Eκατόν σαράντα πέντε χρόνια μετά την Ενωση των Επτανήσων με την Ελλάδα στις 14 Νοεμβρίου του 1863 μια ποιητική έκδοση έρχεται να φέρει στο φως την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής στα νησιά του Ιονίου. Τα «Ποιήματα» του Κωνσταντίνου Τυπάλδου Πρετεντέρη (1840-1907) αποκαλύπτουν ένα χαρακτηριστικό ανήσυχο, πνευματικό τέκνο της εποχής του. Το έργο του είναι ως επί το πλείστον λογοτεχνικά μη αποτιμημένο, και κάτι τέτοιο επιχειρείται πρώτη φορά εφέτος με την έκδοση των ανέκδοτων ποιημάτων του, όπως τα διαφύλαξε με ιδιαίτερη φροντίδα η κόρη του Ολγα Πρετεντέρη Σταμάτη και τα παρέδωσε λίγο πριν από τον θάνατό της στη φιλόλογο Βασιλική Μπόμπου Σταμάτη. Μαζί τής εμπιστεύτηκε και έναν πλούτο πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του πατέρα της, οπότε ένας ακόμη σολωμικός ποιητής αναστήθηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια μας.

Ο Κωνσταντίνος ήταν 23 χρόνων όταν επιτεύχθηκε η πολυπόθητη Ενωση των Ιόνιων Νησιών με την Ελλάδα, έχοντας βιώσει τη μεταβατική και αβέβαιη για τον επτανησιακό χώρο κατάσταση πριν, αλλά και τους κραδασμούς που ακολούθησαν μετά. Ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Τυπάλδων, ευγενών ιταλικής καταγωγής, εγκατεστημένων στην Κεφαλλονιά από τις αρχές του 15ου αιώνα. Οι πρόγονοί του ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες, πολλοί δε από αυτούς διακρίθηκαν ως εκλεκτοί επιστήμονες και δραστήριοι κοινωνικά πολίτες. Ο ίδιος είχε να επιλέξει μεταξύ του επαναστάτη θείου του Ιερώνυμου, ο οποίος εντάχθηκε στη μεταρρυθμιστική μερίδα, και του έτερου αγαπημένου θείου Ιουλίου Τυπάλδου, ο οποίος σχετιζόταν με τον χώρο των κορυφαίων μεταρρυθμιστών στην Κέρκυρα, με τον Διονύσιο Σολωμό και τον κύκλο του. Τον ίδιο καιρό οι σημαντικότεροι από τους συγχρόνους του Κεφαλλήνες μετοίκησαν στην Αθήνα ή έζησαν στο εξωτερικό, ασχολήθηκαν με τη δημοσιογραφία και την ευθυμογραφία ή σταδιοδρομώντας επαγγελματικά στην Αθήνα συναναστράφηκαν καθαρευουσιάνους και δημοτικιστές. Ομοίως και ο Κωνσταντίνος πήγε για σπουδές νομικής στην Αθήνα και δεν γνωρίζουμε αν πήρε τελικά το πτυχίο του, αλλά στην ποίησή του διακρίνεται το λόγιο στοιχείο και η γλωσσική επίδραση του δημοσιογραφικού λόγου που αναπόφευκτα είναι καθαρευουσιάνικος. Ετσι, τα δείγματα ενός ήπιου φιλελευθερισμού θα εμφανίζονταν και στην ποίησή του και θα τον διαφοροποιούσαν από την παράδοση των Ριζοσπαστών της Κεφαλλονιάς.

Στην πρώτη- και μοναδική τελικά- ποιητική συλλογή που εξέδωσε ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος Πρετεντέρης το 1873, με τίτλο «Ποιήματα», ήταν σαφείς οι σολωμικές, οι βαλαωριτικές και οι καλβικές επιδράσεις στο έργο του. Περιλαμβάνονταν στο έργο τέσσερα μέρη: «Εθνικά», «Ρεμβασμοί», «Διάφορα» και «Μυθοσατιρικά». Τα «Εθνικά» άρχιζαν με το διμερές ποίημα «Προς τους δούλους αδελφούς», ένα νέο εγερτήριο και επαναστατικό σάλπισμα προς τους αλύτρωτους Ελληνες. Την ίδια στιγμή ο ποιητής επηρεαζόταν από όσους έκαναν τη διαφορά και σημάδεψαν βαθιά την ποίηση της ιδιαίτερης πατρίδας τους, όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος με τη σατιρική πένα του. Από την πρώτη ως τη δεύτερη ποιητική συλλογή, την οποία είχε έτοιμη προς έκδοση προτού πεθάνει αλλά δεν θα έφτανε στο τυπογραφείο παρά εκατό χρόνια αργότερα, το 2008, μεσολάβησε μια προσωπική τραγωδία: ο πρόωρος θάνατος του πρωτότοκου γιου του Αλέξανδρου σε ηλικία 25 ετών, έπειτα από κάποιους ακόμη θανάτους παιδιών του. Η σύζυγός του Ματθίλδη του είχε δώσει οκτώ παιδιά, ασαφές πόσα επιβίωσαν τελικά. Η τελευταία απώλεια όμως ήταν η πιο δυσβάστακτη. Ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος Πρετεντέρης λύγισε από το βάρος του πένθους. Η δεύτερη περίοδος της ποίησής του είναι έντονα μελαγχολική, ακόμη και αν πρόκειται για ποιήματα ερωτικά, με συχνότατες επανεμφανίσεις όμορφων κορασίδων και αγγέλων. Αγγελοι για τον ποιητή είναι τα παιδιά που έχασε, ο ατελεύτητος πόνος του, η πίκρα που διαπερνά επίμονα πια όλη την ποίησή του. Ωστόσο δεν έχασε το ταλέντο του κεφαλλήνα ποιητή. Στα «Κοινωνικοσατιρικοαστεία» της τελευταίας περιόδου ο ποιητής αυτοσατιρίζεται ως άλλος Τιπούκειτος: «Γιατί, Μούσα, δεν εύρισκες/ κανένα προκομμένον,/με γενικαίς, αιτιατικαίς,/ρήματα φορτωμένον;/[…] Κόρη αγνή σ΄ ενόμισα/ κ΄ είχα για σε λατρεία/λησμόνησα πως γυναικός/έχεις και συ καρδία».