Η μυθοπλασία συχνά υφαίνει το κουκούλι της γύρω από την ιστορική πραγματικότητα. Κάθε κουκούλι και ένας μικρόκοσμος. Και όταν οι συγγραφείς εμπνέονται από γειτονικούς τόπους και κοντινές εποχές, το μυθοπλαστικό σύμπαν του ενός συναπαντιέται με αυτό του άλλου, συγκαιρινού ή και μακρινού προγόνου. Παράξενες οι τομές αυτών των μυθοπλαστικών μικρόκοσμων, καθώς σε αυτές απολαμβάνουμε ένα ποικιλόμορφο καθρέφτισμα της Ιστορίας. Εκεί η ιστορική πραγματικότητα αναμετριέται με τα είδωλά της που συνυπάρχουν, σε σμίκρυνση ή μεγεθυσμένα, πιστότερα ή σε ελεύθερη παραλλαγή, ανάλογα με τον τεχνίτη και τη μαστοριά του. Δυνητικά τοπία παρά την ιστορία προς τέρψιν αλλά και διδαχή του αναγνώστη.


Στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος της Α. Κακούρη, Οκτώβριος 1898, το υπερωκεάνιο «Μάρθα Ουάσιγκτον» φορτώνει στο λιμάνι της Πάτρας για Νέα Υόρκη. Εφηβος πια ο Σωτήρης Καρατζάκης από το Λαμπέτι Ηλείας φεύγει μετανάστης για να ξεπληρώσει μια ώρα αρχύτερα τα χρέη του σταφιδοκαλλιεργητή πατέρα του που φυγοδικεί. Στα ίδια αμπάρια, 12 χρόνια αργότερα, βρέθηκε ο Ανδρέας Κορδοπάτης από τη Δάρα Μαντινείας. Σύμφωνα με το βιβλίο του Θ. Βαλτινού, αυτός διέπλεε τότε τον ωκεανό με αντίθετη κατεύθυνση, επιστρέφοντας από τη Γη της Επαγγελίας. Σαν σαρδέλες στοιβάζονταν οι επιβάτες του «Μάρθα Ουάσιγκτον» που ανήκε στην εταιρεία Αυστροαμερικάνα και ήδη την εποχή του Κορδοπάτη είχε βγάλει το όνομα του σκυλοπνίχτη.


Και όμως, παρά τον τίτλο του μυθιστορήματος της Α. Κακούρη «Πριμαρόλια», όπως αποκαλούσαν τα καταστόλιστα φορτηγά πλοία που συναγωνίζονταν ποιο θα πρωτομεταφέρει τη σταφίδα στα λιμάνια της Μεσογείου και ακόμη μακρύτερα, αλλά και τον πίνακα του εξωφύλλου με το μεγάλο ιστιοφόρο «Στην αποβάθρα» του Κωνσταντίνου Βολανάκη, φιλοτεχνημένου εκείνα τα ίδια χρόνια, η ιστορία δεν εκτυλίσσεται στο λιμάνι αλλά στην καρδιά της πόλης των Πατρών, στα τετράγωνα ανάμεσα στις πλατείες Γεωργίου Α’ και Ολγας.



Ακριβώς από την κεντρική πλατεία του Γεωργίου ξεκινά το μυθιστόρημα έξι χρόνια νωρίτερα. Απόκριες 1892, όταν φουντώνει η σταφιδική κρίση. Και ο Σωτήρης, ακόμη παιδί για τα θελήματα, ροβολά τα σκαλιά των Δικαστηρίων, που τότε στεγάζονταν στο Μέγαρο Γκριν επί της πλατείας. Είναι τα ίδια σκαλοπάτια που κατέβαινε σκυθρωπός πριν από κοντά 30 χρόνια ο δικαστής Μιχάλης Παλαμάς, όπως γλαφυρά μας αφηγείται τον βίο του Κωστή Παλαμά ο Κ. Σαρδελής. Τον πατέρα του ποιητή μόλις τον είχαν απολύσει ως ένα ακόμη μέτρο γενικότερου χαρακτήρα, καθώς και τότε το κράτος βρισκόταν σε δεινή οικονομική κρίση. Πόσο πέραν της ιστορικής πραγματικότητας φουσκώνει το κουκούλι μιας μυθοπλασίας είναι επιλογή του συγγραφέα. Ο Κ. Σαρδελής στον «Ασάλευτο ταξιδιώτη» αρκείται στη μυθιστορηματική βιογραφία, η Α. Κακούρη με το «Πριμαρόλια» συνθέτει ένα μυθιστόρημα εποχής.


Η αρετή τού «Πριμαρόλια», αυτή που κάνει τις 780 σελίδες να κυλούν, είναι ακριβώς η ανασύσταση της καθημερινής ζωής των Πατρινών πριν από έναν αιώνα. Και βεβαίως, πρωταγωνιστές δεν είναι τα χαμίνια της πόλης ούτε καν ο φίλεργος και κάπως πρόωρα ερωτευμένος Σωτήρης αλλά η καλή κοινωνία της πόλης που, όπως φαίνεται, από τότε ξεφάντωνε τις Απόκριες. Αν και οι γεμάτες χλιδή χοροεσπερίδες εκείνα τα χρόνια γίνονταν ακόμη στα αρχοντικά των σταφιδέμπορων, όπως και στον παρακείμενο Πύργο της Ηλείας.


Το κλίμα μιας εποχής δεν το δίνουν μόνο τα ιστορικά γεγονότα. Η ανασύσταση μιας εποχής είναι προπάντων ο τρόπος ζωής και ένας πλούτος πραγμάτων, σήμερα πια παρωχημένων: από τη βαρεκίνα για τα μαρμάρινα σκαλοπάτια ως την αλισίβα για το πλύσιμο· από τις δαντέλες που έρχονταν παραγγελία από Λόντρα και Παρίσι ως τα πουκάμισα που στέλνονταν για κολλάρισμα στην Τεργέστη. Τότε που τα σερβίτσια έπρεπε να είναι Μάισεν και οι λανσιέδες διαδέχονταν το βαλσάρισμα ενώ στους δρόμους συνωστίζονταν κάρα με λαντό και άμαξες με πρωτόφαντα ποδήλατα.


Κατά τη μυθιστορία οι Πατρινοί συνεχίζουν τις διασκεδάσεις τους και εν μέσω οικονομικής κρίσεως, γι’ αυτό άλλωστε συνηγορεί και ένας ξενομερίτης, ο Μιχαήλ Μητσάκης. Απρίλιος 1894, όταν ταξιδεύει, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, μέσω Πατρών για Κέρκυρα, γνωρίζει μιαν «αλλόκοτον πόλιν». Πρόκειται περί τόπου μικρού μεν αλλά με όλας τας ευκολίας πόλεως ευρωπαϊκής, γράφει στον φίλο του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Κοντά μισό αιώνα αργότερα ο Φίλιππος στο «Γυρί» του Κοσμά Πολίτη έχει τελείως διαφορετική άποψη: «… Η πολιτεία συμμαζευότανε κατσούφα και ασήμαντη μέσα στην έχταση του πρωινού. Γύρω στον τρούλο του Αγιου Αντρέα οι σκαλωσιές μοιάζουν με δεκανίκια. Πότε τον μαστορεύουν και πότε τον γκρεμίζουν… Ας όψονται οι ντόπιοι για την κατάρα του Αγιου: πουλήσανε την κάρα του στους Φράγκους».


Οσο για τον ταξιδιώτη στο «Αυτόχειρ» του Μητσάκη, κατά τη διάρκεια του περιπάτου του, αναμφιβόλως θα διασταυρώθηκε στην οδό Αγίου Ανδρέου μετά των ηρώων τού «Πριμαρόλια». Το πιθανότερο, με τον εκδότη του «Φορολογούμενου» Κωστή Φιλόπουλο, που είχε πια εγκαταλείψει την εφημερίδα του, ή με τον σεβάσμιο δικηγόρο Παυσανία Χοϊδά. Η Α. Κακούρη εμπλέκει ιστορικά πρόσωπα, στα οποία δίνει την αίγλη της μυθιστορηματικής εκδοχής, με φανταστικούς χαρακτήρες. Αναμενόμενο όσοι παρασύρονται σε πάθη και αναμειγνύονται σε δολοπλοκίες να έχουν μυθοπλαστικό προσωπείο. Αν υπήρχε για την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η συνέχεια της μελέτης του Ν. Μπακουνάκη «Πάτρα 1828-1860», οπότε και θα διαθέταμε έναν αντιστοίχως πλήρη «προσωπογραφικό κατάλογο», στον οποίο θα καταγράφονταν κτηματίες, σταφιδέμποροι και μεσίτες, νομικοί και συμβολαιογράφοι, ακόμη οι λιγοστοί εργοστασιάρχες της εποχής, οι γιατροί, οι δημοσιογράφοι και οι πολιτευτές, τότε ίσως εντοπίζαμε εκείνους τους επιφανείς και διανοουμένους που ενέπνευσαν τους βασικούς ήρωες.


Στην πόλη των Πατρών και στις γύρω εξοχικές τοποθεσίες διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, αν και ορισμένοι ήρωες ταξιδεύουν ως τα Καλάβρυτα και τον Πύργο της Ηλείας. Ολα συμβαίνουν μέσα σε μια εξαετία, από τις Απόκριες του 1892 ως τον Οκτώβριο του 1898, με σύντομες αναδρομές σε κάποια παλαιότερα χρόνια ευφορίας, όταν οι καλλιεργητές ξερίζωναν ελιές για να φυτέψουν αμπέλια. Για μυθιστόρημα-ποταμός δεν θα χαρακτηριζόταν πολυπρόσωπο. Στον ευρύτερο κύκλο των διακεκριμένων Πατρινών της εποχής κινούνται γύρω στους 20 ήρωες, συγγενείς αίματος ή εξ αγχιστείας, συνδεόμενοι φιλικώς, επαγγελματικώς, κυρίως κληρονομικώς.


Τα συμβάντα που ταράζουν αυτή τη φιλόμουσο και φιλότεχνο ομήγυρη είναι δύο γάμοι και μεταξύ αυτών δύο θάνατοι: ο πρώτος μιας καλόκαρδης χήρας αποδίδεται σε έμφραγμα ως αποτέλεσμα συγγενικής κακοήθειας ενώ ο δεύτερος είναι η δολοφονία του πλούσιου τοκογλύφου, συνδετικού κρίκου δρώμενων και προσώπων. Αληθοφανείς οι ήρωες στις μεταπτώσεις τους, αν και μερικές φορές στρογγυλεύονται προς το αντιπροσωπευτικότερο. Μόνο ο πρωταγωνιστής Διονύσης Μαρκέτος παρουσιάζει δυσεξήγητες μεταστροφές. Ως ένα βαθμό αναμενόμενο, αφού η συγγραφέας επινοεί έναν ηθικώς άμεμπτο τρικουπικό και εργατικό σταφιδέμπορο, προσηλωμένο στο καθήκον, όμως Κεφαλλονίτη.


Ολοι προβάλλουν ως θύτες, κυρίως λόγω κοινωνικής θέσεως. Αθώα θύματα δεν υπάρχουν πέραν του Σωτήρη και της κεντρικής ηρωίδας, μιας ορφανής αρσακειάδος δασκάλας που έρχεται από την Αθήνα με προοδευτικές ιδέες περί γυναικείας αξιοπρέπειας ­ τότε δεν γινόταν ακόμη λόγος για χειραφέτηση. Τα ήθη της εποχής καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της πλοκής. Οταν η δασκάλα, άπροικος ούσα, αρνείται ένα γάμο εκ συμφέροντος, η κοινωνία της Πάτρας την «κοιτάζει πλαγίως». Οπως ακριβώς τη Λουίζα, όταν λίγα χρόνια νωρίτερα πενθούσε τον εραστή της Ανδρέα Ρηγόπουλο, αυτόν που υπέγραφε Λουί και τον οποίον η Ρέα Γαλανάκη έπλασε μυθιστορηματικό ήρωα. Αν και, σε αντίθεση με την Α. Κακούρη, η Ρέα Γαλανάκη διακρίνει ιστορικά από επινοημένα πρόσωπα, όπως αυτό της Λουίζας.


Το 1889 αυτοκτονεί ο «εθνολάτρης» Ρηγόπουλος και η Α. Κακούρη δεν τον εμπλέκει στο μυθιστόρημα, μόνο το αρχοντικό του αναφέρει στην οδό Κανακάρη. Ωστόσο, την επομένη του Αϊ-Γιαννιού του 1895, στο συλλαλητήριο στην πλατεία Βασιλέως Γεωργίου μίλησε και ο Βασίλης Καλλιοντζής. Συνεπαρμένος τον άκουγε ο Σωτήρης, αν και ο σοσιαλιστής δικηγόρος τρόμαζε τους σταφιδοκαλλιεργητές, όπως πρότεινε καινούργια κοινωνική οργάνωση και δικαιότερη κατανομή των αγαθών. Δηλαδή, ό,τι έγραφε το φυλλάδιο «Πολιτικός Αγών» του Ρηγόπουλου που ο Καλλιοντζής προσέφερε στη Λουίζα τον Ιούλιο του 1897, ακριβώς δύο χρόνια προτού και αυτός πεθάνει.


Εκείνη την εποχή, όμως, οι σοσιαλιστικές ιδέες δεν έπειθαν. Οσο και αν σήμερα φαίνεται παράδοξο, μεγαλύτερη ανταπόκριση είχαν οι αναρχικές ιδέες που κατά τον Παπαρρηγόπουλο έφερναν οι ιταλοί εργάτες που έστρωναν τις σιδηροδρομικές γραμμές. Πάντως, η Α. Κακούρη σε Ιταλό αποδίδει μόνο ερωτικά ανδραγαθήματα. Ωστόσο, στο μυθιστόρημα κινούνται οπαδοί του Απόστολου Μακράκη που μολύνουν τους εργάτες. Πρωτοστατεί ο ιεροκήρυκας Αρώνης, ένας άλλος Παπουλάκος, που βγάζει λόγους χιλιαστικής πνοής. Σε ταραγμένες εποχές, όπως τα τέλη του αιώνα, οι αναρχικοί ανακατεύονται με τους θρησκόληπτους. Και όπως φαίνεται, στην Πάτρα του 1896 πληθαίνουν τα κρούσματα ατομικής τρομοκρατίας, γεγονός που η συγγραφέας εκμεταλλεύεται προσφυώς με τη δολοφονία του τοκογλύφου από τον αναρχικό τσαγκάρη.


Ευτυχές τέλος έχει το μυθιστόρημα, ανεξάρτητα αν, όπως και στη ζωή, οι θύτες μένουν αλώβητοι. Ρομαντική διάθεση δείχνει ο πανόπτης αφηγητής μόνο στις περιγραφές της πόλης των Πατρών και στη λυρική απόδοση του γύρω τοπίου. Μερικές φορές η διήγηση, ιδιαίτερα όταν πλησιάζει ανιχνευτικά τον ψυχισμό των ηρώων, φαίνεται να χάνει την ευστοχία της, αναπληρώνει όμως με τις στιχομυθίες και τις μακρές συζητήσεις που αναπτύσσουν τις ιδεολογικές ανησυχίες της εποχής. Η Α. Κακούρη έχει γράψει ως σήμερα αρκετές αστυνομικές και άλλες ιστορίες και διαθέτει έναν άνετο αφηγηματικό τρόπο με ορισμένο λεκτικό. Στο «Πριμαρόλια» επιπροσθέτως ανατρέχει στο παρελθόν και τελικά κατορθώνει να συλλάβει την ατμόσφαιρα της «αστικής εμπορικής Πάτρας».


Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας.