Ο κ. Χάρης Κονιδάρης, διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μας έστειλε την ακόλουθη επιστολή με αφορμή τη συνέντευξη του κ. N. Αλιβιζάτου που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής:


«Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή τη δημοσιευθείσα στο φύλλο της 29ης Ιανουαρίου της έγκριτης εφημερίδος σας συνέντευξη με τίτλο «Μια Ελλάδα ανοικτή στον κόσμο της νεωτερικότητας» του καθ’ όλα αγαπητού και σεβαστού καθηγητού του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών κ. Νικολάου Αλιβιζάτου.


Από όσα ο κ. Αλιβιζάτος υποστηρίζει, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι η ρητορική του περί της αναγκαιότητος χωρισμού Πολιτείας – Εκκλησίας έχει ως βασικό θεμέλιο τη «διεκδίκηση» από την Εκκλησία εκφοράς λόγου «σε ζητήματα που δεν την αφορούν… πολιτικός γάμος, καύση νεκρών, πολιτική κηδεία» και «σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα το Μακεδονικό, το Κυπριακό ή οι ελληνοτουρκικές σχέσεις», την οποία ερμηνευτικά ταυτίζει με τη «διεκδίκηση δικαιώματος συναπόφασης». Δηλαδή, ο χωρισμός είναι απαραίτητος διότι η Εκκλησία ασκεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης – που έχει ο καθείς – είτε για ζητήματα που χρήζουν ποιμαντικής αντιμετώπισης, εάν και εφόσον αποτελούν επιλογές μελών του ποιμνίου Της και μόνον, απορρέουσες από το απαραβίαστο αυτεξούσιο αυτών, είτε για ευρύτερα θέματα που προβληματίζουν την κοινωνία μας. Το οποίο δικαίωμα δεν θα ασκεί εάν επέλθει ο χωρισμός, κάτι που προσωπικώς δεν αντιλαμβάνομαι, καθώς το νομικό καθεστώς των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας ουδόλως επηρεάζει την ελευθερία του λόγου της πρώτης. Ο λόγος Της δε αυτός προφανώς δεν «διεκδικεί» μερίδιο κοσμικής ισχύος, δεν αποτελεί εργαλείο για την… κατάληψη θέσεως συγκυβερνήτου, δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τη μοναδική αρμόδια για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων Πολιτεία. Οποιος άλλωστε ομιλεί δεν σφετερίζεται δημόσια εξουσία ούτε συναποφασίζει. Απλώς ομιλεί και ακούγεται, και ενδεχομένως επηρεάζει, εάν διαθέτει αξίες, συνέπεια και αξιοπιστία. Στην περίπτωση βέβαια της Εκκλησίας η επιρροή αυτή φοβίζει, είτε γιατί μερικοί Τη βλέπουν ως… ιδεολογικό αντίπαλο είτε γιατί κάποιοι άλλοι γνωρίζουν ότι οι δικές Της αρχές παραμένουν αναλλοίωτες και προσφέρουν απαντήσεις σε μια περίοδο ανυπαρξίας λοιπών ξεκάθαρα διατυπωμένων αρχών είτε γιατί κάποιοι τρίτοι Την αντιμετωπίζουν ως δεξαμενή ψήφων.


Εξαιτίας δηλαδή της δικής τους ιδιότυπης, λόγω άγνοιας ή προκατάληψης, αντίληψης για την Εκκλησία, η οποία δεν είναι εκκοσμικευμένος πολιτειακός οργανισμός αλλά θεανθρώπινος, κοινωνία αγάπης, σωτηρίας και θέωσης. H επιρροή της Εκκλησίας όμως στην κοινωνία δεν συναρτάται με το νομικό καθεστώς των σχέσεών Της με την Πολιτεία – και το παράδειγμα των θρησκευτικά ουδέτερων ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικό – ούτε μπορεί φυσικά να αποτελέσει αντικείμενο νομικής ρύθμισης. «Σε άλλα πεδία», εκτός αυτού «των διακρίσεων σε βάρος των θρησκευτικών μειονοτήτων», «η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί», όπως σημειώνει ο κ. Αλιβιζάτος, επειδή η Εκκλησία ομιλεί και επηρεάζει; ‘H μήπως η Εκκλησία διαθέτει κρατική υπόσταση ή είναι η επίσημη θρησκεία της χώρας ώστε να βρίσκεται… πίσω από τις ως άνω διακρίσεις; ‘H μήπως ο προσδιορισμός Της από το άρθρο 3 του Συντάγματος ως επικρατούσας, με την έννοια της θρησκείας της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού, επιτρέπει παρεκκλίσεις από το απαραβίαστο, κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος, της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης που εγγυάται η Πολιτεία σε πνεύμα ισονομίας για όλους; Μήπως δεν νομοθετεί η Βουλή αλλά η Εκκλησία; Μήπως δεν διοικούν τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας αλλά και πάλι η Εκκλησία;


Και περαιτέρω: η Ορθόδοξη Εκκλησία, Εκκλησία απόλυτα ελεύθερη και δημοκρατική, ουδέναν υποχρεώνει να ακολουθήσει τις αρχές και την παράδοσή Της και να ασπαστεί το δόγμα Της. Αποδέχεται απόλυτα την επιλογή οιουδήποτε να τελέσει πολιτικό γάμο αντί θρησκευτικού, να κηδευθεί χωρίς θρησκευτικό τελετουργικό ή να αποτεφρωθεί αντί να ταφεί. Σέβεται τον «αυτοπροσδιορισμό και την ελευθερία» του ανθρώπινου προσώπου να καθορίζει το ίδιο τις αποφάσεις του, σύμφωνα με τις επιθυμίες ή τα βαθύτερα πιστεύω του. Είναι όμως αναμφισβήτητο δικαίωμά Της – και το ζήτημα την αφορά – να συνιστά στα συνειδητά μέλη Της επιλογές σύμφωνες με τις αρχές και την παράδοσή Της και να μην προσαρμόζει αυτές σε διαφορετικές επιλογές ακόμη και δεδηλωμένων πιστών Της. Είναι άλλο πράγμα η εκκλησιαστική οικονομία Της και άλλο η Ορθοδοξία a la carte. Αντέδρασε ποτέ η Εκκλησία στην «πολιτική κηδεία» όσων την επέλεξαν, η οποία ως πρακτική ισχύει, γεγονός που καθιστά καθ’ όλα περιττή τη θέσπιση σχετικής διάταξης; Ευθύνεται η Εκκλησία για την ανυπαρξία ρυθμίσεων σχετικών με την ίδρυση και λειτουργία αποτεφρωτηρίων, καθώς το ζήτημα της καύσεως είναι ουσία λελυμένο, αφού ανάγεται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης; Γνωστές οι απαντήσεις».