Πολλά έχουν γραφεί το τελευταίο διάστημα για την «ομάδα OLAF» της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Σε μια χώρα όπου οτιδήποτε σχετίζεται με τις μυστικές υπηρεσίες προσλαμβάνει διαστάσεις συνωμοσιολογικού μύθου, η εν λόγω ομάδα έχει συσχετισθεί – χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο – με τη μεγάλη υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών η οποία συγκλονίζει τη χώρα. H ομάδα αυτή, ο επίσημος τίτλος της οποίας είναι Ειδική Ομάδα Επιχειρήσεων ΕΥΠ, συγκροτήθηκε το 1998 όταν διοικητής της υπηρεσίας ήταν ακόμη ο πτέραρχος Χαράλαμπος Σταυρακάκης. H ομάδα υπαγόταν απευθείας στο γραφείο του διοικητή και βασική αποστολή της ήταν η οργάνωση ειδικών επιχειρήσεων για την παρακολούθηση προσώπων και οχημάτων. H ομάδα δεν είχε την ευθύνη για την τεχνική παρακολούθηση τηλεφώνων, μια και αυτό ήταν αρμοδιότητα της Γ´ Διεύθυνσης της ΕΥΠ. Ο κ. Σταυρακάκης έφερε στην ΕΥΠ τον αξιωματικό του Στρατού Σταύρο Κατσούλη για να οργανώσει τα συστήματα πληροφορικής της υπηρεσίας, τα οποία ήταν σε πολλές περιπτώσεις απαρχαιωμένα. Ο κ. Κατσούλης είχε αποκτήσει φήμη γκουρού ανάμεσα στους στρατιωτικούς, γιατί είχε φέρει εις πέρας τη μηχανοργάνωση της Σχολής Ευελπίδων και ενός τμήματος του ΓΕΣ. Τον αξιωματικό διαδέχθηκε ο πρέσβης Παύλος Αποστολίδης, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της υπηρεσίας μετά την υπόθεση Οτσαλάν. Μία από τις πρώτες αποστολές που του ανέθεσε ήταν η δημιουργία ενός κέντρου ανάλυσης ανοικτών πηγών με αφορμή τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο. Στον 9ο όροφο του μεγάρου της λεωφόρου Κατεχάκη δημιουργήθηκε ένας… μικρός τηλεοπτικός σταθμός. Οι αναλυτές της ΕΥΠ μπορούσαν να παρακολουθούν είκοσι πέντε δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια, όλα τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία και πηγές του Διαδικτύου από τις οποίες αντλούσαν πληροφορίες. Εν συνεχεία συνέτασσαν ενημερωτικά δελτία, τα οποία ανανέωναν 3-4 φορές την ημέρα· σε αυτά είχαν πρόσβαση, μέσω ενός κλειστού συστήματος στο Διαδίκτυο, ο Πρωθυπουργός και άλλα κυβερνητικά στελέχη. Στα δελτία συμπεριλαμβάνονταν και κάποια σχόλια ή ερμηνείες ενώ ανάμεσα στους αναλυτές υπήρχαν και ειδικοί σε διάφορες γλώσσες ώστε να μπορούν να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τουρκικά ή βαλκανικά κανάλια. Το κέντρο αυτό είχε φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο σε αξιωματούχους των κυβερνήσεων Σημίτη ενώ συνεχίζει να λειτουργεί και σήμερα, με ακόμη περισσότερους γλωσσομαθείς ειδικούς.


Ενα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ΕΥΠ ήταν πάντοτε η σχετική ένδεια πόρων. H ελληνική μυστική υπηρεσία υπολογίζεται ότι διαθέτει ετησίως 4-5 εκατ. ευρώ σε απόρρητα ή «κλειστά» κονδύλια, τα οποία είναι λίγα αν σκεφθεί κανείς μόνο τις επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό που απαιτούνται. H αναζήτηση πόρων οδήγησε τη διοίκηση Αποστολίδη στην ιδέα της εκμετάλλευσης του ευρωπαϊκού προγράμματος OLAF, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης. H OLAF δημιουργήθηκε το 1999 και έχει ως στόχο την εξάρθρωση του οργανωμένου εγκλήματος και της οικονομικής απάτης. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προτείνει στον ΣΔΟΕ να ενταχθεί στο πρόγραμμα αλλά η ηγεσία του θεώρησε ότι δεν είχε την απαραίτητη υποδομή. H ΕΥΠ προσφέρθηκε να καλύψει το κενό, θεωρώντας πως έτσι θα εξασφάλιζε σημαντικά ποσά, τεχνικά μέσα και βεβαίως τεχνογνωσία σε δύσκολες επιχειρήσεις. Ο κ. Κατσούλης ανέλαβε το «project management» του στησίματος της ομάδας, το οποίο απαιτούσε συχνά ταξίδια στις Βρυξέλλες, τη σύνταξη προτάσεων για την εξασφάλιση πόρων και την προμήθεια τεχνολογικού εξοπλισμού. Μέσα σε πέντε χρόνια εκτιμάται πως η ΕΥΠ απορρόφησε ενάμισι ως δύο εκατομμύρια ευρώ από τα κονδύλια της OLAF, στα οποία προστέθηκαν τα αντίστοιχα κονδύλια που έπρεπε να συμπληρώσει η Ελλάδα. H EE επέτρεπε στην ΕΥΠ να χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό που είχε αποκτήσει με κοινοτικά κονδύλια για την παρακολούθηση εθνικών στόχων, με την προϋπόθεση ότι μόλις δινόταν κάποιος στόχος από την OLAF στις Βρυξέλλες έπρεπε να του δοθεί άμεση προτεραιότητα.


Πού πήγαν αυτά τα χρήματα; H ΕΥΠ απέκτησε μια ομάδα παρακολουθήσεων η οποία διέθετε τα πιο σύγχρονα τεχνικά μέσα. Μια κλασική επιχείρησή της ήταν η τοποθέτηση πομπών (beacons) σε αυτοκίνητα ή σκάφη που ήταν στόχοι παρακολούθησης. Οι τεχνικοί της εξασφάλιζαν πρόσβαση σε ένα αυτοκίνητο-στόχο, έβαζαν τον πομπό και μπορούσαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Ο παρακολουθούμενος μπορεί να ήταν ένα σκάφος που μετέφερε λαθραία τσιγάρα, το αυτοκίνητο ενός ξένου πράκτορα ή ένα βυτίο το οποίο μετέφερε καύσιμα για αποχρωματισμό σε ένα παράνομο «πλυντήριο» στη Θήβα. H ακριβής θέση του στόχου καταγραφόταν σε φορητούς υπολογιστές που είχαν οι άνδρες της ειδικής ομάδας στα αυτοκίνητά τους.


Ανθρωποι που συμμετείχαν σε αυτές τις επιχειρήσεις κάνουν λόγο για σκηνές οι οποίες εκτυλίχθηκαν σε δρόμους της Αθήνας ή της επαρχίας και θύμιζαν πολύ κατασκοπικές ταινίες. Μέσω της OLAF η ΕΥΠ είχε αποκτήσει τα λεγόμενα «κινητά κέντρα διοίκησης» (mobile command units). Πρόκειται ουσιαστικά για ειδικά διαμορφωμένα βαν ή πολυτελή αυτοκίνητα, μετασκευασμένα σε ευρωπαϊκές χώρες με βάση τις προδιαγραφές της EE, τα οποία μεταφέρουν όλον τον επικοινωνιακό εξοπλισμό, τους κομπιούτερ ακόμη και φαρμακεία για την περίπτωση που σημειωθεί κάποιος τραυματισμός. Σε μια τυπική επιχείρηση της ομάδας μπορούσαν να συμμετέχουν δύο συμβατικά αυτοκίνητα, μία μηχανή και ένα βαν που ακολουθούσε για τον συντονισμό.


H ομάδα είχε όμως και ένα άλλο ισχυρό όπλο: κάμερες μεγάλων αποστάσεων που μπορούσαν να αποτυπώσουν εικόνες σε ακτίνα δέκα χιλιομέτρων. Τα βαν είχαν τη δυνατότητα να επεξεργασθούν την εικόνα από τις κάμερες σε έναν φορητό κομπιούτερ και με ένα δορυφορικό λινκ να τις στείλουν στο κτίριο της Κατεχάκη. «Πρακτικά μπορούσαμε να κάνουμε τη δου8ειά που κάνει ένα βαν τηλεοπτικού σταθμού» ανέφερε άνθρωπος που είχε συμμετάσχει σε σχετικές επιχειρήσεις και πρόσθετε: «H μόνη διαφορά ήταν πως το δορυφορικό μας σήμα ήταν κωδικοποιημένο για να μην μπορεί να το δει κανένας άλλος. Πρακτικά αυτό σήμαινε πως το κέντρο επιχειρήσεων της ΕΥΠ μπορούσε σε πραγματικό χρόνο να έχει εικόνα από μια επιχείρηση η οποία εκτυλισσόταν πολλές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά». Με αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, κυβερνητικά στελέχη έβλεπαν την επιχείρηση που έστησε η ΕΥΠ όταν παρακολούθησε στέλεχος της ιρακινής πρεσβείας στην Αθήνα να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών και οπλισμού λίγο προτού ξεκινήσει η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.


Οι τεχνικές δυνατότητες της ειδικής αυτής ομάδας εντυπωσίαζαν πάντοτε, ειδικά όταν υποστήριζαν επιχειρήσεις άλλων τμημάτων της ΕΥΠ. Σε μια περίπτωση έδωσαν στα στελέχη της υπηρεσίας που βρίσκονταν σε αποστολές πομπούς που έδιναν το στίγμα τους με GPS ώστε να γνωρίζει η Κατεχάκη πού ακριβώς βρίσκονταν. Σε άλλες επιχειρήσεις διαμόρφωσαν ένα τουριστικό γιοτ που παρακολουθούσε κινήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο ή «σκούπιζαν» αυτοκίνητα ελλήνων διπλωματών για να βεβαιωθούν ότι δεν έχουν παγιδευθεί με συστήματα παρακολούθησης. Τα στελέχη της ομάδας, η οποία απαρτιζόταν από στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πολιτικούς υπαλλήλους, περνούσαν ψυχολογικά τεστ στη Σχολή Ικάρων ώστε να διασφαλισθεί η επάρκειά τους για δύσκολες αποστολές. Το «φόρτε» της ομάδας ήταν βέβαια η χρήση της πληροφορικής για την άντληση πληροφοριών, πράγμα που έγινε το καλοκαίρι του 2002 όταν εξαρθρώθηκε η «17 Νοέμβρη» και η ΕΛ.ΑΣ. είχε δυσκολία στο σπάσιμο ορισμένων σκληρών δίσκων.


Ο διοικητής της ΕΥΠ ανέθεσε στον επικεφαλής της ομάδας την οργάνωση του Κέντρου Επιχειρήσεων, το οποίο έπρεπε να είναι έτοιμο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. H διοίκηση της υπηρεσίας γνώριζε πως κατά τη διάρκεια των Αγώνων θα μετατρεπόταν σε κόμβο λήψης πληροφοριών από όλες τις βασικές υπηρεσίες πληροφοριών του κόσμου. Αυτό απαιτούσε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα, στην οποία θα κατέληγαν όλες οι πληροφορίες, θα αναλύονταν και θα διοχετεύονταν στην ειδική ολυμπιακή ομάδα που αποφάσιζε ποιες ενέργειες απαιτούνταν. Το Κέντρο οργανώθηκε στο υπόγειο του Μεγάρου της Κατεχάκη και κόστισε περίπου 1.200.000 ευρώ. Οσοι το έχουν επισκεφθεί θεωρούν ότι ήταν «ένα πολύ καλό deal για τα χρήματα που κόστισε».


Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών οι αμερικανικές υπηρεσίες μετέφεραν και έστησαν οκτώ κοντέινερ στον περίβολο του κτιρίου της Κατεχάκη. Από τις κεραίες επικοινωνίας που διέθεταν μπορούσε κανείς να συναγάγει το συμπέρασμα πως στέγαζαν συστήματα επικοινωνίας της CIA, του National Security Agency (της υπηρεσίας που έχει την ευθύνη για τις υποκλοπές σε παγκόσμιο επίπεδο), του FBI και άλλων. Οι Αμερικανοί είχαν ζητήσει αρχικά να έχουν ένα γραφείο μέσα στο ελληνικό κέντρο επιχειρήσεων. Ο διοικητής της ΕΥΠ τους επέτρεψε να επισκέπτονται ένα μικρό γραφείο συνδέσμων-επισκεπτών (liaison office) αλλά όχι τα υπόλοιπα γραφεία. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως ο εκπρόσωπος της CIA, ο οποίος μιλούσε για λογαριασμό όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών, έδινε στον υπεύθυνο της ΕΥΠ ένα CD με τις πληροφορίες που θεωρούσε σημαντικές προς επεξεργασία και ενδεχομένως περαιτέρω διερεύνηση και δράση. Ο άνθρωπος που χειριζόταν τις σχέσεις με τις ξένες υπηρεσίες ήταν ο τότε διευθυντής της Γ´ Διεύθυνσης και νυν επιχειρησιακός υποδιοικητής Σεραφείμ Τσιτσιμπής. Αυτός έκανε και το καθημερινό «briefing» στους εκπροσώπους των άλλων υπηρεσιών για τις πληροφορίες που απασχολούσαν εκείνη την ημέρα ή τις προγραμματισμένες κινήσεις που απαιτούσαν κάποια ιδιαίτερη σημασία.


Το φθινόπωρο του 2004 ο κ. Αποστολίδης αποχώρησε και τον διαδέχθηκε ο επίσης πρέσβης Γιάννης Κοραντής. Σε μία από τις πρώτες ενημερώσεις του νέου αρχηγού έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για τη δράση της «ομάδας ειδικών επιχειρήσεων». Πολύ γρήγορα ο κ. Κοραντής σχολίαζε: «Εχω κάτι παιδιά που μπορούν να κάνουν απίθανα πράγματα». Ο αρμόδιος υπουργός Γ. Βουλγαράκης, ο οποίος είχε αρχικά σοκαριστεί από τις τεχνικές δυνατότητες παρακολούθησης της ομάδας, είχε κάποιους ενδοιασμούς καθώς κορυφαίο κομματικό στέλεχος επέμενε πως «αυτή η ομάδα είναι ύποπτη». Εν τέλει επείσθη όμως για τη χρησιμότητά της όταν του έφερε εικόνα σε μια υπόθεση που αφορούσε την εγχώρια τρομοκρατία και καμία άλλη υπηρεσία δεν μπορούσε να βγάλει άκρη.