Ισως ενέχει το στοιχείο της υπερβολής η αποτίμηση της απολογίας του Πάτροκλου Τσελέντη από τον κ. Αλέξανδρο Κατσαντώνη, συνήγορο ενός εκ των θυμάτων, ο οποίος είπε με δύο λόγια: «H απολογία του είναι η δίκη όλη»! Η απολογία όμως ενός ανθρώπου ο οποίος έζησε από μέσα την τρομοκρατία, ο οποίος βίωσε τη δράση της και πολιτικά ταυτίστηκε με τους σκοπούς της, που ήταν – έτσι προσδιόρισε και ο ίδιος τον εαυτό του – από τους «σημαντικούς» και αποφάσισε να μιλήσει για όσα είδε και όσα γνώρισε, έχει δίχως αμφιβολία τη σημασία του τεράστιου. Διότι ο Πάτροκλος Τσελέντης, στέλεχος της 17N τη δεκαετία του ’80, με προσωπική γνώση και συμμετοχή σε όλα τα μεγάλα χτυπήματα της οργάνωσης και στους σχεδιασμούς της, είναι ο πρώτος έλληνας τρομοκράτης που πήρε την απόφαση να μας εισαγάγει όλους – και το δικαστήριο βεβαίως – στα άδυτα της τρομοκρατίας. Και αυτό έκανε απολογούμενος με σαφήνεια επί τέσσερις ημέρες. Σηματοδοτώντας μία από τις πλέον κρίσιμες στιγμές της δίκης, ο Τσελέντης υπήρξε ίσως η κορύφωση του όλου εγχειρήματος που πολιτογραφείται με τον όρο «εξάρθρωση και πάταξη της τρομοκρατίας». Επιχειρώντας μια αποτίμηση με την ασφάλεια ενός κύκλου που ήδη κλείνει – η απολογία του τελείωσε και η δίκη αρχίζει πάλι στις 20 Αυγούστου – θα μπορούσαν να γραφούν πολλά για τα πολλά και τα σημαντικά που ο Τσελέντης κατέθεσε στο δικαστήριο. Εκείνο που εισαγωγικά θα προσδιόριζε την απολογία του Πάτροκλου Τσελέντη είναι αυτό: μίλησε αναλυτικά με δεδομένα και στοιχεία για τη δράση, τη λειτουργία, τους στόχους και τα χτυπήματα της οργάνωσης (σε όσα ο ίδιος συμμετείχε) δίδοντας μια εικόνα εναργή για τη 17N, που επί 27 χρόνια παρέμεινε ασύλληπτη, έγινε μύθος, κυρίως όμως τρόμος και πονοκέφαλος αλλά και το βαρίδι σε μια χώρα που υπέστη τις συνέπειες της δράσης της επί δεκαετίες.
H απολογία του είναι η πρώτη δημόσια τοποθέτηση ενός που ήταν μέσα στη 17N. Πώς λειτουργούσε, ποιοι ήταν στις ηγετικές θέσεις, ποιοι αποφάσιζαν τους στόχους-θύματα και με ποια διαδικασία. Πώς οργάνωναν τα χτυπήματα και πώς κατόρθωναν πάντα να διαφεύγουν.
Είναι η πρώτη καταγραφή, περιγραφή και ανάλυση για τη 17N που γίνεται όχι πια πίσω από τις κλειστές πόρτες της προανάκρισης, των ερευνών και της ανάκρισης αλλά επ’ ακροατηρίω.
Είναι η πρώτη φορά που ένα μέλος της 17N διαλέγεται, απαντά σε ερωτήσεις, λέει ό,τι λέει και τα λεγόμενά του δεν αποτελούν μονόλογο. Τελούν υπό τον έλεγχο, υπό το κράτος των συγκρίσεων από τους παρόντες, τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, αλλά και σε σύγκριση με ένα υλικό τεράστιο, αποδεικτικά στοιχεία, ευρήματα, μαρτυρίες και απολογίες άλλων, που δεν επιτρέπει οι αλήθειες να μεταβάλλονται με ευκολία σε ψεύδη. Είναι μια κατάθεση που έρχεται να επιβεβαιώσει ήδη υπάρχοντα στοιχεία και γεγονότα.
Και η σημασία της απολογίας του δεν είναι μόνο ότι αποτελεί μια ομολογία. Και άλλοι ομολόγησαν, όπως οι αδελφοί Ξηροί (άλλωστε ο Χριστόδουλος Ξηρός είναι εκείνος ο οποίος κατέδωσε στην Αντιτρομοκρατική τον Πάτροκλο Τσελέντη). Βρίσκεται στο πρόσθετο ότι ο Τσελέντης και θέλησε να μιλήσει αλλά και γνώριζε – ήταν ψηλά στην πυραμίδα της οργάνωσης – και ό,τι είπε θέλησε (και το έκανε) να το υποστηρίξει με στοιχεία.
Θέλησε να μιλήσει για τη 17N από εσωτερική ανάγκη: την ανάγκη εκείνου ο οποίος έχει αποστασιοποιηθεί πραγματικά, ο οποίος έχει απορρίψει πολιτικά και ιδεολογικά το εγχείρημα της ατομικής τρομοκρατίας και της ένοπλης βίας, ο οποίος δεν το στηρίζει πια και το αρνείται από γνώση, όχι μονάχα από μεταμέλεια.
Δεν είναι δίχως σημασία άλλωστε η απάντηση που έδωσε ο ίδιος στην εύστοχη ερώτηση του δικαστή κ. Ζαΐρη «αν η θέση του είναι μεταμέλεια, ειλικρίνεια ή μια προσδοκία για τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου». Τίποτε από όλα αυτά, ήταν η θέση του Τσελέντη. «Είναι μια στάση ζωής γιατί κατέληξα από καιρό στο ότι ήταν ένα αδιέξοδο η 17N».
Γι’ αυτό και η απολογία του με εχέγγυα αξιοπιστίας υπήρξε μια αποκαλυπτική κατάθεση για όλους και για όλα. Δίχως αντιφάσεις, έδωσε το πολιτικό, ιδεολογικό, καταστατικό στίγμα της οργάνωσης και παραλλήλως περιέγραψε δολοφονίες, ενέργειες και ληστείες όπου ο ίδιος συμμετείχε (των Μομφερράτου, Αγγελόπουλου κ.ά.) μιλώντας για τον ρόλο τον δικό του και των άλλων. Το σημαντικότερο: προσδιόρισε με σαφήνεια τον ρόλο του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου ως του εν τοις πράγμασι αρχηγού της 17N. Διευκρίνισε ότι η οργάνωση δεν είχε «θεσμοθετημένη ιεραρχία» αλλά ο Γιωτόπουλος ήταν εκείνος που αποφάσιζε για τα σημαντικά. Ηταν ο πραγματικός αρχηγός, έστω και δίχως τίτλο. Και αυτό ο Τσελέντης το κατέθεσε διότι το γνώριζε εξ ιδίας πείρας. Συνεργαζόταν στενά με τον Γιωτόπουλο, όπως και με τον Κουφοντίνα. Μαζί οργάνωσαν – και είπε πώς – τις δολοφονίες των Μομφερράτου και Αγγελόπουλου.
Και στο σημείο αυτό, για τον ηγετικό ρόλο του Γιωτόπουλου, η απολογία του Τσελέντη θα έλεγε κανείς ότι βελτιώνει κατά πολύ ακόμη και το κατηγορητήριο. Και όχι μόνο με την έννοια ότι προσέθεσε κάποια σημαντικά νέα στοιχεία για τη συμμετοχή του σε ενέργειες αλλά ως προς τούτο: η κατηγορία με την τεχνοκρατική προσέγγιση ενός νομικού κειμένου προσδιορίζει τον ρόλο του αρχηγού ως ρόλο ενός ηγέτη που δίνει εντολές και αφ’ υψηλού τα κανονίζει όλα. Είναι ένας ρόλος διατυπωμένος με τρόπο απόλυτο και ακαμψία. Στερείται, θα έλεγε κανείς, του αναγκαίου όρου να είναι απολύτως πειστικός και να μην αφήνει την παραμικρή αμφιβολία. Ο Τσελέντης, όμως, ο οποίος ξέρει από μέσα πώς λειτουργούσε η 17N, μας περιέγραψε τον ρόλο του Γιωτόπουλου ως τον ρόλο του πρώτου, όχι γιατί η 17N είχε αρχηγό από το καταστατικό της αλλά γιατί ο Γιωτόπουλος είχε όλα τα προσόντα, όλες τις ιδιότητες να είναι ο «νούμερο 1».
Ηταν όχι μονάχα ο συντάκτης των προκηρύξεων, εκείνος που επέλεγε τους στόχους, αλλά και εκείνος που αποφάσιζε για τα κρίσιμα και τα σημαντικά. Εκείνος που είχε «ενεργή συμμετοχή σε όλα». Γιατί σε αυτές τις οργανώσεις, όπως ήταν η 17N, αυτό μας το κατέθεσε εκ πείρας ο Τσελέντης, ο αρχηγός δεν ήταν δυνατόν να ήταν μόνο ο καθοδηγητής, εκείνος που εκινείτο στο ιδεολογικό πεδίο. Ηγέτης ήταν αυτός ο οποίος ήταν πραγματικά ηγέτης, ο οποίος ήταν μέσα στις αποφάσεις και μέσα στις ενέργειες.
Και για όλα αυτά μας έδωσε στοιχεία και περιγραφές συγκεκριμένες. Δεν μίλησε αόριστα. Μας είπε π.χ. πώς αποφασιζόταν η εκτέλεση ενός και ποιος ήταν ο ρόλος του ηγέτη, των υπολοίπων και του ιδίου. Πώς π.χ. κουβέντιασαν, πώς αποφάσισαν και πώς εκτέλεσαν τη δολοφονία του Δημήτρη Αγγελόπουλου. Και ότι σε όλα αυτά ο Γιωτόπουλος είχε ηγετικό πάντα ρόλο.
H απολογία όμως του Τσελέντη υπήρξε και κατά τούτο ουσιαστική: λειτούργησε σαν συγκολλητική ουσία σε όσα κενά, ασάφειες, πράγματα – και δεν είναι λίγα – κατέλειπαν η προανακριτική έρευνα, η ανακριτική και η επ’ ακροατηρίω, τα οποία ήθελαν κάποιος να τα διευκρινίσει, να τα επιβεβαιώσει, να τα ενισχύσει, να τα αποκωδικοποιήσει. Να μας τα πει όπως έγιναν και όπως ο ίδιος προσωπικά τα έχει ζήσει.
Και αυτή τη διαδικασία της συγκόλλησης, της τελευταίας λέξης, την είπε για τη δράση της 17N ο Τσελέντης. Βεβαίως ως εκεί που ήξερε. Γιατί, όπως ο ίδιος λέει, έφυγε από την οργάνωση στο τέλος της δεκαετίας του ’80.
Μετά δεν ήξερε να πει για τις δολοφονίες και για τα άλλα που έκανε η οργάνωση αλλά είχε τη γνώση να ερμηνεύσει με ασφάλεια συμπεριφορές, καταστάσεις και αποφάσεις ως ένας άνθρωπος ο οποίος ξέρει την εξέλιξη μιας διαδικασίας που έχει ζήσει και πιστέψει. Γι’ αυτό και μίλησε για την «αλαζονεία» που ακολούθησε μετά το ’90 εμφανώς πια αλλά και για έναν «εκφυλισμό» στους στόχους και στις μεθοδεύσεις αλλά και στην προσωπική στάση των μελών της. Μίλησε για μια οργάνωση που σιγά αλλά σταθερά μπήκε στο ιδεολογικό περιθώριο ακόμη και με τη δική της λογική. Γιατί στο περιθώριο ήταν πάντα.
Επεισε ο Τσελέντης; Θα ήταν μια ερώτηση που θα μπορούσε να τεθεί ως κατακλείδα στην αξιολόγηση της μαραθώνιας απολογίας του. H απάντηση θα φανεί βεβαίως στην απόφαση και στην κρίση των δικαστών που θα ακολουθήσει. Ορισμένοι ήδη προέβλεψαν από τώρα πως σε όσα αναφέρθηκε, γεγονότα και συμμετοχές, η απόφαση θα έχει την υπογραφή Τσελέντη. Αλλά η δημοσιογραφική αποτίμηση δεν φθάνει ως εκεί. Μένει να απαντήσει – και ασφαλώς με τα δεδομένα – πως ο Τσελέντης έπεισε γιατί αυτά που είπε τα είχε ζήσει και θέλησε να μας τα πει. Θέλησε να μιλήσει. Και όπως είπε προεκτείνοντας στο μέλλον τη διάθεσή του: «Και σε δύο χρόνια αν κάτι πάλι θυμηθώ θα το πω δίχως αμφιβολία». Αλλωστε και για το σήμερα, ένα παρασκήνιο που εξελίσσεται στη δίκη με πρωταγωνιστές εκείνους που καίγονται από τις απολογίες άλλων το κατήγγειλε δείχνοντας τον Γιωτόπουλο ως αυτουργό των μεθοδεύσεων για να ανακαλέσει. Αλλά όλα τα υπόλοιπα θα τα κρίνει η ιστορία.
H νέα απομυθοποίηση της τρομοκρατικής οργάνωσης * Ποια σημεία της απολογίας ρίχνουν φως στο καταστατικό, στη δομή και στον τρόπο δράσης που τόσα χρόνια έκρυβε το σκοτάδι
Τους μύθους που χρόνια είχαν καλλιεργηθεί και υπάρξει για τη 17N ούτε η εξάρθρωση μπόρεσε να τους διαλύσει. Αλλά και για την ίδια την εξάρθρωση υπήρξαν και υπάρχουν άλλοι μύθοι. H τρομοκρατία που έδρασε στη χώρα μας κοντά τρεις δεκαετίες με θύματα και με ενέργειες πολλές αλλά σε απόλυτο σκοτάδι – ασύλληπτη, στο απυρόβλητο για χρόνια – και η εξάρθρωση, που λειτούργησε σαν σοκ για να διαψεύσει την αναποτελεσματικότητα του κράτους, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν δυνατόν να διαλύσoυν αυτούς τους μύθους.
Τους μύθους για το ποια ήταν η 17N, ποιοι μετείχαν σε αυτήν, ποιοι ήταν εκείνοι που αποφάσιζαν για την τύχη των θυμάτων, πού έβρισκαν τόσες πληροφορίες. Γιατί δολοφόνησαν τον Δημήτρη Αγγελόπουλο και όχι τον Βαρδή Βαρδινογιάννη; Γιατί χτύπησαν τον τάδε ή τον δείνα; Και κοντά σε όλα αυτά, πώς έγινε η εξάρθρωση; Υπάρχουν κι άλλοι που είναι έξω; Υπάρχει ηγετική ομάδα που δεν έχει συλληφθεί; Υπάρχουν άσοι στο μανίκι;
Σε αυτούς τους μύθους ο Πάτροκλος Τσελέντης επιχείρησε να δώσει κάποιες απαντήσεις. Να μας πει με την εμπειρία της προσωπικής συμμετοχής και της γνώσης του πράγματος ποια ήταν η 17N. Ποια ήταν η οργάνωση που είχε χαρακτηριστεί φάντασμα, που με τη δράση της είχε δημιουργήσει ασφυκτικό κλοιό πιέσεων στη χώρα επί χρόνια, που είχε αναστατώσει, που είχε πλήξει, που είχε αποτελέσει το καρκίνωμα ενός κοινωνικού ιστού το οποίο δεν μπορούσαν για χρόνια οι αρχές, το κράτος και η πολιτική να αφαιρέσουν.
Και για τον μύθο της 17N ο Τσελέντης δεν μας είπε έναν ακόμη μύθο. Μας έδειξε μια πραγματικότητα που είναι κατανοητή και συνεπής στη λογική εκείνων που επέλεξαν την ένοπλη βία, την ατομική βία και την άποψη της σύγκρουσης για να αντιπαρατεθούν. «Νιώθω» είπε ο ίδιος «θύμα της πολιτικής αντίληψης του ένοπλου αγώνα και της ατομικής βίας και όχι της ίδιας της οργάνωσης».
* H αρχή και ο εμφύλιος
Για να γυρίσει τον χρόνο πίσω, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν η αναγκαιότητα της αλλαγής φάνταζε ως ανάγκη που όφειλε να υπηρετηθεί και από κάποιους με ακραίο τρόπο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η 17N γεννήθηκε ως ακρότητα. Εκείνοι που μετείχαν τότε είχαν βέβαια την πεποίθηση, την πίστη με τον χαρακτήρα του απολύτου που οι ακραίες επιλογές ορίζουν, ότι έτσι έπρεπε τα πράγματα να γίνουν· ότι η 17N με το περίστροφο και με τις εκτελέσεις «ήταν η σπίθα, η πρωτοπορία στην εξέγερση του μαζικού κινήματος», η διαδικασία που θα οδηγούσε στη ριζική ανατροπή, με ένοπλο αγώνα.
H κοινωνική ανοχή και η υποστήριξη του Τύπου – έδωσε σε αυτόν μεγάλη σημασία ο Τσελέντης – ήταν το μέτρο που έδινε την κίνηση που όπλιζε το χέρι. «Τα θύματα έπρεπε πρώτα να έχουν θυματοποιηθεί. Να έχουν εκτεθεί ως θύματα στην κοινωνία. Να έχει πεισθεί ο πολίτης πως ο τάδε έπρεπε να είναι στόχος. Να ήταν αποδεκτές οι ενέργειές μας». Ο Τύπος πάντα έπαιζε σε αυτά έναν σπουδαίο ρόλο. Ηταν μια σημαντική παράμετρος για τη δεξαμενή των στόχων.
Και οι στόχοι-θύματα είχαν πάντα την επιλογή να σηματοδοτήσουν κάτι. «Ηταν πράξεις προπαγάνδας οι δολοφονίες». Επρεπε όμως να είναι και εύκολοι. «Πάντα είχαμε στο μυαλό μας τον Βαρδινογιάννη αλλά όσο ήμουν εγώ δεν ήταν εύκολο γιατί πάντα είχε ισχυρή φρουρά» είπε ο Τσελέντης.
Και η κοινωνική επιδοκιμασία, η επιδοκιμασία μέσω του Τύπου αλλά και των απλών ανθρώπων – «ένας εργάτης πανηγύριζε περισσότερο από μένα για τον Αγγελόπουλο» θα πει στη δίκη ο Τσελέντης – ήταν η επιβεβαίωση μιας πρακτικής που ήταν σωστή γι’ αυτούς που την επέλεξαν. Και όσο ο καιρός περνούσε και οι καιροί άλλαζαν, ο υπαρκτός σοσιαλισμός που κατέρρευσε, τα όνειρα που χάθηκαν και οι συνθήκες που ήταν πια διαφορετικές άλλαξαν και αυτό το σκηνικό. Μετά, θα πει ο Τσελέντης, το στέλεχος της 17N που αποφάσισε να μιλήσει για την οργάνωση και για τη λειτουργία της, «υπήρξε ένας εκφυλισμός, μια αλαζονεία που φέρνει πάντα η εξουσία». Εν προκειμένω η εξουσία του ασύλληπτου. Για να δεχθεί ότι τη δεκαετία του ’90 και λίγο προτού η αυλαία πέσει «οι δολοφονίες» όπως του είπε ο πρόεδρος, ο ευφυής κ. Μαργαρίτης «μπορεί να ήταν και μια επαναστατική γυμναστική πια για να μη μουδιάζουν τα χέρια».
* H παρανομία τα όριζε όλα
Και όσον αφορά τη μυθολογία του ασύλληπτου, τον μύθο των νημάτων που κάποιος τα κινούσε, διότι πώς αλλιώς να δεχθεί κανείς ότι έβρισκαν τόσα μέσα, πληροφορίες και δραστηριότητες, για να μπορέσουν να δολοφονήσουν π.χ. έναν εκδότη όπως ο Νίκος Μομφερράτος στο κέντρο της Αθήνας και να διαφύγουν δίχως να πιαστούν, ο Τσελέντης μάς έδωσε απαντήσεις σε πολλά.
Και πρώτα πρώτα είπε πώς λειτουργούσε αυτή η οργάνωση δηλώνοντας πρώτο εκείνο που είναι αυτονόητο σε αυτές τις περιπτώσεις: η απόλυτη παρανομία και οι συνωμοτικοί κανόνες που για αρκετά χρόνια λειτούργησαν υποδειγματικά – «μετά ίσως να είχαν ατονήσει, το γεγονός του ασύλληπτου είχε αποθρασύνει» όπως είπε – ήταν η λύση του αινίγματος.
* Οι αποκαλύψεις για τη δομή και την ιεραρχία Ποιοι οργάνωναν και πώς γίνονταν τα χτυπήματα
H 17N είχε συνωμοτικούς κανόνες. Με αυτούς πορεύτηκε, με αυτούς λειτούργησε. Τα μέλη της είχαν πάντοτε ψευδώνυμα που άλλαζαν όταν αποκτούσε νέα μέλη. Κανένας δεν ήξερε τίποτε για τον άλλον, μόνο το πρόσωπό του και το ψεύτικο όνομα.
Κανένας δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα να μάθει για το παρελθόν, για την οικογενειακή κατάσταση, για τη δουλειά και για την κατοικία του άλλου. «Να φανταστείτε» είπε ο Τσελέντης «πως εγώ δεν ήξερα ότι ο Χριστόδουλος Ξηρός είχε αδελφό τον Σάββα. Ούτε και ήξερα πως τον έλεγαν Ξηρό. Τον μόνο που γνώριζα με το πραγματικό του όνομα και ήξερα ποιος είναι ήταν ο Κουφοντίνας». Και αυτόν γιατί ήταν εκείνος που του άνοιξε την πόρτα της 17N και ήταν φίλος του από παλιά, από το πανεπιστήμιο. Εκεί τον είχε γνωρίσει και εκεί ο Δ. Κουφοντίνας διέγνωσε τις ικανότητες του Τσελέντη. «Τη διάθεσή μου ίσως πιο πολύ, γιατί τις ικανότητες αργότερα τις ανέπτυξα».
Τα μέλη ήταν λίγα. Και οι πυρήνες της οργάνωσης των δύο-τριών ατόμων. Ο Τσελέντης π.χ. με τον Χριστόδουλο Ξηρό. Οι πυρήνες δεν ήταν στεγανά. Σε ενέργειες οι ομάδες ανέπτυσσαν συνέργειες. Αλλά δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι συναντήσεις γίνονταν σε χώρους δημόσιους, σε καφενεία, σε πλατείες. Εκεί έκαναν τις κουβέντες. Και οι μεταμφιέσεις ήταν μέσα στο παιχνίδι: μουστάκια, γυαλιά, μαλλιά και «καμιά ψεύτικη ελιά που ζωγραφίζαμε για να πέφτει εκεί το μάτι…».
Ποτέ δεν γινόταν στον ίδιο χώρο η συνάντηση. Ποτέ σε κοινωνικές συναναστροφές τα μέλη. H οργάνωση ήταν η μόνη διαδικασία που τους ένωνε.
* Τα όπλα και ο αρχηγός
Και οι αποφάσεις ήταν δουλειά μόνο του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου και του Κουφοντίνα. Μετείχε και ο Τσελέντης. Οι στόχοι πάντα, πλην εξαιρέσεων, ήταν επιλογές του Γιωτόπουλου ή και του Κουφοντίνα. Οι προκηρύξεις πάντα διά χειρός Γιωτόπουλου. Μερικές ημέρες πριν από την ενέργεια τις έγραφε και τις συζητούσαν. Μπορεί να άλλαζαν αρκετά, να έκαναν κάποιες τροποποιήσεις. Στο τέλος πάντα τη δακτυλογράφηση έκανε ο Κουφοντίνας.
Και για τα όπλα δεν υπήρχε ειδική εκπαίδευση. Ετσι κι αλλιώς εξειδικεύσεις δεν υπήρχαν. Οποιος είχε μια ικανότητα την αξιοποιούσε. Αλλά εκπαίδευση στον οπλισμό δεν είχαν «γιατί δεν χρειαζόταν». Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να πυροβολήσεις έναν άνθρωπο εξ επαφής και να τον σκοτώσεις… Εκείνο που μας είπε ο Τσελέντης ότι ήταν η διαφορά που αναπληρούσε την εκπαίδευση «ήταν το θάρρος και η πίστη».
Και όσοι «ήταν μέλη σε μια τέτοια οργάνωση με τη θέλησή τους είχαν ικανότητες και μια ευστροφία και έκαναν πράγματα που ένας απ’ έξω τα βλέπει δύσκολα, τα βλέπει ακατόρθωτα, αλλά δεν είναι έτσι».
Ο οπλισμός ήταν πάντοτε προϊόν κλοπών από στρατόπεδα και από αστυνομικά τμήματα. Από τις διαδηλώσεις έπαιρναν τα αστυνομικά πηλήκια και τις στολές των αστυνομικών τις αγόραζαν οι ίδιοι· τα χρήματα από τις ληστείες που οργάνωναν. Κάποτε είχαν σκεφθεί – λόγω της επικινδυνότητας των ληστειών – να ανοίξουν νόμιμη επιχείρηση αλλά δεν έγινε ποτέ γιατί με τον χρόνο σκέφθηκαν πως οι ληστείες είναι πιο προσοδοφόρες. Ετσι κι αλλιώς δεν είχαν για χρόνια συλληφθεί.
Οι γιάφκες ήταν και αυτές μέσα στο παιχνίδι. Και τα κρησφύγετα επίσης. Κλειδιά στις γιάφκες είχε ο Κουφοντίνας οπωσδήποτε και στα κρησφύγετα, εκτός από τον Κουφοντίνα, και αυτός που τα είχε ενοικιάσει.
Και τις πληροφορίες για τους στόχους; Κυρίως από τον Τύπο, από την ίδια τη ζωή. «Ανθρωποι ήμασταν και εμείς και ζούσαμε μέσα στην κοινωνία και ξέραμε τι ήταν στην επικαιρότητα, τι θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ως κοινωνική αποδοχή μια πράξη προπαγάνδας». Δίκτυο εσωτερικής πληροφόρησης δεν υπήρχε, είπε ο Τσελέντης.
Από τον Τύπο αντλούσαν τις πληροφορίες – πολλές φορές και εκ των υστέρων -, από προσωπική παρατήρηση. Το παρακολουθούσαν καιρό το υποψήφιο θύμα τους. Και τις ενέργειές τους τις προετοίμαζαν καιρό. Και πάντα στο πλαίσιο της παρανομίας και με τον στόχο του ασύλληπτου.
Εδωσε εδώ περιγραφές για το πώς οργάνωναν μια δολοφονία, γιατί επέλεγαν την ώρα και τον τόπο, πώς έκαναν το ένα και το άλλο. Και ήταν αλήθεια πειστικός. Και ούτε επικουρικά μέλη θυμάται στην οργάνωση. «Δεν είναι δυνατόν να είναι κάποιος μέλος μιας τέτοιας οργάνωσης για να κλέβει μόνο μηχανάκια…» είπε. Μπορεί να άρχιζε από τα απλά αλλά κάποια στιγμή θα συμμετείχε και σε ενέργειες. Αυτό ήταν δεδομένο.
Αλλωστε, όπως είπε, η οργάνωση δεν είχε θεσμοθετημένη ιεραρχία. Δεν είχε θεσμοθετημένη θέση αρχηγού. Ηγέτης ήταν εκείνος που πραγματικά ήταν ηγέτης. Και κατονόμασε με δεδομένα ως τέτοιον τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο. «Είχε ενεργή συμμετοχή σε όλα». Ηταν ο άνθρωπος που αποφάσιζε για τα σημαντικά, που είχε τον τελευταίο λόγο.
* H φθορά και ο εκφυλισμός
Και για το τέλος μιας διαδρομής που ο ίδιος επέλεξε να κάνει, να φύγει από την οργάνωση, υπήρξε κατηγορηματικός. Ουδείς είχε δολοφονηθεί γιατί διάλεξε να φύγει. «Αυτά τα κάνει η μαφία, όχι μια οργάνωση πολιτική όπως η 17N».
Το κύρος της οποίας προστάτευσε ο Πάτροκλος Τσελέντης. Στην ουσία αποκήρυξε τη δράση της και τις ενέργειές της. Δίχως να κρύψει βέβαια και τη φθορά και τον εκφυλισμό της. Πάντως μας έδωσε μια εικόνα. Και ήταν γι’ αυτόν τον λόγο η απολογία του σημαντική. Οπως σημαντική ήταν η θέση του για την εξάρθρωσή της. Ηταν μια εξάρθρωση που έγινε, όπως είπε, νόμιμα. H πολιτεία είχε χρέος να απομυθοποιήσει έναν μύθο – το πόσο το κατάφερε μένει να αποδειχθεί – που είχε πάψει να είναι και για τους ίδιους μύθος. Ηταν μια τραγωδία και ένα αδιέξοδο. Δίχως να φτιάξει άλλους μύθους. Γιατί οι μύθοι πάντοτε έχουν ένα τέλος. Εχουν τον κίνδυνο της απομυθοποίησης. Οδυνηρή που είναι αυτή η διαδικασία…
Και ήταν μια απομυθοποίηση η απολογία του Τσελέντη. Θα ακολουθήσουν και άλλες.