Η εντύπωση που υπάρχει σε ορισμένους είναι ότι καθημερινά ισορροπούμε ανάμεσα σε επιτυχημένες μεγάλες ενέργειες και αποτυχημένες μικρές επιλογές. Για παράδειγμα, ζούμε τις διοικητικές μας επιτυχίες στον συντονισμό της προεδρίας ενώ προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τις αδυναμίες μας στην απλή αστυνόμευση των δρόμων. Η πραγματοποίηση των έργων των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είναι δεδομένη και αναγνωρίζεται από όλους όσοι έχουν άμεση σχέση. Οσοι τώρα μεμψιμοιρούν για τα ολυμπιακά έργα απλά ασχολούνται με ορισμένα δένδρα και όχι με το παρθένο και δυναμικά αναπτυσσόμενο δάσος. Αποτελεί κοινή γνώση ότι η Ελλάς αναπτύσσεται με ρυθμούς που τους ζηλεύουν όλοι μας οι εταίροι. Το αν τώρα η βιομηχανική παραγωγή πέφτει, το εμπορικό ισοζύγιο διευρύνεται αρνητικά, τα έσοδα του Δημοσίου είναι στάσιμα σε ένα περιβάλλον που οι δαπάνες έχουν ξεφύγει από την επιτήρηση του υπουργείου Οικονομικών και Οικονομίας, ο τουρισμός και γενικά ο κλάδος των υπηρεσιών είναι στάσιμος, δεν αποτελούν πρόβλημα, ούτε πρέπει να ανησυχούμε, αφού αυτά και πολλά άλλα αποτελούν λεπτομέρειες στην πανίσχυρη πραγματικότητα.


Θα μπορούσαν να απαριθμηθούν πολλές αντίστοιχες αναλογίες μεγάλων επιτυχιών και επιτευγμάτων της οικονομικής μας ζωής, που βρίσκονται σε ευθεία διάσταση με ένα πολυπληθέστερο σύνολο μικρών αρνητικών εξελίξεων. Ανώφελο, καθώς η ουσία βρίσκεται αλλού. Σημασία δεν έχει να αμφισβητούμε διαφορές μεταξύ μέγα και μίκρο επιλογών. Σημασία έχει να αμφισβητούμε ποσοτικά ελέγξιμες επιλογές, ανεξάρτητα αν είναι μέγα ή μίκρο.


Με μια υποσημείωση. Είμαι της άποψης ότι η επιλογή να πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας σε μεγάλα οικονομικά επιτεύγματα αφήνοντας ασχολίαστα τα μικρά ως επουσιώδη αποτελεί σαφή οικονομική επιλογή. Επιλέγουν να αναφέρουν τα μεγάλα, διότι αυτά σε αντίθεση με τα μικρά υστερούν ως προς την ποιότητα των μέτρων μέτρησής των. Οσο τα μέτρα μέτρησης δεν είναι ακριβή, τόσο η αξιολόγηση είναι γκρίζα. Αν οι μεγάλοι στόχοι είναι τις περισσότερες φορές και μη μετρήσιμοι, επιλέγοντας αυτούς, σε αντίθεση με τους μικρούς και συγκεκριμένους, μας επιτρέπεται να μειώσουμε αντίστοιχα και την οποιαδήποτε κριτική στην πολιτική μας.


Ποια ποσοτικά μέτρα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να ελέγξουμε για παράδειγμα τη φράση «πετύχαμε τους στόχους της πολιτικής μας στην προεδρία της ΕΕ»; Πώς επιβεβαιώνεται και πώς μετρείται το ότι «θα κάνουμε τους καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες»; Πώς αξιολογείται το ότι «η χώρα πέτυχε να εισέλθει στην ΟΝΕ»;


Για πολλές δεκαετίες η οικονομική επιστήμη με μεγάλο κόπο προσπάθησε να διαμορφώσει κάποια ποσοτικά μέτρα για να βελτιώσει τον διάλογο. Πρότεινε και δεν επέβαλε όπως η Φυσική, γιατί γνώριζε τις αδυναμίες της. Σ’ ένα μεγάλο βαθμό όμως το επέτυχε. Οσο μάλιστα απέφευγε τις γενικεύσεις με την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων τόσο και συσσώρευε αξιοπιστία. Θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι αν τα κέρδη μιας επιχείρησης αυξάνονταν σε ρυθμό διπλάσιο του μέσου των υπολοίπων εταιρειών του κλάδου (π.χ. ΑΕΠ της Ελλάδος), μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι η επιχείρηση πάει καλά, αρκεί ο λογιστής να είναι αξιόπιστος.


Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά, όλο και πιο υπεύθυνα πρόσωπα εκφράζουν απόψεις και σκέψεις που γενικεύουν αντί να εξειδικεύουν. Που περιγράφουν αντί να μετρούν. Μιλούν για έννοιες άγνωστες, μη ποσοτικά μετρήσιμες, όπως για παράδειγμα ότι πάσχουμε σε ανταγωνιστικότητα ή ότι πρέπει να επενδύσουμε σε επιχειρηματικότητα. Ασκούν κριτική για τις «συνθήκες της αγοράς», για «τη χαμηλή παραγωγικότητα» χρησιμοποιώντας εκφράσεις και αποφεύγοντας μετρήσεις. Αργά αλλά σταθερά στρογγυλεύουμε τα επιχειρήματα, γκριζάρουμε τη διατύπωση και περιγράφουμε αντί να ακριβολογούμε. Αναμφισβήτητα σε δύσκολες εποχές σαν αυτές που ζούμε η συγκεκριμένη συμπεριφορά εξυπηρετεί. Δυστυχώς όμως δεν αναπτύσσει τον διάλογο και δεν μας επιτρέπει ούτε να αποφεύγουμε, ούτε και να διορθώνουμε τα λάθη.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.