Τα μέτρα συνδρομής προς τους αδυνάτους που πρόκειται, κατά τις πληροφορίες, να εξαγγείλει η κυβέρνηση λόγω της οικονομικής κρίσης εξυπηρετούν μετά βεβαιότητος έναν στόχο: την προσπάθεια να αναιρεθεί η- βάσιμη – εντύπωση ότι η μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική έχει ευνοήσει τους ευπορότερους και να περιοριστεί η διαφυγή ψηφοφόρων από το κυβερνών κόμμα. Κάθε άλλος στόχος πέραν αυτού είναι αβέβαιο αν επιδιώκεται. Πρώτον, είναι αμφίβολο αν οι «ασθενείς», που θα επωφεληθούν από τα διάφορα επιδόματα, είναι όντως ασθενείς. Δεύτερον και κυριότερο, είναι αμφίβολο αν αυτά τα επιδόματα θα έχουν αισθητή επίδραση στην αποτροπή της οικονομικής ύφεσης.

Οχι- προς θεού- ότι δεν υπάρχουν φτωχοί άξιοι ενίσχυσης στην Ελλάδα. Κάθε άλλο. Απλώς πολύ συχνά οι επιλεγόμενες μορφές στήριξης των πενήτων δεν λαμβάνουν υπόψη τη συνολική οικονομική κατάσταση των πολιτών, αλλά κάποιο επιμέρους χαρακτηριστικό (π.χ. το Ταμείο από το οποίο παίρνουν σύνταξη), με αποτέλεσμα να διανέμεται κρατικό χρήμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία ανάγκη. Η κυβέρνηση ποτέ δεν απασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα, επειδή ουδέποτε επιδίωξε αληθινή αναδιανομή εισοδήματος. Αντιθέτως, κατάργησε φόρους που πλήττουν τους πλουσίους, όπως τον ΦΜΑΠ και τον φόρο κληρονομιάς, μεταθέτοντας το βάρος στη μέση και κατώτερη τάξη.

Υπό τις παρούσες ωστόσο συνθήκες σημαντικότερο ερώτημα από εκείνο της επιδοματικής ακριβοδικίας είναι κατά πόσο οι εν γένει ενισχύσεις των ασθενεστέρων θα συμβάλουν στην αποτροπή της ύφεσης. Στις καθημερινές συζητήσεις μας τείνουμε να ταυτίζουμε τα δύο ζητήματα. Η κρίση, λέμε, προκαλεί οικονομική καθίζηση, συνεπώς πρέπει να ληφθούν μέτρα υπέρ των αδυνάτων για να ανασχεθεί η αρνητική τάση. Οι δύο στόχοι είναι όμως διακριτοί. Μέτρα υπέρ των αδυνάτων πρέπει να προβλέπονται διαρκώς, εξ ου και οι ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Για την αναστροφή όμως των υφεσιακών τάσεων στην οικονομία ενδέχεται τα μέτρα αυτά όχι απλώς να μην είναι αρκετά, αλλά να μην έχουν καν άμεση ευεργετική συνέπεια. Καθώς η Ελλάδα είναι τουριστική χώρα, ένα πρόχειρο παράδειγμα μπορεί να αντληθεί από τον συγκεκριμένο τομέα. Οπως διαβάσαμε στα δημοσιογραφικά αφιερώματα, επιχειρηματίες και κράτος παρακολουθούν με ανησυχία την πορεία των κρατήσεων και το ποσοστό μείωσής τους. Σε περιβάλλον κρίσης και μάλιστα δριμείας, θα χρειαζόταν μεγάλη αναδιανεμητική γενναιοδωρία για να ισχυριστεί κανείς πως είναι δίκαιο να επιδοτηθούν οι μη έχοντες, ώστε να πάνε διακοπές. Καθώς όμως από τον τουρισμό εξαρτάται η επιβίωση πολλών τοπικών κοινοτήτων, συζητείται το ενδεχόμενο κινήτρων (άρα ενισχύσεων) ώστε να εξασφαλιστεί ικανοποιητική πληρότητα στις τουριστικές περιοχές. Η συζήτηση δεν έχει σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά με την ανάγκη αναθέρμανσης της ζήτησης. Το ίδιο συμβαίνει με την ενίσχυση των τραπεζών. Αν οι ΗΠΑ περίμεναν να εντοπίσουν τους αναξιοπαθούντες δανειολήπτες στεγαστικών για να επιδοτήσουν εκείνους αντί των πιστωτικών οργανισμών, θα είχαν κλείσει οι μισές τράπεζες της χώρας και θα είχε στεγνώσει η οικονομία. Απόδειξη ότι και όσοι επέκριναν τη στήριξη ως ταξικά ετεροβαρή, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν με ποιον τρόπο θα αποφευγόταν η ολική κατάρρευση αν πτώχευαν ομαδόν τράπεζες και καταθέτες.

Η σημερινή κυβέρνηση ορθώς εγκαλείται ότι σε όλη την πορεία της ενίσχυσε τα ισχυρότερα στρώματα. Απέναντι στη σημερινή κρίση όμως, η ενίσχυση μόνον των πενήτων δεν εγγυάται οικονομική αναθέρμανση. Χρειάζεται μάλιστα ιδιαίτερη προσοχή μήπως, νομίζοντας ότι η κοινωνική επιδοματική πολιτική αρκεί, διαψευσθούμε από το αποτέλεσμα. Και αυτό υπογραμμίζει την αναλγησία της πολιτικής του παρελθόντος. Εχοντας λίγα χρήματα, δανεικά κι αυτά, πρέπει τώρα να τα κατανείμουμε ανάμεσα σε εκείνους που έχουν ανάγκη και σε εκείνους τους τομείς που θα τονώσουν την οικονομία. Από μία πλευρά, οι φτωχότεροι θα είναι και πάλι χαμένοι…