Ο κ. «Πεταλούδας»…

Ο κ. «Πεταλούδας»... ο πιο υψηλά φορολογούμενος Ελληνας Ελευθέριος Δ. Μουζάκης Πείτε μου, δεν είναι καλή τύχη να σου δίδεται η ευκαιρία να μιλήσεις στην εποχή μας με τον άνθρωπο που πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα; Πείτε μου, δεν είναι το καλύτερο δώρο χριστουγεννιάτικα από «Το Βήμα» σε όλους εσάς που νιώθετε ολίγον ανόητοι γιατί ανήκετε στην κατηγορία εκείνων που πληρώνουν σε αυτή τη χώρα τα «σπασμένα»,

Ο κ. «Πεταλούδας»…

Ελευθέριος Δ. Μουζάκης


Πείτε μου, δεν είναι καλή τύχη να σου δίδεται η ευκαιρία να μιλήσεις στην εποχή μας με τον άνθρωπο που πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα; Πείτε μου, δεν είναι το καλύτερο δώρο χριστουγεννιάτικα από «Το Βήμα» σε όλους εσάς που νιώθετε ολίγον ανόητοι γιατί ανήκετε στην κατηγορία εκείνων που πληρώνουν σε αυτή τη χώρα τα «σπασμένα», δηλαδή φόρους, να σας παρουσιάσουμε αυτή την εβδομάδα του προϋπολογισμού τον άνθρωπο που φιγουράρει επί χρόνια στην κορυφή του καταλόγου με τους πιο υψηλά φορολογούμενους Ελληνες; Λοιπόν, σήμερα είναι καλεσμένος μας ο κ. Ελευθέριος Μουζάκης, ένας από τους πιο πολλά «κατέχοντες και έχοντες» που δεν φοβήθηκε ποτέ την Εφορία, που τα φορτηγά της εταιρείας του δεν τα σταματούν ποτέ στον δρόμο για έλεγχο οι άνθρωποι της ΥΠΕΔΑ, γιατί είναι χάσιμο χρόνου γι’ αυτούς. Ο άνθρωπος που δημιούργησε τη μεγαλύτερη βιομηχανία κλωστών στην Ελλάδα, τις κλωστές «Πεταλούδα». Ενας μύθος ογδόντα χρόνων που σήμερα γράφει την αυτοβιογραφία του, που πηγαίνει από το γραφείο στο σπίτι του με ελικόπτερο, που αγαπάει με πάθος το κυνήγι, που έμαθε στη ζωή του να στοχεύει, να πετυχαίνει, άρα να ζει τη «χαρά της ζωής», όπως λέει και ο ίδιος. Ενας σοφός της ανθρώπινης φύσης και ψυχής, ένας κοστουμαρισμένος κύριος που μπορείς με τις ώρες να τον χαζεύεις να μιλάει και να διηγείται ιστορίες που έζησε σαν να ήταν χθες. Ενας ποιητής που ξεκουράζεται ταξιδεύοντας, που τραγουδάει ακόμη, όπως έκαναν παλιά οι συγγενείς μας. Ενας κύριος που από μικρός ήξερε τι έψαχνε και έχει πια την ευτυχία να ζει με τα ευρήματά του. Μου έκαναν εντύπωση τα ελληνικά του, η ευγένειά του, ο «δρόμος» και πώς έχει μπει στη σκέψη του. «Ο δρόμος, το πεζοδρόμιο, μόνο σε μαθαίνει», λέει. Ο κ. Μουζάκης με δέχθηκε στο γραφείο του, εκεί όπου τα όνειρά του έγιναν πραγματικότητα. Πολλές παλιές φωτογραφίες μπροστά του, γύρω γύρω μεγάλα έργα τέχνης να τον κοιτούν με θαυμασμό. Ενας καλλιτέχνης που έδεσε με τις καλύτερες κλωστές DMC τον γάιδαρό του. Θυμώνει όταν μιλάει για τον εργάτη – τεμπέλη που «λουφάρει». «Δεν με ενοχλεί που τεμπελιάζουν μερικοί και εγώ τους πληρώνω. Με ενοχλούν όλοι οι τεμπέληδες που πληρώνονται γιατί κλέβουν το ψωμί κάποιου που θέλει να δουλέψει. Οι αληθινοί κλέφτες είναι αυτοί που κλέβουν τον χρόνο των άλλων». Ελευθέριος Μουζάκης. Το πρόσωπο της εβδομάδας για μας. Απολαύστε τον! Ενα «κέντημα» με κλωστές «Πεταλούδα» με την εγγύηση ποιότητας DMC. «Η πεταλούδα είναι κάτι που όλοι γνωρίζουν, όλοι θέλουν να πιάσουν, ανεξαρτήτου ηλικίας. Το ίδιο αίσθημα ήθελα να έχουν οι άνθρωποι για τις κλωστές μας, γι’ αυτό και τις ονόμασα “Πεταλούδα”».


­ Χαίρομαι κατ’ αρχάς γιατί μιλάω με έναν άνθρωπο που επιτέλους σε αυτή τη χώρα πληρώνει φόρους. (γέλια)


«Δεν είμαι ο μόνος».


­ Και άλλοι πληρώνουν, αλλά όλοι κρύβουν εισοδήματα για να πληρώνουν λιγότερους φόρους.


«Εγώ ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό».


­ Αλήθεια, ποτέ δεν σκεφτήκατε να κρύψετε εισοδήματα από την Εφορία προς όφελός σας;


«Μα δεν νιώθω ότι πληρώνω στην Εφορία αδίκως. Αν θέλουμε το κράτος να μας παρέχει κάποιες υπηρεσίες, πρέπει να το πληρώνουμε. Εχουν κόστος η ασφάλειά μας η εθνική, η ασφάλειά μας η προσωπική, η εκπαίδευση των παιδιών μας. Αυτά όλα είναι αναγκαία για να συνεχίσουμε να ζούμε ειρηνικά. Αν ήταν ανάγκη να τα καλύπταμε όλα αυτά ιδιωτικώς, ξέρετε πόσο θα μας κόστιζαν;».


­ Να, όμως, που δεν σκέφτονται οι πολλοί όπως εσείς. Οι πολλοί, ως συνήθως, σκέφτονται ατομικώς. Αν μπορούν να έχουν ίδιον όφελος, δεν διστάζουν να χρεώσουν το κράτος.


«Το κράτος είμαστε εμείς. Χρεώνοντας το κράτος χρεώνουμε τους εαυτούς μας. Και αν υπερχρεωθεί το κράτος, τότε είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουμε και εμείς ως άτομα να έχουμε την ελευθερία μας. Αρχίζουν οι εξαρτήσεις. Εγώ από παιδί μεγάλωσα μέσα σε ένα σπίτι όπου κυριαρχούσε το τρίπτυχο “Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”! Νιώθω υποχρέωσή μου να φροντίζω όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά και για το καλό της πατρίδας μου! Μετά θα σας πω και το άλλο. Δεν καταλαβαίνω όλους αυτούς που χάνουν τόσες ώρες για να βρουν έναν τρόπο να κλέψουν την Εφορία. Αν τον χρόνο που χάνουν για να βρουν το κόλπο να κλέψουν τον αφιέρωναν στη δουλειά τους, θα κέρδιζαν περισσότερα».


­ Σας ακούω και νιώθω ότι μιλάω με έναν άνθρωπο από άλλον κόσμο. (γέλια) Συγχωρήστε με, αλλά γύρω ­ δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί ­ όλοι προσπαθούν να την κάνουν… Ελάχιστοι προσπαθούν να κάνουν κάτι ταυτοχρόνως.


«Για μένα το παν σε αυτή τη ζωή είναι η δημιουργία. Δεν καταλαβαίνω άλλον λόγο ύπαρξης ενός ανθρώπου».


­ Οταν λέτε δημιουργία;


«Τι να σας πω, δεν είμαι φιλόσοφος. Αλλά είναι το παν να μπορείς να κάνεις κάτι που δίνει χαρά στους γύρω».


­ Εσείς νιώθετε ότι το έχετε καταφέρει;


«Ξέρετε ποια είναι η μεγαλύτερη δικαίωσή μου;».


­ Παρακαλώ, σας ακούω.


«Βλέπετε αυτό το παράθυρο;». (Πίσω από το τραπέζι των συσκέψεων βρίσκεται ένα μεγάλο παράθυρο).


­ Το βλέπω.


«Μου αρέσει να στέκομαι εδώ όταν σχολάει η μια βάρδια και έρχεται η άλλη να πιάσει δουλειά. Νιώθω μια φοβερή ικανοποίηση όταν βλέπω όλους αυτούς τους ανθρώπους να φεύγουν ευχαριστημένοι. Νιώθω ότι κάτι κατάφερα στη ζωή μου. Είναι σημαντικό να δημιουργείς έναν χώρο που είναι το όνειρο το προσωπικό σου, αλλά αυτό το προσωπικό σου όνειρο δίνει ψωμί και χαρά σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Τι να το κάνω εγώ να νιώθω χαρούμενος όταν οι γύρω μου είναι δυστυχείς; Για μένα αυτό είναι η δημιουργία: η δημιουργία χαράς στον εαυτό σου αλλά και στους γύρω σου».


­ Μόνο που εύκολα κάποιος κακόβουλος θα έλεγε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε εσάς και σε αυτούς που δουλεύουν για σας. Εσείς είστε πλούσιος εξαιτίας τους.


«Κατ’ αρχάς ό,τι είναι ο καθένας μας είναι εξαιτίας του και ποτέ εξαιτίας των γύρω του! Τώρα θα σας πω κάτι που ίσως να μην το πιστέψετε. Δεν ξέρω, ούτε ενδιαφέρθηκα ποτέ να μάθω πόσα χρήματα έχω».


­ Με συγχωρείτε, αλλά αστειευόμενος πρέπει να σας πω ότι έχετε πολλά. (γέλια)


«Για μένα το χρήμα ήταν, είναι και θα είναι πάντα το μέσο: το μέσο για να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα. Οσο περισσότερα χρήματα χρειάζεται κάποιος για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα τόσο περισσότερα αποκτάει. Ενας άνθρωπος που έχει όνειρα τα οποία για να πραγματοποιηθούν δεν χρειάζονται χρήματα, τι να τα κάνει τα λεφτά; Ενας ποιητής τι να τα κάνει τα λεφτά; Ενα άσπρο χαρτί θέλει, του φτάνει αυτό».


­ Αλήθεια, ποιος είναι πλούσιος για σας σε αυτή τη ζωή που ζούμε;


«Πάντως όχι αυτός που έχει μεγάλους τραπεζικούς λογαριασμούς και μεγάλη περιουσία».


­ Συνήθως όμως αυτόν λέμε πλούσιο, έτσι δεν είναι;


«Για μένα πλούσιος είναι ο άνθρωπος που ζει τη χαρά της ζωής! Οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούμε πλούσιους δεν έχουν τον χρόνο να ζήσουν! Είναι ένα είδος σκλαβιάς ο πλούτος που μεταφράζεται σε χρήμα, σε καταθέσεις και σε ακίνητα».


­ Οταν λέτε «ο ζων τη χαρά της ζωής» τι εννοείτε;


«Ο άνθρωπος που κερδίζει τον χρόνο του και δεν τον καταναλώνει ασκόπως! Ο χρόνος, όταν τον ζούμε, όταν το λεπτό που περνάει δεν περνάει απλώς αλλά αφήνει και κάτι από μας, ένα ίχνος, που γίνεται φως για τους γύρω μας, αυτό είναι η χαρά της ζωής! Η χαρά της ζωής έχει να κάνει με τον συνδυασμό της χαράς μου με τη χαρά των άλλων! Πάντα!».


­ Εσείς με αυτή την έννοια που περιγράφετε είστε πλούσιος; Γιατί με την άλλη έννοια, τη γενική, είστε έτσι κι αλλιώς.


«Ναι. Δεν έκανα τίποτα στη ζωή μου για να αποκτήσω υλικά αγαθά. Σκοπός μου πάντα ήταν το κυνήγι. Κυνηγός ήμουν από παιδί». (γέλια)


­ Το λέτε κυριολεκτώντας;


«Ναι. Από παιδί το κυνήγι ήταν το αγαπημένο μου χόμπι! Και όχι το κυνήγι σταθερών στόχων. Μου αρέσει να χτυπάω ό,τι κινείται γρήγορα, ό,τι ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες να είσαι εύστοχος! Εχω καταπληκτικό ρεκόρ στους κινούμενους στόχους, ακόμη και σήμερα».


­ Συνεχίζετε να κυνηγάτε;


«Το κυνήγι δεν το σταματάει ποτέ κάποιος που μια ζωή κυνηγάει».


­ Ποιος σας έμαθε να κυνηγάτε;


«Ο πατέρας μου. Με έπαιρνε μαζί του από παιδί και με μάθαινε. Από τα πρώτα χτυπήματα έδειξα την ικανότητά μου. Αν υπάρχει ικανότητα σε κάτι φαίνεται αμέσως! Από την αρχή. Εγώ από την αρχή το μόνο που ήθελα ήταν να πετύχω τον στόχο. Ο πατέρας μου, που διάβαζε πολύ, στους κυνηγετικούς μας περιπάτους, φρόντιζε να μου εξηγεί και να μου μαθαίνει διάφορα: “Αυτό είναι έτσι γιατί…”. Εγώ δεν ήθελα να ακούω τίποτα. (γέλια) Ωσπου μια μέρα, για να είμαι ειλικρινής, του το είπα: “Εδώ ήρθαμε να κυνηγήσουμε, όχι να κάνουμε μάθημα”».


­ Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;


«Τσαγκάρης ήταν».


­ Πού μεγαλώσατε;


«Στη Σμύρνη. Φύγαμε από τη Σμύρνη το 1922».


­ Θυμάστε τίποτα από τη ζωή σας στη Σμύρνη; Πόσων χρόνων ήσασταν στην καταστροφή;


«Επτά. Γεννήθηκα το ’15. Πολλά πράγματα θυμάμαι. Ημουν ήδη παιδί μεγάλο όταν φύγαμε».


­ Πείτε μου πώς ήταν το σπίτι σας;


«Το σπιτικό μας στη Σμύρνη ήταν άνετο αλλά απλό. Δεν ήταν πλούσιο σπίτι. Ηταν το σπίτι μιας μεσοαστικής τάξης οικογένειας. Διώροφη μονοκατοικία, τρία δωμάτια όλα κι όλα, χωρίς σοφίτα, με κήπο και αυλή. Για την εποχή του ήταν καλό. Δεν έβλεπες και πολλά διώροφα σπίτια στη Σμύρνη. Ηταν απέναντι από τον Αϊ-Τρύφωνα, στο “φαρδύ” που ήταν μεγάλη εκκλησία με αυλόγυρο και πόρτα που σφάλιζε τα βράδια. Εκεί ολόγυρα ήταν το “Μεγάλο Παρθεναγωγείο” και τα δημοτικά σχολειά. Από το “φαρδύ” του Αϊ-Τρύφωνα, που πάει να πει η λεωφόρος, οδηγούσε στον Φραγκομαχαλά, στην Αγία Φωτεινή και στο εμπορικό κέντρο της Σμύρνης. Εδώ ήταν και το μαγαζί του πατέρα μου. Εγώ πήγαινα στο σχολείο που ήταν στο δεξί μέρος του αυλόγυρου, ενώ στο αριστερό του ξεχώριζες τα οικήματα για τους μεγάλους σε ηλικία σπουδαστές. Κάθε Κυριακή ο πατέρας μου μας πήγαινε στην εκκλησία, στην Αγία Φωτεινή. Παρακολουθούσαμε όλη τη λειτουργία και στη συνέχεια καταλήγαμε να ψωνίζουμε στο “ταρσί”, εκεί στην αγορά όπου φτιάχνονταν οι λουκουμάδες και τα μουχαλεπί. Τις Κυριακάδες πάντα πηγαίναμε σε αυτή την αγορά και σχεδόν πάντα έπρεπε να πάμε για να φάμε γλυκά και μετά να κάνουμε τα ψώνια μας σε φρούτα και ζαρζαβατικά. Θα ήμουν περίπου έξι χρόνων. Θυμάμαι που κουραζόμουν στην εκκλησία και παρακάλαγα τον πατέρα μου για αγκαλιές. Εκείνος όμως στερεότυπα απαντούσε: “Σε παίρνω αγκαλιά, αλλά θα μου πεις το Ευαγγέλιο που ακούσαμε σήμερα και ό,τι κατάλαβες από αυτό και θα φας δύο ολόκληρα γλυκά όταν τελειώσει η εκκλησία». (γέλια)


­ Σας άρεσαν τα γλυκά;


«Πολύ. Εξω, κοντά στην Αγία Φωτεινή, ήταν ένα μαγαζί που έφτιαχνε κάτι καταπληκτικά γλυκά, μπουγάτσες φουσκωτές, λουκουμάδες μεγάλους σαν την μπουνιά μου, ροδοψημένους, λουσμένους στο μέλι, και μοσχοβόλαγε ο τόπος και δεν λείψαμε ποτέ από ‘κεί. Οι τούρκοι μικροπωλητές περνούσαν στον δρόμο έχοντας πάνω στην κεφαλή τους ένα ταψί με τουλούμπες και διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους: “Τουλούμπ Μπαλούμ Τατλισίν”. Το πρωί πάλι, τα βαθιά ξημερώματα, περνούσε ο σαλεπιτζής, που ξεφώνιζε το “σαλεπάκι το ζεστό” για τους ξενύχτες, μαζί με τον γαλατά, που μοίραζε το γάλα με την κανάτα, ενώ το απόγιομα ξεσκάριζε ο γιαουρτάς με τις δύο μεγάλες πήλινες τσανάκες του κρεμασμένες στις άκρες ενός στυλιαριού που στηριζόταν στον ώμο του. Τρελαινόμουν για το καϊμάκι του γιαουρτιού της τσανάκας». (γέλια).


­ Ως παιδί πώς ήσασταν;


«Τι να σας πω; Εγώ ιδιαίτερα ήμουν πολύ σκανταλιάρης. Ετρεχα και καβαλούσα από πίσω στις καρότσες και στα μόνιππα, πάνω στον άξονα όπου στεριώνονταν οι ρόδες. Ο πατέρας μου με είχε κάμποσες φορές δείρει που με είχε τσακώσει, ξύλο όμως με το καμουτσίκι έπεφτε και από τους αμαξάδες σαν μας έπαιρναν χαμπάρι. Πήγαινα στο σχολείο στον Αϊ-Τρύφωνα. Η Ελευθερίτσα, μια συμμαθήτριά μου, καθόταν μόνιμα στο δεξί θρανίο δίπλα μου. Ηταν όμορφη πολύ, καστανή, με κατσαρά μαλλιά και έξυπνη τόσο που με ανάγκαζε να είμαι πάντα μου διαβασμένος για να την αντιμετωπίσω στην τάξη. Ωραία κοπέλα. Θα μείναμε μαζί στο σχολείο για περίπου δύο χρόνια. Δεν πρόλαβα να πάω στην τρίτη την τάξη γιατί ξεσηκωθήκαμε και φύγαμε στην Ελλάδα. Στη Ζάκυνθο κέρδισα δύο ολόκληρες χρονιές αφού γράφτηκα στην πέμπτη την τάξη αντί για την τρίτη που μου έπρεπε. Ημουν όμως καλός μαθητής με βάσεις πολλές που απέκτησα στη Σμύρνη. Να σκεφτείς ότι στο χωριό με έβαζαν να διευθύνω την τάξη, ήμουν επιμελητής συνέχεια, έλεγχα τα γραφτά των συμμαθητών μου, τις εκθέσεις τους και άλλα τέτοια πολλά. Στη Σμύρνη τα πράγματα δεν ήσαν τα ίδια. Δεν μπορούσες να ήσουν κακός μαθητής. Οι δάσκαλοι σε παρακολουθούσαν, σε πρόσεχαν, αλλά και σε ρήμαζαν στο ξύλο, με τη ρίγα στις παλάμες σε κάθε αναποδιά σου. Μόλις έμπαινε στην τάξη η δασκάλα, η κυρία Αργυρώ, κόβονταν οι αναπνοές μας. Την Αργυρώ τη θυμάμαι για τελευταία φορά την πρώτη νύχτα της καταστροφής που ακολούθησε, στα χωράφια όπου είχαμε όλοι καταλήξει για να σωθούμε, μέσα σε μελιτζάνες και πιπεριές, να κρατάει ένα τσουβάλι στον ώμο, ξεμαλλιασμένη, ένας άνθρωπος χαμένος, όπως είμαστε όλοι μας δηλαδή».


­ Στο τσαγκάρικο πηγαίνατε καθόλου; Σας έπαιρνε ο πατέρας σας μαζί του;


«Τα καλοκαίρια με είχε πάντοτε κοντά του στο τσαγκάρικο. Τον βοηθούσα δήθεν στους λογαριασμούς που μου έβαζε συνέχεια να κάνω και όταν δεν είχε δουλειά έπαιζα σβούρα στο μαρμάρινο δάπεδο επάνω. Τα απογιόματα με πήγαινε για μπάνιο στην Πούντα. Ηταν περίπου είκοσι λεπτά της ώρας με τα πόδια. Ο βυθός είχε χόρτα πράσινα και έπιαναν μύδια που ήσαν κολλημένα στις πέτρες. Πιο παρέκει, αριστερότερα, υπήρχε γραμμή σιδηροδρομική, σε δάπεδο ξύλινο απάνω. Εκεί κοντά στις προβλήτες έρχονταν και έφευγαν όλα τα εμπορικά παπόρια. Η Σμύρνη ήταν το πιο καλό, το πιο μεγάλο λιμάνι, που εξυπηρετούσε όλη σχεδόν την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας».


­ Τι σας έχει μείνει αξέχαστο από τα παιδικά σας χρόνια στη Σμύρνη;


«Τα βράδια… Τα βράδια καθόμασταν στα πόδια του πατέρα. Κουρνιάζαμε στο ένα εγώ και στο άλλο η αδελφή μου, η Στάσα, και αρχίζαμε να τραγουδάμε. Τριφωνία. Αποτελειώναμε ξανά και ξανά όλα τα τραγούδια με ρυθμό εμβατηρίων, ηρωικά και πατριωτικά. Είχαν και οι δυο τους πολύ καλή και σωστή φωνή. Εγώ δεν τους έφτανα ούτε στο μικρό τους το δακτυλάκι. Τραγουδούσαμε μέχρι που βάραιναν τα βλέφαρα και ερχόταν η ώρα για ύπνο. Ο πατέρας ήταν έλληνας πατριώτης και αγαπούσε τη θρησκεία τόσο πολύ που όχι μόνο ήξερε τα τροπάρια απ’ έξω και ανακατωτά, αλλά με υποχρέωνε να τα μαθαίνω και εγώ. Ετσι, από πολύ μικρός ήξερα περικοπές Ευαγγελίων, ύμνους, τις πράξεις των Αποστόλων, όλη τη Θεία Λειτουργία απ’ έξω. Καθόταν με τις ώρες και μου εξηγούσε το Ευαγγέλιο. Αν και ήταν του σχολαρχείου, ήξερε ακόμη και αρχαία βιβλία να εξηγεί και να ερμηνεύει. Μου μιλούσε για τον τυφλό εκείνο που του έβαλε ο Χριστός λάσπη στα μάτια για να τον γειάνει, για τον παράλυτο που σηκώθηκε και περπάτησε, για τον άμυαλο πλούσιο. Οταν καθόμασταν στο τραπέζι για φαγητό, όλοι μας ήμασταν πάντοτε παρόντες. Κάναμε την προσευχή μας, με τον πατέρα να σηκώνει το ποτήρι και να ψέλνει με τη γλυκιά ζακυνθινή φωνή του. Εμείς τα παιδιά τον θαυμάζαμε και τον σιγοντάραμε, όσο μπορούσαμε δηλαδή. Ηταν πολύ θρήσκος άνθρωπος. Να σκεφτείτε, όταν φύγαμε από τη Σμύρνη, πήγαμε στη Ζάκυνθο αρχικώς. Του ζήταγα λοιπόν το όπλο για να κυνηγήσω εκεί κοντά στο σπίτι της θείας της Μαρίας και μου το έδινε μόνον εφόσον του έλεγα και κάποιο καινούργιο τροπάριο, μαζί φυσικά με τις οδηγίες προφύλαξης του εαυτού μου, των γύρω ανθρώπων, πραγμάτων και ζώων. Ηταν πολύ προσεκτικός. Από τον καιρό της Σμύρνης μου είχε ένα αεροβόλο για σκοποβολή, όταν πηγαίναμε επισκέψεις σε πρόσωπά μας συγγενικά, σε σπίτια, στην εξοχή».


­ Οταν τότε σας ρωτούσε «τι θα γίνετε όταν μεγαλώσετε», τι λέγατε;


«Είχα μια μανία να γίνω αξιωματικός και ξεγελιόμουν με το να μη βγάζω από την κεφαλή μου το πηλήκιο το μαθητικό, του σχολείου. Χρυσή κουκουβάγια, χρυσά και τα σειρήτια. Η μάνα μου τα έβγαζε σαν με έπαιρνε ο ύπνος. Φορούσα ναυτικά, μπλε ρούχα με άσπρες γραμμές και σειρήτια, παντελονάκι κοντό. (γέλια) Μεγάλη τρέλα με τον στρατό είχα! Και με τις στολές!». (γέλια)


­ Θυμάστε την πρώτη εμπορική πράξη που κάνατε στη ζωή σας;


«Πούλησα τα παπούτσια που φορούσα. Ημουν, θυμάμαι, τριών χρόνων παιδάκι. Με πατέρα τσαγκάρη, τι το πιο φυσικό να φοράω πάντα παπούτσια καινούργια, στο πόδι φρεσκοραμμένα. Με πήρε λοιπόν κάποιος άγνωστος στην αγκαλιά του στη γειτονιά, καμιά τριανταριά μέτρα κοντά στο μαγαζί. Το τσαγκάρικο του πατέρα μου ήταν τότε κοντά στο σπίτι μας, στο “τσικμά” του Αγίου Τρύφωνα, στο αδιέξοδο της εκκλησίας. Με βάζει, που λέτε, σε μια κοτρώνα επάνω και μου λέει: “Κάθησε εδώ και μη μιλάς. Δώσε μου τα παπούτσια σου και θα σου φέρω σε λίγο καραμέλες. Πάρε και ένα καρύδι”. Πήρα το καρύδι, μου πήρε τα παπούτσια τα καλά μου και περίμενα με χαρά τις καραμέλες, αλλά τίποτα… Σε λίγο με βρίσκει στην πέτρα καθισμένο ο πατέρας μου αναστατωμένος. Είχε ανησυχήσει και είχαν έρθει να με ψάξουν μαζί με τη μάνα μου. “Πού είναι τα παπούτσια σου;”, μου κάνει θυμωμένος μόλις με είδε. “Θα μου φέρει καραμέλες, μου έδωσε και αυτά”, του απαντάω και του δείχνω το καρύδι που μου είχαν δοσμένο. Ηταν και κούφιο. Ακουσα τα σχολιανά μου, αλλά με το χαμόγελό μου, που τον συγκινούσε πάντα, τη γλίτωσα μόνο με απειλές λεκτικές όπως: “Μην το ξανακάνεις γιατί θα σε αφήσω ξυπόλητο. Δεν θα ξαναφορέσεις παπούτσια”».


­ Είναι ταλέντο να μπορείς να πουλάς και να αγοράζεις;


«Τα πάντα για να διακριθείς θέλουν ταλέντο».


­ Ποιο είναι το ταλέντο ενός καλού πωλητή;


(χαμογελάει) «Καλός και ταλαντούχος είναι ο πωλητής που ξέρει ότι για κάθε προϊόν υπάρχει κάποιος αγοραστής. Αν αυτό το γνωρίζεις, από ‘κεί και πέρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Πρέπει να βρεις τον ενδιαφερόμενο αγοραστή. Θυμάμαι, κάποτε δούλευα σε ένα μαγαζί. Στην αποθήκη οι ιδιοκτήτες είχαν αγοράσει ευκαιρία μια μεγάλη ποσότητα από ταμπακέρες κινέζικες. Ηταν πολύ της μόδας. Τις βάλανε στα μαγαζιά αλλά κανείς δεν αγόραζε και πήγαιναν να σκάσουν. Ηταν μεγάλη η ποσότητα και το κόστος επομένως μεγάλο αν τους έμεναν οι ταμπακέρες. Μια μέρα λέω στο αφεντικό: “Μπορώ να προσπαθήσω να τις πουλήσω εγώ;” Με κοίταξε καλά καλά και γέλασε: “Πού να τις πουλήσεις; Αυτές δεν πουλιούνται. Δεν υπάρχουν άνθρωποι να δώσουν 2 δραχμές για μια ταμπακέρα σήμερα!”. Μη σας πολυλέγω, συμφωνήσαμε να πάρω μια αρχική ποσότητα και να προσπαθήσω το απόγευμα μετά τη δουλειά. Τις πήρα και πήγα Σταδίου και Βουκουρεστίου γωνία. Εστησα έναν πάγκο και άρχισα να πουλάω κάθε ταμπακέρα 4 δραχμές. Σε μία ώρα τις είχα δώσει όσες είχα πάρει. Πήγα πήρα και άλλες… και άλλες. Σε τρία απογεύματα τις είχα δώσει όλες. Δεν φτάνει να έχεις το προϊόν, πρέπει να ψάξεις να βρεις πού κυκλοφορούν οι ενδιαφερόμενοι να το αγοράσουν. Αυτό είναι εμπορικό ταλέντο».


­ Ποιο ήταν το πρώτο επάγγελμα που κάνατε όταν ήρθατε από τη Σμύρνη;


«Αρχικώς, ερχόμενοι, πήγαμε λόγω καταγωγής στη Ζάκυνθο, αλλά γρήγορα ήρθαμε στον Πειραιά. Πείνα φοβερή. Για να ζήσουμε κάναμε οτιδήποτε, αλλά εγώ λόγω ηλικίας ­ ήμουν πολύ μικρός ακόμη ­ ήταν αδύνατον να βρω δουλειά. Κάτι μου έλεγε όμως ότι αν είχα ένα κεφάλαιο πέντε δραχμών θα μπορούσα να κερδίσω έξι ως και οκτώ δραχμές! (γέλια) Το πρωί πήγαινα σχολείο και το απόγευμα γύρναγα να βρω καμιά δουλειά. Πούλησα όλων των ειδών τα εμπορεύματα τότε για να καταλήξω τελικά στη μαναβική!».


­ Γιατί στη μαναβική;


«Γιατί τη βρήκα πιο κερδοφόρα. Πιο κερδοφόρα από ό,τι είχα κάνει ως τότε εννοώ. (γέλια) Μην ξεχνάτε ότι το ’25 ήμουν δεν ήμουν 11 χρόνων παιδί. Σε αυτή την ηλικία όμως πρωτοξεκίνησα το εμπόριο! Προβληματιζόμουν πολύ τότε. Προβληματιζόμουν με τα χρήματα που είχα στις τσέπες μου. Μετρούσα και ξαναμετρούσα τα λεφτά μου και σκεφτόμουν με ποιον τρόπο θα μπορούσα να τα αυξήσω. Πήγα λοιπόν και αγόρασα μερικές σοκολάτες, 3,75 δραχμές η καθεμιά τους, και γυρίζοντας στις γειτονιές κατάφερνα να τις πουλήσω πέντε, βγάζοντας έτσι μία δραχμή και είκοσι πέντε λεπτά το κομμάτι. Δεν πούλαγα πολλές. Είδα πως όλοι εκεί υποφέραμε από τις μύγες. Λέμε για σύννεφο μύγες. Μύγες και κοριοί, πάρα πολλοί κοριοί. Μυγοπαγίδες λοιπόν για τις μύγες και ναφθαλίνη για τους ψύλλους και τους κοριούς. Ο,τι είχε ανάγκη η περιοχή. Ο,τι είχε ανάγκη ο μαχαλάς!».


­ Ωσπου να διαπιστώσετε ότι η μαναβική ήταν πιο κερδοφόρα, τι άλλες δουλειές κάνατε;


«Τα καλοκαίρια, το μεσημέρι, πήγαινα κάτω στο ρολόι κοντά στο λιμάνι και κουβαλούσα νερό στον ώμο με νταμιτζάνες. Τις πήγαινα στα βαποράκια που έκαναν το δρομολόγιο Πειραιάς – Πέραμα – Καματερό – Παλούκια στη Σαλαμίνα. Εκεί ήταν θέρετρο πλουσίων που είχαν χρήματα και μπορούσαν να διατηρούν και σπίτι εξοχικό για τα μπάνια τους τα καλοκαίρια. Μία δραχμή η κάθε νταμιτζάνα. Αύξαινα το εισόδημά μου. Επόμενη δουλειά ήταν κοντά σε κάποιον που καθάριζε ψαθάκια σε πεζοδρόμιο επάνω, τα ψάθινα καπέλα των περαστικών. Γίναμε συνεταίροι. Με δύο δραχμές έπαιρνα οξαλικό οξύ και με ένα βουρτσάκι και νερό κάναμε τα ψαθάκια που ήσαν μαυρισμένα από τον ήλιο λαμπίκο. Το κόστος του γυαλίσματος ήταν μισή δραχμή. Δεν έβγαινε το μεροκάματο. Είδα και απόειδα, ώσπου μπόρεσα επιτέλους να πιάσω δουλειά σε μαγαζί. Ηταν ένα καφενείο στην οδό Φίλωνος, κοντά στην κακόφημη περιοχή του λιμανιού, στην Τρούμπα. Πουλούσε καφεδάκια, γλυκά του κουταλιού και κανένα μπακλαβά. Οι δουλειές δεν ήσαν και τόσο σπουδαίες. Λίγοι κάθονταν στα καθίσματα στο πεζοδρόμιο και αυτοί άφηναν κανένα εικοσαράκι, καμιά δεκάρα ίσως και πενήντα λεπτά. Σκέφτηκα κάτι διαφορετικό και αποφάσισα να το δοκιμάσω. Εκεί κοντά στον Αγιο Νικόλαο ήταν οι εγκαταστάσεις του τελωνείου. Πήρα λοιπόν έναν κρεμαστό δίσκο, τον γέμισα με γλυκά του κουταλιού, καν’α δυο μπακλαβάδες και μερικά καφεδάκια και γραμμή για το τελωνείο. Στο πρώτο γραφείο κάποιου εκτελωνιστή που χτύπησα είπα με θάρρος: “Συγγνώμη, εσείς παραγγείλατε καφέ; Ποιος είχε ζητήσει καφέ;”. “Κανείς, παιδάκι μου, αλλά αφού ήρθες, φέρε ένα καφεδάκι”. Στο επόμενο γραφείο πάλι τα ίδια: “Ασε και δυο γλυκά του κουταλιού. Σου περισσεύει κανένα μπακλαβαδάκι;”. Γύριζα στο καφενείο τρεχάλα για να ξαναγεμίσω τον δίσκο. Το αφεντικό μου τα είχε χαμένα. Κέρδιζε αυτός, έβγαζα και εγώ το μερίδιό μου. Μια μέρα που μας είχαν φέρει μερικά ταψιά με μπακλαβά παίρνω το θάρρος και του λέω: “Αφεντικό, υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ”. “Τι πρόβλημα, βρε Λευτεράκη;”, μου κάνει εκείνος. “Οι μπακλαβάδες είναι πολύ μεγάλοι. Δεν συμφέρει να πουλάμε, δεν αφήνουν πολύ κέρδος”. “Και τι να κάνουμε;”. “Να τους κάνουμε πιο μικρούς”. “Και πώς θα τους μικρύνεις;”. “Ακου να σου πω. Οταν έρχονται τα ταψιά, άσε με να τους κόβω εγώ”. Εκοβα τους μπακλαβάδες και τα οκτώ κομμάτια τα έκανα εννέα ή και δέκα. Ετσι όλοι μας μείναμε ευχαριστημένοι. Στο μεταξύ είχα γίνει άσος στην παρασκευή των καφέδων. Είχα μάθει τον μέτριο, τον σκέτο, τον πολλά βαρύ, τον πολλά βαρύ και όχι, τον μέτριο, τον γλυκύ βραστό και με ή χωρίς καϊμάκι. Δούλευα το καλοκαίρι πρωί και απόγευμα, αλλά τα κέρδη ήταν πολύ μικρά για την κούραση που τραβούσα κάθε μέρα».


­ Φοβερή ζωή.


«Τρομερή και φοβερή. Οι παράγκες με στεναχωρούσαν πολύ, εκεί όπου μέναμε. Αυτό με ενοχλούσε και έλεγα στον πατέρα μου να πάμε να μείνουμε κάπου αλλού. Αγύριστο κεφάλι αυτός, όπως πάντα έκανε, το αρνήθηκε, για να μη χάσουμε δήθεν τα δικαιώματα που είχαμε αποκτήσει ως πρόσφυγες. Στο τέλος, εκεί που όλοι με απόδιωχναν, δοκίμασα την τύχη μου στη Μακρά Στοά. Ετσι τότε λεγόταν ένας φαρδύς δρόμος με καρότσια αναπηρικά στη μια πλευρά του, γεμάτα με αναπήρους πολέμου, που τους είχε δοθεί κάποια άδεια μικροπωλητή για φρούτα και ζαρζαβατικά. Είχαν τα καφάσια τους με φρούτα εποχικά, τομάτες και χορταρικά, ενώ από πάνω τους σκέπαζε ένα σκιάστρο με μουσαμά. Τους γύρισα όλους ζητώντας δουλειά και μετά από πολλές προσπάθειες με προσέλαβε ένας κουτσός με δεκανίκια. “Ελα, παιδί μου, να σε δοκιμάσω”. Ετσι ξεκίνησε η εκμάθησή μου στα μεγάλα μυστικά του εμπορίου της μαναβικής. Οι ντομάτες τότε, κάπου τριάντα οκάδες το κοφίνι, τα βερίκοκκα και τα αχλάδια σαπίζανε συνέχεια μέσα σε ελάχιστες ώρες από την αγορά τους. Στις είκοσι οκάδες το πρωί ήταν για πέταμα οι πέντε το απόγευμα. Οι τιμές έπεφταν από δέκα δραχμές που είχε η οκά στις οκτώ, στις έξι, ως και δίφραγκο η οκά ακόμη, αρκούσε να μη χάναμε το προϊόν. Ξεγελούσαμε τον κόσμο πουλώντας άχρηστα λαχανικά και σάπιες ντομάτες και φρούτα. Ηταν πολλές οι φορές που αισθανόμουν πάρα πολύ άσχημα όταν ξεγελούσαμε τις κακόμοιρες τις γυναικούλες, τα παιδιά και τους εργάτες. Δούλευα φιλότιμα, ώσπου το αφεντικό με εμπιστεύθηκε ένα Σάββατο να μου δώσει καρότσι με αγγούρια ποριώτικα να τα πουλήσω μοναχός στη Λαϊκή Τράπεζα μπροστά. Ξεχώρισα τα αγγούρια σε μεγέθη και άρχισα να πουλάω, με μία δραχμή το ένα, πέντε στο δίφραγκο και άλλες διάφορες τιμές και έκανα χρυσές δουλειές».


­ Πιστεύετε στην τύχη;


(χαμογελάει) «Και ναι και όχι… Την τύχη εμείς την κάνουμε. Τη μέρα αυτή που σου έλεγα πριν, για παράδειγμα, δέχθηκα μια προσφορά για δουλειά από κάποιον Βασίλη Μανουσάκη, που είχε είδη κιγκαλερίας, δίπλα ακριβώς από το δεύτερο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Με πέτυχε στο τέλος της δουλειάς με τα αγγούρια, το απόγευμα, όταν είχα σχεδόν ξεπουλήσει. “Βρε συ, φαίνεσαι για πολύ έξυπνο παιδί. Τι κάνεις εδώ;”, μου είπε έτσι στα ξαφνικά. “Βγάζω λεφτά. Τι κάνω, δεν βλέπετε;”, του απάντησα αμέσως εγώ. “Πόσα βγάζεις; Ελα μαζί μου και θα σου δίνω δέκα δραχμές”. “Εδώ εύκολα βγάζω δώδεκα”, του κάνω, και ας έπαιρνα μόλις οκτώ. “Θα σου δώσω δεκατέσσερις δραχμές”, κάνει την προσφορά του. “Δέχομαι”, του λέω. Δίνουμε τα χέρια και τη Δευτέρα το πρωί να ‘σου μέσα στην κιγκαλερία. Ηταν καμιά κατοσταριά μέτρα από τη θάλασσα, στο λιμάνι. Η δουλειά μου ήταν να κουβαλάω νερό και να ποτίζω τον χωματόδρομο για να μη σκονίζονται τα εργαλεία που πουλούσε το μαγαζί, όπως φτυάρια, κασμάδες, αξίνες και άλλα τέτοια είδη. Σε αυτή τη δουλειά δεν κάθησα για πολύ».


­ Γιατί;


«Εμεινα σχεδόν δύο εβδομάδες, γιατί κάποια μέρα με κάλεσε το αφεντικό μου στο σπίτι του να βγάλω το παιδί περίπατο και κατόπιν να φάμε σπίτι του μακαρόνια με κρέας, δεν μου φέρθηκε όμως καλά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ήθελε να του ξύσω τα ποδάρια εκεί που δένουμε τα κορδόνια. Σηκώθηκα αμέσως επάνω και του είπα: “Φεύγω”. “Μα τι έπαθες;”, μου λέει. “Δεν το είπα για να σε προσβάλω. Απλώς επειδή λείπει η δούλα σ’ το ζήτησα”. “Ολα τα κάνω”, του λέω, “αλλά δεν ξύνω κανενός τα ποδάρια”. Και έφυγα. Ποτέ δεν πούλησα, ό,τι και αν έκανα, την αξιοπρέπειά μου. Είναι σημαία η αξιοπρέπεια. Αν χάσουμε την αξιοπρέπεια, χάνουμε το όνειρό μας, άρα η ζωή μας χάνει τη χαρά της που λέγαμε και πριν».


­ Πείτε μου άλλες αρχές σας. Υπάρχουν άλλες αρχές που ακολουθούσατε με αυτόν τον απόλυτο τρόπο στη ζωή σας;


«Τι να σας πω; Αυτά δεν λέγονται έτσι».


­ Πώς λέγονται;


«Μα ό,τι ισχύει για μένα δεν ισχύει για όλους. Τι σημασία έχει να μιλάω για τις αρχές μου. Σημασία έχει το αποτέλεσμα».


­ Και όμως έχω παρατηρήσει ότι το αποτέλεσμα έχει πάντα να κάνει με κάποιες αρχές, έμμονες.


«Για μένα οι αρχές είναι “δράση, υγεία, ήθος”. Και όχι ό,τι από αυτά τα τρία έχεις, καλό είναι. Πρέπει να τα έχεις και τα τρία. Τι να την κάνεις τη δράση και το ήθος αν δεν έχεις υγεία; ή τη δράση και την υγεία αν δεν έχεις ήθος; ή την υγεία και το ήθος αν δεν έχεις δράση;».


­ Μάλλον δίκιο έχετε…


«Σας είπα λίγο πριν ότι η μαναβική για μένα ήταν κερδοφόρα, αλλά δεν πήγαινε στο ήθος μου. Αυτό εννοώ… Δεν μ’ άρεσε να κοροϊδεύω για να πουλήσω… Ποτέ δεν ήμουν της μόστρας που κρύβει το σάπιο από κάτω… και δεν φαίνεται… Γενικώς δεν είμαι της μόστρας άνθρωπος. Ολα αυτά τα χρόνια με έχετε δει πουθενά; Πουθενά… Οι μόνοι φίλοι που έχω είναι μια παρέα που πάμε για κυνήγι μαζί. Δεν κάνω τίποτε ιδιαίτερο στη ζωή μου για να αντιμετωπίζομαι σαν κάτι ξεχωριστό. Αν έχω προκαλέσει το ενδιαφέρον κάποιου, είναι γιατί δίνω όλους τους φόρους που μου αναλογούν στο κράτος. Δεν είναι ντροπή να μου ζητάτε να σας μιλήσω γιατί είμαι τίμιος; Εγώ, αν ήμουν οι υπόλοιποι έλληνες φορολογούμενοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι, θα ντρεπόμουν! Αλλά αυτή είναι η εποχή μας… Η τιμιότητα έχει γίνει αξιοθέατο!» (γέλια).


­ Γράψατε αυτοβιογραφία;


«Ναι… Θέλω τις εμπειρίες που απέκτησα να τις μεταφέρω… Ζούμε για να μαθαίνουν οι επόμενοι».


­ Σας έλειψε ποτέ η επιστημονική κατάρτιση; Σήμερα το μάρκετινγκ και η διοίκηση διδάσκονται… μαθαίνονται…


«Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι από τη θέση όπου βρίσκομαι τώρα πολλοί περνάνε με πτυχία αλλά δεν αξίζουν δεκάρα τσακιστή… Ο άξιος άνθρωπος βοηθιέται από τα πανεπιστήμια, αλλά τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να κάνουν κανέναν άξιο αν δεν είναι!».


­ Πώς μπλεχτήκατε, αλήθεια, με τις κλωστές;


«Κατέληξα κάποτε ως υπάλληλος στους Ραζήδες, που ήταν από τους σημαντικότερους στον χώρο των κλωστών. Από εκεί ξεκινάει ένας αγώνας μεγάλος, που μου έμαθε πολλά. Κάθε μέρα από τότε ώς σήμερα ήταν ένα ολόκληρο σχολείο για μένα!».


­ Πείτε μου κάποια συμπεράσματά σας από αυτή την εμπειρία χρόνων;


«Τι να σας πω; “Η ποιότητα είναι το καλύτερο διαβατήριο σε κάθε δουλειά”, π.χ.».


­ Αλλο;


«Μεγαλώνεις δουλεύοντας πάντα με κολοσσούς στην αγορά… Οταν συνεργάζεσαι με αυτούς που έχουν μεγάλα συμφέροντα ανεβαίνεις κι εσύ γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση για τους μεγάλους παρά να παραμείνουν μεγάλοι… Ο,τι για έναν μικρό είναι όνειρο, για έναν μεγάλο είναι ανάγκη!».


­ Ενα τρίτο συμπέρασμα και δεν θα σας κουράσω άλλο… (γέλια)


«Ενας αρμένης έμπορος κλωστών στην οδό Κολοκοτρώνη που τον λέγανε Χαλατζιάν και δεν μιλούσε και καλά τα ελληνικά, κάποτε στην προσπάθειά μου να τον πείσω να πάρει από τις δικές μας κλωστές γιατί ήταν καλύτερες και να μην αγοράσει από εκεί όπου χρόνια αγόραζε, μου είπε: “Ακουσε, Λευτέρη. Αμα το γυναίκα είναι μία φορά πουτάνα, και Παναγία να γίνει μετά κανείς δεν το πιστεύει!..” (γέλια). Αυτή η φράση ήταν μεγάλο μάθημα για μένα στη ζωή μου».


­ Ευχαριστώ…


«Κι εγώ…».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version