«Στο χωριό μου με φώναζαν Ελληνα». Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο Αλεξέι Λέντκοφ εμφανίστηκε στην Ελλάδα αλλά η συνέντευξή του στην «Ωρα», συνοδευόμενη από ολοσέλιδο πορτρέτο, μου έμεινε αξέχαστη. Γιατί το δεκαεφτάχρονο παλικάρι, που έπαιζε μπάσκετ, αξίωνε να τον φωνάζουν «Τσακαλίδη» και ενημέρωνε τον κόσμο ότι στο χωριό του τον φώναζαν «Ελληνα», είχε τέτοια ρωσόφατσα, που ευκολότερα θα πέρναγες για Ελληνα τον Λι Χουάν Γινγκ, ιδιοκτήτη της ομώνυμης εταιρείας εισαγωγής κινεζικών ενδυμάτων στην Αθηνάς παρά τον Λέντκοφ.
Τέλος πάντων, κάτι τα συλλογικά συμφέροντα του τύπου «θέλετε να βλάψετε την AEK», κάτι οι φοβίες για τα χρόνια του Παναγιώτη Φασούλα και την ανάγκη εξεύρεσης αντικαταστάτη του, ο Αλεξέι Λέντκοφ έγινε Ιάκωβος Τσακαλίδης και η γνωστή παροιμία «δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» βρήκε τον εκφραστή της. Επειδή δεν είχε υπηρετήσει στον στρατό και δεν μπορούσε να επιστρέψει (από τις ΗΠΑ και το NBA) στην Ελλάδα, αφού ήταν ανυπότακτος, ζήτησε «ειδική μεταχείριση». Τελικά «υπηρέτησε» τρεις μήνες και μάλιστα δι’ αλληλογραφίας. Εχοντας εξασφαλισμένο πια το διαβατήριο, ο Λέντκοφ επέστρεψε στις οικονομικές διεκδικήσεις γενόμενος κάτι σαν μπασκετικό τζουκ μποξ. Για να μετάσχει σε τουρνουά της εθνικής ομάδας ζητούσε πρώτα από την ομοσπονδία να ρίξει κέρμα. Ετσι (λέγεται ότι) έκανε στο περυσινό Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Σουηδία και όταν τα 200.000 ευρώ – κατ’ άλλους 300.000 – που του είχαν υποσχεθεί δεν δόθηκαν, τα ζήτησε αναδρομικά για να έρθει τώρα να παίξει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν θυμάμαι το όνομα του χωριού του Λέντκοφ που τον φώναζαν «Ελληνα». Ξέρω όμως ότι αν μάθουν την ιστορία του στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας θα φωνάζουν τους Ελληνες «μ…..ς».
Φυσικά οι δημοσιογράφοι όπως και ο υπόλοιπος κόσμος στην υπόθεση των Ολυμπιακών του 2004 καλούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα εθελοντικά. H εθνική ομάδα γυναικών του βόλεϊ συνεννοείται καλύτερα στα ρωσοβουλγαρικά από τα ελληνικά. Στην πάλη, στην πυγμαχία και στα περισσότερα δυναμικά αθλήματα, οι επίσημες γλώσσες είναι των νοτίων δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και τα ονόματα θυμίζουν ιατρικά παρασκευάσματα. Στο baseball, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μητσόπουλος αποφάσισε να αντικαταστήσει όλους τους γηγενείς Ελληνες φέρνοντας Αμερικανούς από το farm system των Orioles. Το γεγονός ότι ιδιοκτήτης των Orioles είναι ο Ελληνοαμερικανός Πιτ Αντζελος και η προβολή των παικτών του στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν κάνει κακό, δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό και άξιζε μέχρι και για να οδηγηθεί ο προπονητής της εθνικής ομάδας σε παραίτηση. Το πώς και από ποια υπηρεσία ή προξενείο δόθηκαν τα ελληνικά διαβατήρια στους Αμερικανούς δεν νομίζω πως έχει διάθεση ο υπουργός Εσωτερικών να ασχοληθεί.
«Aν πάρουμε μετάλλιο, μην τολμήσουν να έρθουν για φωτογραφίες. Είναι ανεπιθύμητοι» δήλωσε ο πρόεδρος της ομοσπονδίας Τάε Κβον Ντο Σάκης Πραγαλός την περασμένη Τρίτη. Φυσικά, έχει δίκιο γιατί οι έλληνες πολιτικοί δεν έχουν κανένα λόγο να βγάζουν φωτογραφίες με κάθε αθλητή που κερδίζει μετάλλιο. Μόνο που η δήλωση του προέδρου δεν προκύπτει από πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα ευαισθησία. Προκύπτει από πολύ συνηθισμένη για τα ελληνικά δεδομένα αψιλία, αφού δεν του έφτασε η οικονομική επιχορήγηση, δεν πλήρωσε το νοίκι και το τηλέφωνο. Για μεν το πρώτο κινδυνεύει να βρεθεί με τα γραφεία στον δρόμο, για δε το δεύτερο έχει κοπεί. Ο πρόεδρος σταμάτησε την κοινή με τους Τούρκους ολυμπιακή προετοιμασία της ομάδας στο Λουτράκι, η είδηση έφτασε (από ποιον, από ποιον;) στην τουρκική εφημερίδα «Μιλιέτ» και προστέθηκε ο εκβιασμός βασισμένος στον γελοίο φόβο «θα γίνουμε ρεζίλι στους Τούρκους». Μάλιστα, την βλέπω σαν να γίνεται μπροστά μου τη σκηνή στο παζάρι. Αϊσέ: «Βρήκα φρέσκες μελιτζάνες». Φατμέ: «Καλές είναι. Αλλά ποιος νοιάζεται. Το ελληνικό Τάε Κβον Ντο σταμάτησε την προετοιμασία».
Εδώ και χρόνια το υφυπουργείο Αθλητισμού έχει μεταβληθεί σε υφυπουργείο Πρωταθλητισμού. Ενώ όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ασχολούνται με τη δημιουργία κέντρων άθλησης για τον πολίτη, το υφυπουργείο κατάργησε το μοναδικό κέντρο άθλησης των Αθηναίων, το Κέντρο Αγίου Κοσμά, που από τα τέλη του ’50 αποτελούσε χώρο διασκέδασης εκατοντάδων χιλιάδων Αθηναίων, για να το εκχωρήσει στην Εθνική Ομάδα ποδοσφαίρου, που γυμνάζεται 10 μέρες τον χρόνο και στην Εθνική Στίβου, που τα επίλεκτα στελέχη της προτιμούν τη Νότια Αφρική ή την Ντόχα στα Εμιράτα.
Πριν από μερικά χρόνια τα αθλητικά σωματεία παρακαλούσαν να βρουν πιτσιρικάδες για τα ερασιτεχνικά τμήματά τους. Σήμερα από την κολύμβηση ως το τένις για να γυμναστεί ο πιτσιρικάς πρέπει να πληρώσει. Και εκεί όπου δεν χρεώνουν αν ο πιτσιρικάς έχει πρωταθλητικές ικανότητες και ο προπονητής τον κρατήσει, οι παράγοντες γρήγορα θα τον στείλουν σπίτι του.
Στην Ευρώπη αντίθετα δεν θεωρούν επένδυση τη σίτιση 100 – 200 μισθοφόρων αλλά τη δυνατότητα του πολίτη να γυμναστεί. Εστω και με την οικονομικίστικη προσέγγιση της εκγύμνασης ως μέσου αποφυγής των καρδιακών νοσημάτων, κράτος, εταιρείες και δήμοι σπρώχνουν τους πολίτες στα γυμναστήρια. Στην Ελλάδα έγινε μια προσπάθεια μαζικού αθλητισμού στην πρώτη τετραετία του ΠαΣοΚ, αλλά ο τομέας μαζικού αθλητισμού και οι αντίστοιχες υπηρεσίες του εξελίχθηκαν σε έναν ακόμα φορέα εξεύρεσης μεροκάματων ημετέρων ορθής πολιτικής σκέψης. Το αποτέλεσμα ήταν να ακούς μαζικός αθλητισμός και συνειρμικά να σκέφτεσαι αριστερούς δημότες να τρέχουν αντιπολεμικούς μαραθωνίους με το δίπιτο σουβλάκι στο χέρι ή μουντά γυμναστήρια με χοντρές με leg warmers σε διδακτικά αθλητικά προγράμματα της κρατικής τηλεόρασης. Ο αθλητισμός είχε κυβερνητικά εγκαταλειφθεί προς χάριν των μισθοφόρων πρωταθλητών και παραγόντων και της δυνατότητας παροχής πολιτικής λεζάντας.
Τελευταία δικαιολογία της κυβερνητικής ανοχής στους φαύλους των ομοσπονδιών είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Υστερα όμως οι δικαιολογίες τελείωσαν. Οπως και η υιοθέτηση των τζουκ μποξ τύπου Λέντκοφ και των Αφταντίλ και Γιούσκοβα. Και αν πάρουν μετάλλια οι αθλητές του Πραγαλού, οι πολιτικοί μας ας κάνουν την καρδιά τους πέτρα και ας μη βγάλουν φωτογραφίες. Ας στείλουν όμως τους διασπαθιστές του δημοσίου χρήματος να φωτογραφηθούν. Στη σήμανση.
