ναι μεν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωνε, ο δικός του πόλεμος όμως με τη γεωμετρική αφαίρεση θα συνεχιζόταν το ίδιο δριμύς.Η αγωνία και η σύγχυση που απέρρεαν από το πολιτικό πλαίσιο του 1944 ήταν τέτοιες που ο ζωγράφος δεν κατάφερε να τελειώσει το έργο ή να δώσει λύση στο θέμα του καννάβου,μεταθέτοντας την έκβαση της μάχης στους καλλιτέχνες της επόμενης γενιάς».

Ετσι ο επιμελητής συνδέει το ζήτημα της «αγωνίας», της «σύγχυσης», με τον «κάνναβο»- την κατ΄ εξοχήν μοντερνιστική μορφική εμμονή. Μια τέτοια ευθεία απόπειρα σύνδεσης «υπαρξιακού περιεχομένου» με μια «σκληρή φόρμα» θα μπορούσε να θεωρηθεί δίχως περιστροφές μια μοντερνιστική οπτική, αν δεν γινόταν, προφανώς, το 2008. Μετά την έλευση και την παρέλευση (ή την εσωτερική κατάρρευση, όπως προτιμάτε) του μεταμοντερνισμού όμως, μόνον ως μεταμοντέρνα

Αποψη εγκατάστασης της Ισλανδής Shoplifter στον κάτω χώρο του ΚΣΤ Ιλεάνα Τούντα

– και δη κάποιου είδους μεταμοντέρνα άσκηση- θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή μια τέτοια απόπειρα, όπως άλλωστε, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνει και ο ίδιος ο Αντωνίτσης παραθέτοντας μια ρήση του γνωστού επιμελητή Νταν Κάμερον:

«Με απλά λόγια,ο κατοικημένος κάνναβος έχει γίνει το ελάχιστο σημείο του κόσμου όπου ζούμε σήμερα».

«Στρατολογώντας»εξηγεί ο Αντωνίτσης «μαχητές για την έκθεση,θεώρησα ότι θα έπρεπε να προέρχονται από τόπους όπου το πολιτικο-οικονομικό πλέγμα έχει κλονιστεί για τα καλά». Εδώ, φυσικά, η λέξη «πλέγμα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση του καννάβου, ο κάνναβος ιδωμένος υπαρξιακά. Εντείνοντας έτσι την κεντρική του σύλληψη, ο Αντωνίτσης αγγίζει, δίχως να φτάνει ξεκάθαρα, το προσδοκώμενο αδιέξοδο. Βγάζουν όμως όλα αυτά νόημα, ως κάτι πιο καίριο από φιλολογικό πινγκπονγκ; Εδώ λοιπόν επιστρέφω εκεί απ΄ όπου ξεκίνησα τούτο το κείμενο: ναι, βγάζουν, ως έναν βαθμό, επειδή η βασική αμφισημία του σκεπτικού υποστηρίζεται αρκετά καλά από τις επιλογές του επιμελητή. Ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός, ας πούμε, που καταδεικνύει η επίκληση του «κλονισμένου πολιτικο-οικονομικού πλέγματος»η περίφημη «κρίση» δεν τροφοδοτεί μόνο δελτία ειδήσεων-, αναιρείται σχεδόν αμέσως από την απουσία οποιασδήποτε πολιτικής ευθύτητας στα έργα, τα οποία παραμένουν φορμαλιστικά σχεδιάσματα· μια αναίρεση εξόχως πολιτική, φυσικά. ΄Η, πάλι, τη στιγμή που η κεντρική θέση πάει να αποδειχθεί- η μορφή ως πολιτική αντίδραση στο πραγματικό κοινωνικό πεδίο: η avant garde ανασαίνει ξανά-, θυμάται κανείς ότι είναι περιστοιχισμένος από διακοσμητικά αντικείμενα, δίχως εσωτερική πίστη, δίχως πεποίθηση σε τίποτε, ηττημένα εν γνώσει τους. Ευτυχώς.

Η έκθεση βουτάει σε μια τρικυμία αμφισημιών δίχως αίσθηση κινδύνου. Μπερδεύεται και μπερδεύει, δεν τα βγάζει πέρα, αλλά είναι και η πρώτη που το ομολογεί, σαν αυτό να σκόπευε ακριβώς. Γι΄ αυτό και δεν είναι καλή, κακή, εξαιρετική ή κάκιστη. Είναι όμως ενδιαφέρουσα. Πολύ ενδιαφέρουσα. Ζητώ συγγνώμη.

ΚΣΤ Ιλεάνα Τούντα,Αρματολών και Κλεφτών 48, Αθήνα, τηλ.210 6439.466, www.art-tounta.gr. Ως τις 10 Ιανουαρίου 2009.

zenakos@dolnet.gr, www.artfully-on-saturday.blogspot.com