Η κόρη του Ρεζίς Ντεμπρέ είναι δεκαεπτάμισι χρόνων, πηγαίνει στο λύκειο αλλά δεν της αρέσουν οι βαθμοί. Θα προτιμούσε όλοι να έπαιρναν τον ίδιο βαθμό στα μαθήματα, αφού άλλωστε πάει σχολείο για να πάρει το απολυτήριό της και μετά το πτυχίο της, μήπως βρει καμιά δουλειά. Στο μεταξύ διαβάζει περιοδικά μουσικής ροκ, φοράει αθλητικά παπούτσια της μόδας, αγοράζει δίσκους και βλέπει σινεμά (της άρεσε o «Τιτανικός»). Ως προς τις πολιτικές της στάσεις και αντιλήψεις, φαίνεται ότι είναι φίλη με μέλη αντιρατσιστικών οργανώσεων και οργανώσεων δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, δεν συμπαθεί τους αστυνομικούς και, τέλος, έχει συνείδηση των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών στην πολιτική και των άνισων εκπαιδευτικών ευκαιριών για μαθητές από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Είναι τυχερή, γιατί o πατέρας της τής αφιερώνει χρόνο για να κουβεντιάσουν.


Ο πατέρας της, που πλησιάζει τα 60, είναι γνωστός καθηγητής της Φιλοσοφίας, συγγραφέας, συμπαραστάτης των Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα στη δεκαετία του ’60 και σύμβουλος του προέδρου Μιτεράν στη δεκαετία του ’80. Εχει επιφυλάξεις για την εξέγερση του Μάη του ’68 και δεν θα πολεμούσε πια για τις παλιές του ιδέες: «… o Φιντέλ Κάστρο διοικεί τη «Δημοκρατία» της Κούβας, η οποία είναι τα πάντα εκτός από δημοκρατία» (σελ. 25-26). Γράφει γλαφυρά και είναι ελκυστικός δάσκαλος. Με τη σειρά του είναι και αυτός τυχερός γιατί η κόρη του είναι τρυφερή και έχει χιούμορ. Από τις ερωτήσεις και τις αντιρρήσεις της φαίνεται ότι είναι ευφυής και ενημερωμένη (ή, τουλάχιστον, έτσι την παρουσιάζει o δημιουργός του διαλόγου).


Διάλογος για τη δημοκρατία, λοιπόν, ανάμεσα σε έναν μεσήλικο, πρώην μαρξιστή και σημερινό υποστηρικτή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με μετριοπαθείς σοσιαλιστικές πεποιθήσεις και αντιαμερικανικό πνεύμα, και μια έφηβη που αμφιβάλλει για τη δημοκρατία. Αυτή δεν βλέπει σε τι χρησιμεύουν τα εθνικά σύμβολα της δημοκρατίας, η αστυνομία, οι νόμοι για τους μετανάστες, οι ανδροκρατούμενοι πολιτικοί θεσμοί. Τα έχει απομυθοποιήσει όλα αυτά. Εκείνος προσπαθεί να σώσει το δημοκρατικό όραμα, απομυθοποιώντας τις μεγάλες προσδοκίες που έχουν οι νεαροί πολίτες από τη δημοκρατία.


Οι διαφορές των δύο συνομιλητών φαίνονται μεγάλες, αλλά σε δεύτερη ματιά δεν είναι, γιατί και οι δύο είναι πάνω από όλα Γάλλοι. Συζητούν για τα διαχρονικά ζητήματα της γαλλικής πολιτικής και παιδείας (π.χ., τη σημασία της Γαλλικής Επανάστασης για τον κόσμο, την αντίθεση «λαϊκών» και «κληρικών»). Ο Ντεμπρέ φαίνεται να αναγνωρίζει μόνο μία ακόμη εκδοχή δημοκρατικού πολιτεύματος, το αμερικανικό, και γενικότερα δύο μόνο επιθυμητά πρότυπα οργάνωσης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, το γαλλικό και το αμερικανικό. Τα γνωστά μειονεκτήματα του δεύτερου προτύπου εμφανίζονται διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο, ενώ του πρώτου παρατίθενται, μάλλον βιαστικά, προς το τέλος και κυρίως στον διεισδυτικό επίλογο, μετά από έξι κεφάλαια.



Ο συγγραφέας δεν ήταν φυσικά υποχρεωμένος να εκπονήσει ένα σύγγραμμα αγωγής του πολίτη (γιατί περί αυτού πρόκειται) με παγκόσμια εμβέλεια. Ωστόσο, δεδομένου ότι έγραψε το βιβλίο το 1998, θα μπορούσε να το κάνει λιγότερο γαλλοκεντρικό. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η γαλλική και η αμερικανική δημοκρατία δεν έχουν μόνο διαφορές αλλά και ομοιότητες (π.χ., είναι και οι δύο προεδρικές δημοκρατίες). Εξάλλου συγκριτικές έρευνες κατανομής του εθνικού εισοδήματος έχουν δείξει ότι οι ΗΠΑ και η Γαλλία είναι από τις πιο άνισες κοινωνίες του δυτικού κόσμου. Σε άλλες σύγχρονες δημοκρατίες, o Πρόεδρος δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό και υπάρχουν συστήματα εξασφάλισης της πολιτικής αντιπροσώπευσης των θρησκευτικών, εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων και συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο επιχείρησης, που δεν προβλέπονται στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ.


Το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο o Ντεμπρέ συλλαμβάνει τη δημοκρατία, που είναι ταυτόχρονα πολύ ευρύς και πολύ στενός. Με πολύ ευρύ τρόπο και σχετικά νωρίς στη συζήτηση με την κόρη του περνά από τη δημοκρατία σε έναν ολόκληρο πολιτισμό, που περιλαμβάνει τις αξίες του Διαφωτισμού, αλλά και έναν αναπτυγμένο κρατικό μηχανισμό, σύστημα ευρύτατης δημόσιας, υποχρεωτικής και δωρεάν εκπαίδευσης, αναπτυγμένη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης και τον σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής, ως εάν δημοκρατία και δυτική μεταβιομηχανική κοινωνία να ήσαν ένα και το αυτό. Υπερασπίζεται έτσι, έστω έμμεσα, όχι μόνο ένα πολίτευμα και μια πολιτική αξία (τη δημοκρατία) αλλά και ένα κοινωνικό σύστημα (το σύγχρονο ευρωπαϊκό, με έμφαση στη γαλλική εκδοχή του). Η μεγαλύτερη σε πληθυσμό δημοκρατία του κόσμου, δηλαδή η Ινδία, ίσως να μην καλυπτόταν από έναν τόσο ευρύ και απαιτητικό ορισμό.


Ταυτόχρονα o Ντεμπρέ έχει μια στενή αντίληψη της δημοκρατίας, αν και την ορίζει με δύο τουλάχιστον τρόπους. Πρώτον, ως πολίτευμα, έναν τύπο διακυβέρνησης που στηρίζεται στην κυριαρχία της πλειοψηφίας. Η δημοκρατία «είναι μόνο μια συμφωνία που μας επιτρέπει να διαχειριζόμαστε καλύτερα τις διαφωνίες μας» (σελ. 89). Δεύτερον, ως ανοχή της μειοψηφίας και του διαφορετικού. «Κανένα τμήμα του λαού, ακόμη και αν είναι η πλειοψηφία, καμία ομάδα, κανένας ιδιώτης, να μην έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τις απόψεις του στους υπόλοιπους» (σελ. 27). Τι λείπει από τα παραπάνω; Λείπει η εννοιολόγηση της δημοκρατίας ως πολιτικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων κυρίως μέσα από ανταγωνιστικούς μεταξύ τους συλλογικούς φορείς (π.χ., κόμματα ή συνδικαλιστικές οργανώσεις). Το δικαίωμα και η ουσιαστική δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής, που συναποτελούν βασικό διακριτικό γνώρισμα της δημοκρατίας από τη δικτατορία, νοούνται από τον Ντεμπρέ μόνο ή κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Τα πολιτικά κόμματα, χωρίς τα οποία η σύγχρονη δημοκρατία δεν είναι εφικτή και μάλλον ούτε καν νοητή, απουσιάζουν σχεδόν εντελώς από τη συζήτηση μεταξύ πατέρα και κόρης Ντεμπρέ.


Γι’ αυτό o έλληνας αναγνώστης ας διαβάσει το βιβλίο αυτό περισσότερο ως άσκηση καταπολέμησης της ατομικής πολιτικής απάθειας και λιγότερο ως επίκαιρη κριτική στις δομικές δυσλειτουργίες της δημοκρατίας, άλλες από τις οποίες οφείλονται στη σημερινή δομή των κομμάτων και στο είδος του κομματικού ανταγωνισμού και άλλες στην αλλοίωση του πολιτικού συστήματος από εξωσυστημικούς παράγοντες (π.χ., τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα ή το ολιγοπώλιο στα ΜΜΕ). Με τις ανωτέρω επιφυλάξεις o αναγνώστης ας απολαύσει την ευκαιρία της νοερής προσωπικής συζήτησης με τον Ντεμπρέ. Στην απόλαυση συμβάλλει δίχως άλλο και η μετάφραση, χάρη στην οποία το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Ο μεταφραστής έχει περιποιηθεί τον αναγνώστη, προσθέτοντας πλήθος χρήσιμων διευκρινίσεων για τη σύγχρονη Γαλλία και τη γαλλική ιστορία στο τέλος της ελληνικής έκδοσης.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.