Ενας χαμογελαστός δολοφόνος



Η στάση του απέναντι στο Χόλιγουντ συνοψίζεται στο εξής: «Δεν θα πήγαινα στο απέναντι πεζοδρόμιο για να βγάλω από το χιόνι κάποιο στέλεχος των μεγάλων στούντιο που θα πέθαινε από αιμορραγία. Εκτός βέβαια αν με πλήρωναν! Κανείς τους άλλωστε δεν φιλοτιμήθηκε ποτέ να μου κάνει ποτέ μια χάρη». Αυτή την κοσμοθεωρία του κατάφερε να εφαρμόσει 26 συναπτά έτη κινηματογραφικής πορείας. Χωρίς την παραμικρή λοξοδρόμηση. Ούτε ακόμη όταν μια μνησίκακη πρώην ερωμένη ­ η Σον Γιανγκ ­ εναπόθεσε στο κατώφλι του μια κουκλίτσα βουντού δεν άλλαξε γνώμη για τους μεγαλοκαρχαρίες παραγωγούς με τα ευμεγέθη πούρα και τις συνοπτικές διαδικασίες. Ευτυχώς που υπήρχε και αυτός ο παράφορος έρωτάς του για τη μεγάλη οθόνη, διαφορετικά θα τα είχε παρατήσει προ πολλού. Και η ανεξάρτητη κινηματογραφία θα είχε στερηθεί τον παντοκράτορά της.


Ο Τζέιμς Γουντς ήρθε στον κόσμο υπέρ το δέον ευφυής (το IQ του βρίσκεται σκαρφαλωμένο στο 180). Οχι βέβαια πως το αντελήφθη αμέσως το προσωπικό τού μαιευτηρίου στην Πολιτεία της Γιούτα που του προσέφερε κατάλυμα την πρώτη μέρα του βίου του (που δεν ήταν άλλη από τη 18η Απριλίου 1947). Μόνο οι γονείς του ­ ένας πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών και μια καθολική διευθύντρια νηπιαγωγείου ­ διέγνωσαν εγκαίρως ότι ο πιτσιρίκος με το μακρόστενο κεφάλι και το ελλοχεύον μειδίαμα διέθετε μια ικανή ποσότητα φαιάς ουσίας. Τα πρώτα συμπτώματα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν είχε ακόμη συμπληρώσει 100 βήματα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη όταν άρχισε να παίζει κλασική κιθάρα. Οι επιδόσεις του μάλιστα ήταν τέτοιες που γρήγορα κέρδισε μια υποτροφία σε ένα ειδικό πρόγραμμα για κάτι παραπάνω από απλώς έξυπνους μαθητές. Στο πλαίσιο αυτού βρέθηκε να σπουδάζει γραφική άλγεβρα στο UCLA, όντας ακόμη μαθητής του γυμνασίου.


Και ενώ ο διπλανός του στο σχολείο αγωνιζόταν επί ματαίω να καταπολεμήσει τον φθόνο του για το αναμφισβήτητο «σπασικλάκι» της τάξης, ο 12χρονος Γουντς είχε την πρώτη του τραυματική εμπειρία. Ο πατέρας του πεθαίνει από θρόμβωση και μαζί του κάμποσα εφηβικά όνειρα για παγωτά χωνάκι και μαραθώνιους μπέιζμπολ. Και κάπου εδώ θα προστεθεί η δεύτερη αλλά όχι και η ακροτελεύτια τραυματική εμπειρία. Ενα ατύχημα ­ περνάει το χέρι του μέσα από μια γυάλινη πόρτα ­ θα του αφήσει 200 ράμματα, κάμποσες ολικές ναρκώσεις και τον παρ΄ ολίγον ακρωτηριασμό του. Ετσι θα αναγκαστεί να απαρνηθεί διά παντός τον όρκο του Ιπποκράτη ­ διακαής πόθος του υπήρξε ανέκαθεν να γίνει οφθαλμίατρος χειρουργός. Οπως επίσης και τις χορδές της κιθάρας που βρέθηκε παραπεταμένη στην αποθήκη με άλλα οικογενειακά παλιοσίδερα. Προς στιγμήν αποφάσισε να ενδώσει στις πολιτικές επιστήμες και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης όμως γρήγορα βαρέθηκε. Απλούστατα διότι δεν επιθυμούσε να δει εαυτόν έναν ακόμη περιφερόμενο πολιτικάντη στους δρόμους της Ουάσιγκτον.


Αντ΄ αυτού προτίμησε την υποκριτική ­ άλλωστε και κατά τη διάρκεια των βραχύχρονων σπουδών του κατάφερε να βρει τον δρόμο για 30 θεατρικές παραγωγές. «Απλώς μου ήρθε η επιφοίτηση και είπα στον εαυτό μου: δεν θα ήταν υπέροχο να κάνω κάτι για το υπόλοιπο της ζωής μου, κάτι που αγαπώ πραγματικά;». Το ΄πε και το ΄κανε. Το πρώτο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη ­ βρισκόμαστε ήδη στο σωτήριο έτος 1968 ­ και οι off-off Broadway θίασοι τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων. Οσο για τον παρθενικό μεγάλο του ρόλο στο «Saved», θα τον εξασφαλίσει εκμυστηρευόμενος στον σκηνοθέτη Αλαν Σνάιντερ ότι ήταν γέννημα – θρέμμα του Λίβερπουλ ­ η παράσταση είχε, πώς να το κάνουμε, ανάγκη από έναν βέρο Βρετανό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 εμφανίζεται ιδιαίτερα παραγωγικός. Θα περάσει από μπόλικα θεατρικά έργα («Borstal Boy», «Conduct Unbecoming», «The Trial of the Catonsville Nine», «Moonchildren») και θα φύγει με ένα όχι και τόσο ευκαταφρόνητο κομπόδεμα από βραβεία (μεταξύ των οποίων ένα Obie ένα Clarence Derwent για τον πιο πολλά υποσχόμενο Νέο Ηθοποιό).


Το 1972 αποφασίζει ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου και μεταπηδά τρισευτυχισμένος στη μεγάλη οθόνη. Και δεν είναι τυχαίο ότι το βάπτισμά του θα αναλάβει ο Ηλίας Καζάν στους χαμηλότατου προϋπολογισμού «Επισκέπτες». Το θέμα της ταινίας ­ παρμένο από ένα δακρύβρεχτο άρθρο εφημερίδας ­ θα έρθει αντιμέτωπο με συνοφρυωμένους διανομείς. Γιατί ποιος θα καθήσει τώρα να ασχοληθεί με δύο βετεράνους του Βιετνάμ ­ εις εξ αυτών βεβαίως ο Γουντς ­ που επισκέπτονται με ημιάγριες διαθέσεις έναν συνάδελφό τους, ο οποίος κατέθεσε εναντίον τους (όταν αμφότεροι κατηγορήθηκαν για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας νεαρής Βιετκόνγκ). Εισιτήρια φυσικά δεν θα κοπούν, ο Γουντς θα διδαχθεί όμως κάτι από τον Καζάν που θα γίνει η δεύτερη φύση του: «Πρέπει να μάθεις να αγαπάς κάθε χαρακτήρα που υποδύεσαι, να βρίσκεις σε αυτόν κάτι που να σε αγγίζει πραγματικά».


Η καριέρα του θα ακολουθήσει την πορεία της ­ ερήμην του. Στα «Καλύτερά μας χρόνια» (1972) θα είναι ο κολεγιόπαις φίλος της Μπάρμπρα Στράιζαντ ­ προτού εκείνη υποκύψει στα αγγελικά κάλλη του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, στον «Τζογαδόρο» του Κάρελ Ράις (1974) ένας τραπεζοϋπάλληλος (με μάλλον παράδοξο physique για τα δεδομένα του επαγγέλματος), ένας κασκαντέρ στο «Επτά αινίγματα για τον ντετέκτιβ Χάρι» του Αρθουρ Πεν (1975). Θα έχει κάποιες επιφυλάξεις για τον ρόλο του εβραίου καλλιτέχνη, συζύγου της χιλιοταλαιπωρημένης Μέριλ Στριπ στην τηλεοπτική μίνι σειρά «Ολοκαύτωμα» (1978). Στην αρχή δήλωσε ότι δεν ήθελε να μετάσχει σε μια σαπουνόπερα με θέμα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, στο τέλος όμως δέχθηκε, «γιατί λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα της αμερικανικής τηλεόρασης, η σειρά αυτή είναι Σαίξπηρ». Είχε άλλωστε και την ηθική ικανοποίηση ότι χάρη στα ποσοστά θεαματικότητας του «Ολοκαυτώματος» η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να «σκληρύνει» τη νομοθεσία για τους εγκληματίες πολέμου.


Δεν θα αργήσει όμως να ανακαλύψει το στερότυπο που θα τον φέρει κοντά στο αιμοδιψές κοινό. Αυτό του ψυχωτικού δολοφόνου κατά συρροή, μπάτσου κ.ο.κ. Η αρχή θα γίνει με ένα μείγμα των παραπάνω ­ δηλαδή δολοφόνο μπάτσων ­ στο φιλμ «Ανθρωποκυνηγητό στο Λος Αντζελες» που θα βασιστεί στο μπεστ σέλερ «The Onion Field» του Joseph Wambaugh. Ο ίδιος ο συγγραφέας θα αποφανθεί για το πολύτιμο απόκτημά του: «Ευφυής, απλώς ευφυής. Ο μόνος έξυπνος ηθοποιός που έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου». Αρκετοί συρρέουν για να εξαργυρώσουν τον δείκτη νοημοσύνης του Τζέιμς Γουντς αλλά και τη μοναδική ικανότητά του να «τυλίγεται» γύρω από τον ρόλο του. Ενας από αυτούς θα είναι για πολλούς ο καναδός μετρ του βιολογικού τρόμου Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ που θα τον τοποθετήσει στο δικό του προσωπικό «Βιντεοδρόμιο» (1983).


Εναν χρόνο αργότερα προσγειώνεται ως κολλητός του Ντε Νίρο στο «Ηταν κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε ενώ δεν θα αργήσει να διεκδικήσει και το πρώτο του Οσκαρ με το «Σαλβαδόρ» του Ολιβερ Στόουν (1986). Το συνεργείο θα έχει να θυμάται τα ουρλιαχτά στους κινηματογραφικούς κυριολεκτικά καβγάδες τους στο σετ. Ο Στόουν μάλιστα δεν θα παραλείψει να δηλώσει τα δέοντα: «Είναι για τα σίδερα! Πάντα ξέρει τα πράγματα καλύτερα, που είναι αλήθεια απίστευτα εξοργιστικό. Στο τέλος ήταν σαν αγώνας του μποξ με 15 γύρους. Ημασταν και οι δύο πληγέντες. Αλλά σεβόμασταν ο ένας τον άλλον… Οταν είναι ο ιδανικός για τον ρόλο, δεν σου μένει τίποτε άλλο από το να πας με τα νερά του».


Η προσωπική του ζωή αναδεικνύεται το ίδιο ταραχώδης με τη φιλμογραφία του. Υστερα από έναν αποτυχημένο αρραβώνα με τη Μίσι Κράιντερ και δύο τής αυτής κατάληξης γάμους (με το μοντέλο Κάθριν Γκρέκο και μόνο για τέσσερις μήνες με τη Σάρα Οουεν), βρίσκεται περιπεπλεγμένος με ένα μάλλον ­ όπως θα αποδειχθεί τουλάχιστον αργότερα ­ σκοτεινό αντικείμενο πόθου: τη Σον Γιανγκ. Θα γνωρισθούν στα γυρίσματα της ταινίας «Η γοητεία του χρήματος». Το ειδύλλιο θα έχει άδοξο τέλος. Ο ίδιος σχολιάζει αρκετά γλαφυρά την πορεία της σχέσης στο «Vogue» (Δεκέμβριος 1988): «Η λέξη εφιάλτης δεν σας λέει τίποτε;». Εκείνη όμως θα φροντίσει να πάρει την εκδίκησή της (άλλωστε η «Ολέθρια σχέση» με την Γκλεν Κλόουζ και το αυτοσχέδιο στιφάδο είχε βγει στους κινηματογράφους έναν χρόνο νωρίτερα). Ο Γουντς δεν προλάβαινε να λαμβάνει φωτογραφίες με «άρρωστη» θεματολογία: ακρωτηριασμούς, φόνους, κουφάρια. Η υπόθεση έφθασε στα δικαστήρια, όταν ο δυστυχής ηθοποιός βρήκε εκείνη την περιβόητη βουντού κούκλα. Η Γιανγκ δεν πλήρωσε τελικώς τα 2 εκατομμύρια δολάρια που διεκδίκησε ο πρώην αγαπημένος της για τη μακάβρια παρενόχληση, πάντως τα πράγματα διευθετήθηκαν αναίμακτα.


Το 1995 Ο Τζέιμς Γουντς δίνει ένα ρεσιτάλ παρανοϊκής ηθοποιίας σε μια ταινία που του ταιριάζει γάντι: «The Killer: Α Journal of Murder». Εναν χρόνο αργότερα κερδίζει μιαν ακόμη υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, για το «Ghosts of Mississippi» και το Χόλιγουντ δεν μπορεί πλέον παρά να παραδεχθεί την ήττα του. Τελευταία του χτυπήματα η φωνή ­ ποιου άλλου; ­ του Αδη στον «Ηρακλή» της Ντίσνεϊ και μια αξιοσημείωτη βόλτα από την «Επαφή» (1997). Φέτος επιστρέφει με ένα πέρασμα από το «Χτυπημένοι από έρωτα» αλλά και το «Fear and Loathing in Las Vegas» (βασισμένο στο θρυλικό βιβλίο του Χάντερ Σ. Τόμπσον). Ξέρει καλά ότι κατάφερε τα πάντα χωρίς να «ξεπουληθεί» στα μεγάλα στούντιο. Και δεν τον ενοχλεί ποσώς που η νεοϋορκέζα κριτικός Pauline Kael τού απένειμε τον τίτλο του «πιο εχθρικού ηθοποιού των ΗΠΑ». Γιατί είναι διατεθειμένος να χύσει ακόμη πολύ αίμα!


Τι είπε


» Οταν ο κόσμος με ρωτάει «Αν είχες να επιλέξεις ανάμεσα σε 20 εκατομμύρια δολάρια για κάθε φιλμ και ένα βραβείο Οσκαρ», απαντώ «Ενα Οσκαρ»»


» Δεν ξεπουλήθηκα είκοσι ολόκληρα χρόνια που μου πήρε για να γίνω γνωστός. Δεν πρόκειται λοιπόν να το κάνω τώρα »


Τι είπαν σε αυτόν


(η πρώην αγαπημένη του Σον Γιανγκ όταν την πήγε στα δικαστήρια για παρενόχληση)


» Αν ήθελες να με πληγώσεις Τζίμι, το κατάφερες»


Τι είπαν για αυτόν


(ο Ολιβερ Στόουν)


» Είναι για τα σίδερα»


(ο κριτικός Ντέιβιντ Κίνλαν)


» Πρέπει να βγάλουμε το καπέλο στον Τζέιμς Γουντς. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από αυτόν τον θανατηφόρο ηθοποιό. Ποιος ξέρει πού θα έφτανε αν μάθαινε να διαλέγει σωστά σενάρια»


(ο σκηνοθέτης Τζέιμς Χάρις)


» Η συνεργασία μου με τον Τζέιμς ήταν από τις πιο ευτυχείς εμπειρίες της ζωής μου»