Η δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο την περασμένη Πέμπτη, σε ηλικία 54 ετών, στο Ραουαλμπίντι του Πακιστάν, ήταν ο τελευταίος(;) τραγικός κρίκος της «κατάρας των Μπούτο», της πολιτικής δυναστείας που έχει σημαδέψει την ιστορία της χώρας και την οποία πολλοί παρομοιάζουν με εκείνη των Γκάντι – Νεχρού στη γειτονική Ινδία ή των Κένεντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προσωπικότητα έντονα πολωτική και διχαστική, η αποκαλούμενη και «κόρη του Πακιστάν», έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός μουσουλμανικής χώρας, αξίωμα στο οποίο εθήτευσε δύο φορές (τις περιόδους 1988-1990 και 1993-1996). Και τις δύο φορές όμως επαύθη από τον πρόεδρο της χώρας με την κατηγορία της διαφθοράς, οδηγούμενη στην αυτεξορία σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Ντουμπάι.


Παρά το αμαρτωλό παρελθόν της, η Μπούτο αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα της, παρακινούμενη τόσο από το πάθος της για την εξουσία όσο και από το πείσμα της να αποδείξει ότι αυτή – και μόνο αυτή – μπορούσε να επαναφέρει την ισορροπία στο Πακιστάν. Εκανε το χατίρι των Αμερικανών δίνοντας τα χέρια με τον ορκισμένο εχθρό της Περβέζ Μουσάραφ σε μια «ανίερη συμμαχία», η οποία δεν μπόρεσε όμως να νικήσει την οικογενειακή κατάρα.


Ερωτηθείσα να εξηγήσει το πείσμα της, η δολοφονηθείσα πολιτικός παρέπεμπε πάντοτε στην ιστορία του πατέρα της. Ο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο ήταν ένας χαρισματικός και συχνά δημαγωγός πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος και πρωθυπουργός του Πακιστάν από το 1971 ως το 1977. Το 1967 ο Μπούτο είχε ιδρύσει το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν (ΡΡΡ), το οποίο έγινε το πολιτικό όχημα που οδήγησε τόσο τον ίδιο όσο και την κόρη του στην εξουσία αλλά και σε ανάλογο αιματηρό τέλος.


Ο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο υπήρξε επικεφαλής μιας εκ των ελαχίστων δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων του Πακιστάν – όπως και η κόρη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των 60 ετών ζωής του ανεξάρτητου Πακιστάν ο στρατός έχει κυβερνήσει τα 40. Το 1977 ανετράπη ύστερα από πραξικόπημα του στρατηγού Ζία ουλ Χακ, μετέπειτα στενού συνεργάτη των Ηνωμένων Πολιτειών για την εκδίωξη των Σοβιετικών από το Αφγανιστάν.


Ο Ζία απαγχόνισε τον Μπούτο το 1979. Εκείνη την περίοδο η κόρη του Μπεναζίρ βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στην κεντρική φυλακή του Ραουαλμπίντι, λίγα μόλις μέτρα από το σημείο όπου έχασε τη ζωή της.


Η βία και ο θάνατος έχουν σημαδέψει βαθιά την οικογένεια Μπούτο. Ο μικρότερος αδελφός της Μπεναζίρ, ο Σαναουάζ, πέθανε μυστηριωδώς το 1995 σε ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα της οικογενείας στις Κάννες. Οι γάλλοι ανακριτές υποπτεύθηκαν ότι ο θάνατος σχετιζόταν με μια οικογενειακή διαμάχη επί της κληρονομιάς του πατέρα ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Κατηγορίες πάντως δεν απαγγέλθηκαν.


Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μουρτάζα, ο οποίος μαζί με τον Σαναουάζ είχε ιδρύσει μια οργάνωση με σκοπό την ανατροπή του Ζία, παρέμεινε για χρόνια εξόριστος στη Συρία τη δεκαετία του 1980. Οταν επέστρεψε στο Πακιστάν, το 1994, ήρθε σε σύγκρουση με την αδελφή του για την πολιτική κληρονομιά του πατέρα τους. Το 1996 όμως δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στο Καράτσι και η χήρα του κατηγόρησε τον Ασίφ Αλί Ζαρντάρι, τον σύζυγο της Μπούτο από το 1987, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά.


Η Μπεναζίρ γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1953. Ηταν το πρώτο παιδί της οικογενείας. Η ίδια έλεγε ότι ο πατέρας της την ενθάρρυνε από μικρή να έχει υψηλές βλέψεις. Αφού τελείωσε το σχολείο στο Καράτσι (το οποίο ήταν ιδιωτικό και διευθυνόταν από χριστιανούς) σπούδασε στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη. Στο φημισμένο βρετανικό πανεπιστήμιο υιοθέτησε τον δυτικό τρόπο ζωής και περνούσε πολλούς χειμώνες στο ελβετικό θέρετρο του Γκστάαντ κάνοντας σκι μαζί με τους γόνους άλλων διασήμων οικογενειών.


Ολα αυτά διεκόπησαν απότομα με την ανατροπή του πατέρα της και την εκτέλεσή του. Η Μπούτο έβαλε σκοπό της ζωής της να εκδιώξει τον στρατηγό Ζία από την εξουσία. Τον Αύγουστο του 1988 ο Ζία σκοτώνεται (μαζί με τον αμερικανό πρεσβευτή στο Πακιστάν Αρνολντ Ράφελ) όταν το στρατιωτικό αεροσκάφος που τον μεταφέρει εκρήγνυται και συντρίβεται. Τρεις μήνες αργότερα, σε ηλικία 35 ετών, η Μπούτο εκλέγεται πρωθυπουργός. Είναι η πρώτη φορά. Θα ακολουθήσει άλλη μία, το 1993.


Τα κυβερνητικά επιτεύγματα της Μπούτο ήταν ελάχιστα. Χαρακτήρας σύνθετος και αντιφατικός, η Μπούτο παρουσίαζε τον εαυτό της ως άνθρωπο που βρισκόταν κοντά στις φτωχές λαϊκές μάζες του Πακιστάν, οι οποίες επιθυμούσαν περισσότερη δημοκρατία και ατομικές ελευθερίες. Την ίδια στιγμή όμως η συμπεριφορά της απέναντι σε συνεργάτες της, διπλωμάτες και δημοσιογράφους ήταν αυτή ενός ανθρώπου που επιζητεί να αποδείξει ότι έχει δίκιο σε κάθε περίπτωση. Παράλληλα ο τρόπος ζωής της δεν συνήδε προς την ταπεινότητα που επιχειρούσε να «πουλήσει». Η λατρεία της για ακριβά κοσμήματα και παπούτσια, τα οποία αγόραζε από το Μπέβερλι Χιλς, το Λονδίνο και το Παρίσι, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Και φυσικά υπάρχει και το θέμα της διαφθοράς, στενότατα συνδεδεμένο με τον βίο και την πολιτεία του συζύγου της. Εκτιμάται ότι οι δύο τους αφαίρεσαν από τα δημόσια ταμεία περίπου 1,5 δισ. δολάρια.


Οι οικονομικές συναλλαγές τους κίνησαν δικαστικές διαδικασίες σε Βρετανία, Ισπανία και Ελβετία, αλλά στο Πακιστάν «πάγωσαν» για χρόνια και τελικά διεγράφησαν χάρη στη – σύντομη, όπως αποδείχθηκε – συμμαχία με τον Μουσάραφ. Και η «δικαίωση» που αναζητούσε η «κόρη του Πακιστάν» χάθηκε για πάντα.