Η συνωμοσία των χουντικών, η «περίεργη» αδιαφορία των βρετανών στρατιωτικών και το «ενδιαφέρον» των Αμερικανών


Ο ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, αρχηγός του Ναυτικού τις ημέρες του πραξικοπήματος στην Κύπρο και της μεταπολίτευσης, δεν δημοσιοποίησε ποτέ όσα σε προσωπικό υπόμνημά του προς τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή απεκάλυψε για τη συνωμοσία των χουντικών, για την «περίεργη» αδιαφορία των βρετανών στρατιωτικών και για το «ενδιαφέρον» των Αμερικανών. Σήμερα, με το βιβλίο του «Το Τέλος της Σιωπής» που κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις Εκδόσεις Νέα Σύνορα, τεκμηριώνει με ακλόνητα στοιχεία το έγκλημα των Ιωαννίδη – Μπονάνου στην Κύπρο, εξηγεί γιατί δεν έγινε πρωθυπουργός ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αποκαθιστά την αλήθεια για το «ποιος κάλεσε τον Καραμανλή από το Παρίσι» ­ και δεν ήταν ο Αβέρωφ αυτός ­, μιλά για την «απροετοίμαστη αποστολή» μας στις συνομιλίες της Γενεύης και παρουσιάζει όλο το δραματικό σκηνικό «εκείνων των ημερών», που τις έζησε από κοντά όσο κανένας άλλος. Πέραν αυτών ο ναύαρχος Αραπάκης, ο άνθρωπος που διαπραγματεύθηκε την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, φέρνει για πρώτη φορά στη δημοσιότητα τις αντιδράσεις των τούρκων πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών ­ κάποιες «περίεργες» συνομιλίες τους με Αμερικανούς πριν από το πραξικόπημα, την πολύωρη συνεδρίαση στρατιωτικών και πολιτικών που κατέληξαν στην απόφασή τους για την εισβολή, τους χειρισμούς του Μπουλέντ Ετζεβίτ στο Λονδίνο κ.ά. «Το Βήμα», αρχίζοντας σήμερα και συνεχίζοντας όλη την ερχόμενη εβδομάδα, θα δημοσιεύσει μερικά από όσα αποκαλύπτει ο άλλοτε αρχηγός του Ναυτικού στο βιβλίο του «Το Τέλος της Σιωπής».



Στις 21 Ιουλίου, όταν, μετά την αποχώρηση των υπαρχηγών, είχαμε μείνει μόνοι οι αρχηγοί των τριών όπλων, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση εκνευρισμού και απογοήτευσης που είχε δημιουργηθεί, βρήκα ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να ρίξω την ιδέα να προχωρήσουμε σε αλλαγή από τη στρατιωτική στην πολιτική ηγεσία. Πρότεινα τότε να καλέσουμε τους πολιτικούς και να προχωρήσουμε στη μεταπολίτευση, γεγονός το οποίο αποδείχτηκε και στην κατ’ αντιπαράσταση με τους άλλους αρχηγούς συζήτηση ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής.


Την πρότασή μου περί πολιτικής αλλαγής, τεκμηριωμένη με ισχυρά επιχειρήματα, αποδέχτηκαν μετά από συζήτηση και οι άλλοι αρχηγοί. Συγκεκριμένα, ο Μπονάνος με ρώτησε: «Τι εννοείς; Να καλέσουμε τους πολιτικούς αρχηγούς;». Απάντησα: «Βεβαίως ναι». Στη συνέχεια, συμφωνήσαμε οι αποφάσεις πάνω στο θέμα αυτό να λαμβάνονται ισότιμα, χωρίς να προσδιορίσουμε πότε και πώς. Ετσι τέθηκαν οι βάσεις μιας σιωπηρής συμφωνίας μας περί πρόσκλησης των πολιτικών και σχηματισμού πολιτικής κυβέρνησης, προκειμένου να επιτευχθεί η μεταπολίτευση, την οποία επιθυμούσε όλος ο ελληνικός λαός, εκτός από τους ακραίους οπαδούς του καθεστώτος, που πίστευαν ότι μπορούσαν να διατηρήσουν την εξουσία ακόμη και μετά τα όσα έγιναν. Οι τελευταίοι αυτοί στράφηκαν εναντίον μου και δεν έλειψαν και ενέργειες για την ανάκτηση της εξουσίας, φυσικά χωρίς αποτέλεσμα.


Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνω ότι, την εποχή εκείνη, είχα επιτύχει το Πολεμικό Ναυτικό να έχει μια ξεχωριστή, δυναμική παρουσία μέσα στις Ενοπλες Δυνάμεις. Διακρινόταν για παραδειγματική σύμπνοια και ενότητα μεταξύ των στελεχών του. Και προσωπικά, πέρα από τις πολύ καλές σχέσεις που διατηρούσα πάντα με τους αξιωματικούς, είχα και τη ζωντανή σ’ όλες μου τις ενέργειες και πρωτοβουλίες, και ενεργό συμπαράσταση των μονίμων υπαξιωματικών οι οποίοι, ως γνωστόν, αποτελούν τον κορμό του Πολεμικού Ναυτικού και ιδιαίτερα των πολεμικών πλοίων.


Είχα λοιπόν, πράγματι, τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο του Πολεμικού Ναυτικού, κάτι το οποίο δε συνέβαινε με τους αρχηγούς των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί τον έλεγχο διατηρούσε ο Ιωαννίδης και, κατά συνέπεια, ο Μπονάνος, αν και ήταν αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, δε διέθετε ουσιαστική δύναμη.


Μετά από την επίτευξη της συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός και ενόψει των δυσχερειών που όφειλαν να αντιμετωπιστούν δραστικά, έκρινα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να προχωρήσουμε στην υλοποίηση της συμφωνίας μας για μεταπολίτευση.


*Η μεγάλη ευκαιρία


Πρέπει να αναφέρω ότι οι Αμερικανοί, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών που είχαν προηγηθεί, δεν έθεσαν θέμα μεταπολίτευσης. Η πρόταση για μεταπολίτευση ήταν θέμα προσωπικής μου πρωτοβουλίας, η οποία έγινε αποδεκτή και από τους άλλους αρχηγούς. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά την επέμβαση των Τούρκων στην Κύπρο έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία για την πραγματοποίηση της μεταπολίτευσης.


Η ώρα ήταν ήδη προχωρημένη, Δευτέρα βράδυ. Την επομένη, Τρίτη 23 Ιουλίου, το πρωί στις 7.30, πήγα στον Μπονάνο και, αφού του διατύπωσα τις έντονες ανησυχίες μου για την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέληξα ότι απαιτείται άμεση ενέργεια. Στη σκέψη μου φυσικά κυριαρχούσε η ιδέα της πρόσκλησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή για να ηγηθεί διακομματικής κυβέρνησης. Του είπα να καλέσουμε και τους άλλους αρχηγούς και να προχωρήσουμε σε πολιτική αλλαγή. Τότε ο στρατηγός Μπονάνος κάλεσε, πράγματι, τους δύο άλλους, Γαλατσάνο και Παπανικολάου, οι οποίοι μετά από ανταλλαγή απόψεων συμφώνησαν να βαδίσουμε από κοινού προς αυτή την κατεύθυνση.


Αμέσως μετά πρότεινα να πάει πρώτα ο Μπονάνος στο στρατηγό Γκιζίκη, ο οποίος μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν είχε ιδέα για την απόφασή μας αυτή, για να δούμε πώς θα αντιδράσει. Εμείς θα περιμέναμε στα γραφεία μας τηλεφώνημα του προκειμένου, στη συνέχεια, για να τον συναντήσουμε στο γραφείο, πλέον, του Γκιζίκη.


Ολοι οι ανώτατοι αξιωματικοί του αρχηγείου Ναυτικού, τους οποίους είχα ενημερώσει για τις προθέσεις μου, με διαβεβαίωσαν ότι συμφωνούσαν. Προς τιμήν τους, υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την πρωτοβουλία μου και μου είπαν: «Προχωρήστε και να είστε βέβαιος ότι είμαστε στο πλευρό σας». Συμφωνήσαμε ακόμη να τηρήσουμε απόλυτη μυστικότητα ως την τελευταία στιγμή.


Ο Μπονάνος, μη γνωρίζοντας επακριβώς το σχεδιασμό και τις προθέσεις μου, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την περίσταση προκειμένου να σχηματίσει δοτή κυβέρνηση της αρεσκείας του, υπό τον Γαρουφαλιά, εν αγνοία των αρχηγών και παρά τη συμφωνία μας. Ο Γαρουφαλιάς, αφού ειδοποιήθηκε από τον Μπονάνο, περίμενε στην εκκλησία της Αγίας Σκέπης, του οικισμού Παπάγου, να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Η ευφορία όμως του ΑΕΔ κράτησε μέχρι να περάσει την πόρτα του γραφείου του Γκιζίκη. «Δε συμφωνώ», του είπε κοφτά ο τελευταίος, αναγκάζοντάς τον να του αποκαλύψει, τελικά, την αλήθεια, ότι οι αρχηγοί είχαμε συμφωνήσει να καλέσουμε τους πολιτικούς να σχηματίσουν κυβέρνηση ευρείας αποδοχής με στόχο την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.


*Οι παραιτήσεις των αρχηγών


Ο Γκιζίκης ζήτησε τότε να ακούσει και ο ίδιος τους αρχηγούς. Οταν φτάσαμε στο γραφείο του, αφού μας άκουσε, έθεσε την παραίτησή του στη διάθεσή μας. Το ίδιο έκανε και ο αρχηγός Στρατού Γαλατσάνος, επικαλούμενος το γεγονός της συμφωνίας του στην κίνηση κατά του Μακαρίου. Θα περίμενε κανείς να κάνει το ίδιο και ο Μπονάνος, ο οποίος είχε συνεργήσει στην προετοιμασία και είχε δώσει οδηγίες για την εκτέλεσή της. Δεν είπε λέξη. Ο Γαλατσάνος διακρινόταν για το θάρρος της γνώμης του και τη λεβεντιά του. Αμέσως αντέδρασα λέγοντας ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για παραιτήσεις. Επρεπε, όπως τους είπα, να εμφανιστούμε απέναντι στον ελληνικό λαό ενωμένοι και να τον πείσουμε ότι η αλλαγή στην πολιτική ηγεσία γινόταν με πρωτοβουλία των Ενόπλων Δυνάμεων στο σύνολό τους, προκειμένου να μη δημιουργηθεί κοινωνική αναταραχή. Με την άποψη αυτή συμφώνησαν τελικά όλοι· και οι δύο που είχαν υποβάλει παραίτηση την ανακάλεσαν. Στη συνέχεια ο Γκιζίκης κάλεσε τον ταξίαρχο Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε τις αποφάσεις μας. Μιλήσαμε και εμείς οι αρχηγοί, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι ήμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε σε πολιτική αλλαγή. Ο Ιωαννίδης, μπροστά στην ομόθυμη απόφασή μας, αρκέστηκε να παρατηρήσει: «Κύριοι, εγώ δε συμφωνώ, έχω διαφορετικές αντιλήψεις, αφού όμως και οι πέντε συμφωνείτε, εγώ αποσύρομαι και ζητώ διήμερη άδεια από τον αρχηγό Στρατού»· και προχώρησε αμέσως προς την έξοδο. Επειδή όμως είχε ζητήσει άδεια και από τον Παπαδόπουλο, προτού σχεδιάσει την ανατροπή του, του ζητήσαμε να υποσχεθεί ότι δε θα αντιδρούσε και ότι θα απαιτούσε από τους αξιωματικούς, οι οποίοι τον ακολουθούσαν, να πειθαρχήσουν. «Καλά, σας το υπόσχομαι», απάντησε. Ο Γκιζίκης τότε πρόσθεσε: «Ξέρω ότι είσαι έντιμος άνθρωπος και αξιωματικός και άμα δώσεις το λόγο σου θα τον τηρήσεις». «Εχετε το λόγο μου», απάντησε και πάλι ο Ιωαννίδης. Στη συνέχεια, κλήθηκαν από το γραφείο του Γκιζίκη οι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου ­ Κανελλόπουλος, Μαύρος, Αβέρωφ, Αθανασιάδης-Νόβας, Μαρκεζίνης, Στεφανόπουλος, Γαρουφαλιάς και Ζολώτας. Η ώρα της σύσκεψης ορίστηκε στις 2 το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου, οπότε οι αρχηγοί γυρίσαμε στα γραφεία μας μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση.


Εν τω μεταξύ, το ίδιο πρωί, πριν κληθούν οι πολιτικοί σε σύσκεψη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι είχε τηλεφωνήσει στο γραφείο του αδελφού του Αχιλλέα, στην οδό Βουλής, στο οποίο και βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, και ο αδελφός του Αλέκος, όπως και ο Μιλτιάδης Εβερτ, ο οποίος μου περιέγραψε τον ακόλουθο διάλογο:


Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Τι γίνεται εκεί;»


Απάντηση: «Δεν ξέρουμε τι γίνεται, αλλά φοβόμαστε μη χυθεί αίμα».


Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να χυθεί αίμα, είναι ο Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος ενεργεί με σύνεση και ξέρει τι κάνει».


Η συνάντηση πολιτικών και στρατιωτικών



Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε την καθορισμένη ώρα, 2 μ.μ. Ο Γκιζίκης ανακοίνωσε την απόφαση των αρχηγών να ανατεθεί η διακυβέρνηση της χώρας στην πολιτική ηγεσία. Εφόσον δε θα υπήρχαν σοβαρές αντιρρήσεις από την πλευρά των πολιτικών, πρότεινε, κατόπιν εισήγησης του Μπονάνου, ο οποίος διατηρούσε επαφή με αξιωματικούς-κλειδιά του καθεστώτος, να διατηρήσουν οι Ενοπλες Δυνάμεις τα υπουργεία Εθνικής Αμύνης, Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών. Η διατύπωση αυτής της πρότασης μου έκανε άσχημη εντύπωση, εφόσον δεν είχε προηγηθεί σχετική συμφωνία μεταξύ μας· ήταν αυθαίρετη και ασύμβατη με το πνεύμα της ουσιαστικής αλλαγής στην οποία απέβλεπα. Οπως ήταν φυσικό, η ιδέα δεν ήταν αρεστή και απορρίφθηκε από τους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, με αποτέλεσμα ο Γκιζίκης να την αποσύρει χωρίς αντίρρηση. Στο σημείο αυτό οι πολιτικοί εξέφρασαν την επιθυμία να δουν τους αρχηγούς, οι οποίοι ως τη στιγμή εκείνη είχαμε παραμείνει στο παρακείμενο γραφείο. Μπήκαμε τότε στο γραφείο του Γκιζίκη και καθίσαμε μεταξύ των πολιτικών, τους οποίους και διαβεβαιώσαμε ότι επιθυμούμε να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας και ότι διατηρούμε τον απόλυτο έλεγχο των όπλων μας ­ γεγονός που, πράγματι, δεν ίσχυε και για τα τρία όπλα. Προσωπικά, είχα επιτύχει να έχω τον πλήρη έλεγχο του Ναυτικού.


Τότε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ρώτησε αν, ειδικότερα, ο Ιωαννίδης ήταν ενήμερος και σύμφωνος και αυτός. Ο Γκιζίκης απάντησε ότι ο ταξίαρχος είναι έντιμος αξιωματικός και είναι, πράγματι, και αυτός σύμφωνος (αυτό βεβαίως δεν ήταν ακριβές, αλλά η δήλωση αυτή έγινε για να διασκεδαστεί η εύλογη φοβία των πολιτικών). Στη συνέχεια, ο Γκιζίκης υπογράμμισε ότι οι περιστάσεις επιβάλλουν τον άμεσο σχηματισμό κυβέρνησης και ότι δε θα έπρεπε να λήξει η συνεδρίαση προτού συγκροτηθεί η κυβέρνηση αυτή. Οι πολιτικοί δήλωσαν κατ’ αρχήν ότι είναι σύμφωνοι. Η εν γένει στάση και η συμπεριφορά τους έδειχνε ότι, επιδεικνύοντας θαυμαστή ανωτερότητα, ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας, απαλλαγμένοι από κάθε μνησικακία. Τελικά όμως, δεν ήταν δυνατή η άμεση συγκρότηση κυβέρνησης, γιατί θα έπρεπε προηγουμένως ορισμένοι, όπως ο Μαύρος, να έρθουν σε επαφή με τους βασικούς κομματικούς συνεργάτες τους.


Ειδικότερα, ο Μαρκεζίνης υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να σχηματιστεί πολιτική κυβέρνηση, αλλά υπηρεσιακή, «ενός ανδρός», υπό τον Παλαμά, με εντολή να προχωρήσει σε εκλογές. Ορισμένοι άλλοι ­ ο Αθανασιάδης-Νόβας, ο Στεφανόπουλος και ο Γαρουφαλιάς ­ τόνισαν ότι έπρεπε να συμμετάσχουν στη νέα κυβέρνηση οι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών παρατάξεων. Ο Ζολώτας είπε ότι ο ίδιος δεν ήταν πολιτικός, αλλά πίστευε ότι, πράγματι, έπρεπε οι πολιτικοί να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας και ότι ήταν πρόθυμος, ως συνήθως, να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο Κανελλόπουλος υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατόν να ορκιστεί κυβέρνηση εκείνη τη στιγμή· θα έπρεπε να αποσυρθούν όλοι για να συνεννοηθούν μεταξύ τους και, ακόμη, να συνεκτιμήσουν το γεγονός ότι υπήρχε και ο Καραμανλής, μολονότι βρισκόταν στο εξωτερικό. Τότε ο Γκιζίκης αντέτεινε ότι δεν ήταν σκόπιμη η αναμονή του Καραμανλή, ο οποίος, εξάλλου, βρισκόταν εκτός Ελλάδας πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, ο Μαύρος ζήτησε πίστωση χρόνου προκειμένου να επικοινωνήσει με τους παράγοντες του κόμματός του.


Τελευταίος έλαβε το λόγο ο Αβέρωφ. Αφού έπλεξε το εγκώμιο του Κανελλόπουλου ως πνευματικού ανδρός, εξήρε τις αρετές του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πολιτικού ηγέτη πλέον κατάλληλου για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες. Εφόσον όμως δε θα ήταν τούτο εφικτό, τότε ήταν αναμφισβήτητα ο Κανελλόπουλος εκείνος που θα έπρεπε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο Γκιζίκης, επιμένοντας στην άποψή του υπέρ του άμεσου σχηματισμού κυβέρνησης, στράφηκε στον Κανελλόπουλο, ο οποίος και αποδέχτηκε την πρόταση, με την προϋπόθεση ότι θα συνέπραττε η Ενωση Κέντρου. Ελαβε, μάλιστα, και την εντολή, με την προοπτική να παρουσιάσει ως τις 8 μ.μ. τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου. Από τις απόψεις που είχαν διατυπωθεί, επισήμανα ότι, μεταξύ των πολιτικών, ο Αβέρωφ είχε εκφραστεί ευνοϊκά για τον Καραμανλή, τον οποίο, όπως υπογράμμισε, θεωρούσε πλέον κατάλληλο για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες. Επειδή όμως βρισκόταν μακριά, είχε τελικά συμφωνήσει, και εκείνος, με τη λύση Κανελλόπουλου-Μαύρου ως μόνη εφικτή υπό τις τότε συνθήκες. Στο σημείο αυτό είχε σταματήσει η συζήτηση και οι πολιτικοί είχαν αρχίσει να αποχωρούν με σκοπό να επανέλθουν το βράδυ, οπότε ο Κανελλόπουλος θα ορκιζόταν πρωθυπουργός με αντιπρόεδρο τον Μαύρο, επικεφαλής της κυβέρνησης που θα είχαν, στο ενδιάμεσο διάστημα, σχηματίσει.


Πώς εκλήθη ο Καραμανλής


Πιστεύοντας προσωπικά, με απόλυτη ειλικρίνεια, ότι ο πλέον κατάλληλος για να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, κατεξοχήν τότε, ήταν ο Καραμανλής, έστω και με καθυστέρηση κάποιων ωρών, σκέφτηκα ότι ο Αβέρωφ, που γνώριζα ότι είχε τη δυνατότητα να έρθει άμεσα σε επαφή μαζί του, ήταν αυτός που κυρίως μπορούσε να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Ετσι, την ώρα που αποχωρούσαν οι άλλοι πολιτικοί, έπιασα τον Αβέρωφ από το χέρι και τον παρακάλεσα να μείνει μαζί μου για να με βοηθήσει να φέρω τον Καραμανλή, όπως του είπα. Η απάντησή του ήταν: «Δεν μπορώ να μείνω, γιατί η θέση μου είναι λεπτή έναντι των άλλων». Του απάντησα τότε αμέσως: «Αφήστε τις λεπτότητες, κύριε Αβέρωφ. Εδώ το θέμα είναι εθνικό. Ξεκινήστε μαζί τους, κάνετε ότι πάτε στην τουαλέτα και γυρίστε πίσω».


Αυτά του είπα ακριβώς, αυτή είναι η αλήθεια. Πράγματι, έτσι και έκανε. Οταν μετά από λίγο επέστρεψε, τον ρώτησα: «Δε νομίζετε ότι μια κυβέρνηση υπό τον Καραμανλή θα ήταν πολύ καλύτερη;». Η απάντησή του ήταν άμεση: «Αλλο πράγμα». Τότε τον πήρα και πήγαμε στην άκρη της αίθουσας, όπου βρισκόταν ο Γκιζίκης με τους άλλους αρχηγούς. Εκεί τον πλησίασα, καθώς και τον Μπονάνο, που καθόταν πλάι του, και τους είπα ότι δεν ήταν ορθό να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τον Καραμανλή. Οπως είναι γνωστό, παρατήρησα, είναι ο άνθρωπος που διαθέτει διεθνές κύρος, απαράβλητα ηγετικά προσόντα, τεράστια πείρα διακυβέρνησης της χώρας και χαίρει της εμπιστοσύνης του λαού· εν πάση περιπτώσει, δε χάθηκε ο κόσμος αν χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμη, η πτήση από το Παρίσι διαρκεί τρεις μόνο ώρες. Θα τον πάρει στο τηλέφωνο ο Αβέρωφ, συνέχισα, και θα του πει ότι πρέπει να έρθει αμέσως. Το θέμα του αεροσκάφους μπορούμε να το ρυθμίσουμε με την Ολυμπιακή. Τότε ο Γκιζίκης και ο Μπονάνος, καθώς και οι άλλοι δύο, ο Γαλατσάνος και ο Παπανικολάου, μετά από σύντομη ανταλλαγή απόψεων, συμφώνησαν να καλέσουμε τον Καραμανλή.


*Μια συγγενής ψάχνει τον πρόεδρο στο Παρίσι


Αμέσως, ο Αβέρωφ άρχισε τα τηλεφωνήματα. Επειδή όμως το τηλέφωνο του ίδιου του Καραμανλή χτυπούσε χωρίς ανταπόκριση, κάλεσε τηλεφωνικά μια συγγενή του, που έμενε κοντά στον Ελληνα πολιτικό, και της ζήτησε να πάει να τον βρει και να του πει ότι είναι μεγάλη ανάγκη να επικοινωνήσει μαζί μας στον αριθμό τηλεφώνου του Γκιζίκη, που της υπαγόρευσε. Η γυναίκα αυτή εξετέλεσε αμέσως τις οδηγίες του. Μετά από λίγο χτύπησε, πράγματι, το τηλέφωνο. Ηταν ο Καραμανλής. Ο Αβέρωφ τον ενημέρωσε για την απόφαση της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων να του αναθέσει τη διακυβέρνηση της χώρας και του ζήτησε να έρθει αυθημερόν. Ο Καραμανλής αντέδρασε θετικά, αλλά τοποθέτησε την επιστροφή του κατά την επόμενη ημέρα. Αποβλέποντας στην άμεση επάνοδό του, ώστε να δοθεί αμέσως λύση, μίλησα μαζί του και του εξήγησα ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να σπεύσει αυθημερόν. Επειδή μου είχε εμπιστοσύνη, δε δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί τι εννοούσα. Ο Αβέρωφ υπέδειξε στον Γκιζίκη να μιλήσει στο τηλέφωνο και αυτός. Στη συνέχεια, μίλησαν με τον Καραμανλή και οι άλλοι αρχηγοί ­ Μπονάνος, Γαλατσάνος και Παπανικολάου. Ο τελευταίος μάλιστα προσπάθησε να συνεννοηθεί για την εξεύρεση αεροσκάφους. Οταν τελικά ο Καραμανλής συγκατένευσε να ταξιδέψει αμέσως, ο Αβέρωφ, μετά από υπόδειξη του Γκιζίκη, τηλεφώνησε στον Κανελλόπουλο και τον ενημέρωσε, περί ώραν 18.30, για την εξέλιξη αυτή και την άρση, ουσιαστικά, της εντολής που του είχε δοθεί. Ο Κανελλόπουλος δέχτηκε το γεγονός με την ανωτερότητα η οποία τον διέκρινε πάντοτε.


Οτιδήποτε άλλο λέγεται ότι δήθεν συνετέλεσε ή ότι επέβαλε την αλλαγή στην Ελλάδα, π.χ. για δήθεν κινήσεις μονάδων από τη Βόρεια Ελλάδα ή άλλες φήμες για ξένες επιρροές, είναι φανταστικά. Τις ενέργειές μου για την επαναφορά του Καραμανλή, τις οποίες εδώ αναφέρω λεπτομερώς, δεν τις εξιστόρησα νωρίτερα για να μην πικράνω τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, όσο ζούσε, διατηρώντας μακρούς και πολύ στενούς δεσμούς μαζί του. Τη σιωπή μου όμως εκμεταλλεύτηκε ο Αβέρωφ, επιχειρώντας να αλλοιώσει τα πραγματικά περιστατικά, στο μέτρο που δεν τον κολάκευαν. Οπως προανέφερα, τον έπεισα να παραμείνει μαζί μου για να με βοηθήσει να φέρω τον Καραμανλή, παρά την ως τότε πρόθεσή του να αποχωρήσει μαζί με τους άλλους πολιτικούς.


Τι απέκρυψε ο Αβέρωφ



Την αρχική άρνηση του Αβέρωφ να παραμείνει μαζί μας, επικαλούμενος τη λεπτή θέση του έναντι των άλλων πολιτικών, ανέφερα σε έκθεσή μου προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Απρίλιο του 1975. Ο Αβέρωφ, όταν διάβασε την έκθεση αυτή, και ειδικότερα τη συγκεκριμένη περιγραφή, η οποία για λόγους λεπτότητας ήταν προσεκτικά διατυπωμένη αλλά επακριβής, την αποδέχτηκε τότε πλήρως. Στην προσπάθειά του όμως να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις γι’ αυτόν, επιχείρησε μεταγενέστερα να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι γύρισε στο γραφείο του Γκιζίκη διότι στο διπλανό γραφείο, που πήγε να πιει νερό (ενώ οι κανάτες με το νερό και τα ποτήρια ήταν δίπλα του, επάνω στο τραπέζι, και μπορούσε επιπλέον να παραγγείλει ό,τι άλλο ήθελε ­ ευκολίες που, όπως ήταν φυσικό, στο διπλανό γραφείο δεν υπήρχαν), συνάντησε τον αντισυνταγματάρχη Θωμά Νίκα και τον ταγματάρχη Χαράλαμπο Παλαΐνη, οι οποίοι του είπαν ότι τα υπουργεία Εθνικής Αμύνης, Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών πρέπει να παραμείνουν στις Ενοπλες Δυνάμεις. Αλλά η απαίτηση αυτή είχε ήδη συζητηθεί στη μεγάλη σύσκεψη, παρουσία των πολιτικών, και δεν είχε γίνει δεκτή. Συνεπώς ούτε θέμα πλέον υπήρχε, αλλ’ ούτε και επιχειρήθηκε η επαναφορά του, όταν επέστρεψε στο γραφείο και παρέμεινε μαζί μας, εφόσον μετά την αναχώρηση των πολιτικών το θέμα είχε οριστικά λήξει. Πέραν αυτού όμως, ο ισχυρισμός δεν είναι αληθής και διότι δε βγήκε ούτε στιγμή από το γραφείο του Γκιζίκη, προτού καλέσουμε τον Καραμανλή, ούτε, κατά συνέπεια, συνάντησε οποιονδήποτε τρίτο.


*Εν αναμονή του Καραμανλή


Ομολογώ ότι η παραποίηση αυτής της πραγματικότητας μου προκάλεσε αισθήματα απογοήτευσης και λύπης, λόγω και της συμπάθειας που έτρεφα για τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Μολοντούτο, έχοντας αντιμετωπίσει μαζί του, όταν ήταν υπουργός Εθνικής Αμύνης, μείζονος σημασίας εθνικά ζητήματα, φρόντισα ώστε να μη διαταραχθούν οι σχέσεις μας, εφόσον, ιδίως, τα γεγονότα ήταν ακόμα νωπά. Ο ίδιος μάλιστα, όταν μετά τις εκλογές του 1981, θέλησε να αναλάβει την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας, με επισκέφθηκε στην κατοικία μου και επιζήτησε τη βοήθειά μου. Επισκέφθηκα τότε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος έτρεφε πάντοτε απέναντί μου αισθήματα συμπάθειας και εκτίμησης, και συνηγόρησα υπέρ της εκλογής του ως διαδόχου του Γεωργίου Ράλλη.


Στις 8 μ.μ. επέστρεψαν οι πολιτικοί, οι οποίοι, μετά τη σχετική ενημέρωση, αποφάσισαν να περιμένουν την άφιξη του Καραμανλή. Στο μεταξύ, ο Καβαλιεράτος, ο οποίος ήταν ο πρέσβης μας στο Παρίσι, μας πληροφόρησε ότι ο Γάλλος πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εστέν διέθεσε το προσωπικό του αεροσκάφος για την ταχεία και άνετη επιστροφή του Ελληνα πολιτικού, σε ένδειξη φιλίας και εκτίμησης απέναντί του.


*Η επικοινωνία με τον Κίσινγκερ


Στο μεταξύ επειδή εντείνονταν οι φήμες για κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας και για προσπάθειες των Τούρκων να βελτιώσουν τις θέσεις τους, οι πολιτικοί κάλεσαν τους πρέσβεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Αγγλίας και της Γερμανίας, των οποίων, όταν έφτασαν στο γραφείο του Γκιζίκη, ζήτησαν την παρέμβαση. Με τη βοήθεια του Τάσκα, ο Κανελλόπουλος και ο Μαύρος επικοινώνησαν τηλεφωνικά με τον Κίσινγκερ. Ο Κανελλόπουλος του είπε ότι, αν οι Τούρκοι προήλαυναν προς το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ήταν επίφοβο να έχουμε δυσάρεστα γεγονότα στην περιοχή· με το ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Μαύρος. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών τηλεφώνησε τότε στον Ετζεβίτ, από τον οποίο έλαβε τη διαβεβαίωση ότι θα σταματήσει κάθε επιθετική κίνηση. Αμέσως ενημέρωσε σχετικά τον Κανελλόπουλο και τον Μαύρο.


Οσοι ήταν παρόντες παρέμειναν στην αίθουσα της συνεδρίασης ως την άφιξη του Καραμανλή. Στις 2 π.μ. μας ειδοποίησαν από το αεροδρόμιο ότι προσγειώθηκε το προεδρικό αεροσκάφος και ότι η υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός ήταν πρωτοφανής. Μια ώρα αργότερα, έφτασε στο γραφείο του Γκιζίκη. Καθίσαμε όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι και αρχίσαμε τη σύσκεψη. Μετά από σύντομη ενημέρωση, ο Καραμανλής ζήτησε χρόνο προκειμένου να ενημερωθεί πληρέστερα και να ορκιστεί πρωθυπουργός στις 10 το πρωί. Επειδή όμως η χώρα ήταν χωρίς κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός περίμενε να ακούσει ότι ο Καραμανλής ανέλαβε τις τύχες του έθνους, αποδέχτηκε, μετά από επίμονη προτροπή όλων των παρισταμένων, να ορκιστεί πρωθυπουργός. Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ είχε ήδη κληθεί και ανέμενε στη διπλανή αίθουσα. Αμέσως έγινε η ορκωμοσία και ο Καραμανλής ανέλαβε πρωθυπουργός στις 4 το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974. Η πρώτη ορκωμοσία μελών της νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας έγινε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Το αρχικό κλιμάκιο αποτελούσαν οι Γεώργιος Μαύρος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Εθνικής Αμύνης, στρατηγός Σόλων Γκίκας, υπουργός Δημοσίας Τάξεως και Ξενοφών Ζολώτας, υπουργός Συντονισμού. Χωρίς μεγάλη καθυστέρηση ακολούθησε η ορκωμοσία και άλλων υπουργών, όπως των Αθ. Κανελλόπουλου, Δ. Παπασπύρου, Δ. Τσάτσου, Χρ. Στράτου, Κ. Λάσκαρη, Ι. Μπούτου, Ι. Βαρβιτσιώτη, Εμ. Κεφαλογιάννη κ.ά.


Οπωσδήποτε ήταν λυπηρό ότι ανακλήθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης που είχε δοθεί στον Κανελλόπουλο, του οποίου, ως γνωστόν, η κυβέρνηση είχε ανατραπεί το 1967 από τους πραξικοπηματίες και, επομένως, μετά την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, θα ήταν εύλογο να αναλάβει αυτός την πρωθυπουργία. Οι ίδιες όμως στρατιωτικές μονάδες που τον απομάκρυναν τότε ήταν ακόμη εκεί, στις ίδιες θέσεις, έτοιμες να ανατρέψουν και τη νέα κυβέρνηση. Επομένως, εκείνη την κρίσιμη στιγμή, όταν οι μονάδες αυτές, ανέπαφες, αγκάλιαζαν ασφυκτικά την Αθήνα και ολόκληρο το Λεκανοπέδιο της Αττικής, χρειαζόταν μια πολύ ισχυρή πολιτική φυσιογνωμία, ικανή να ανταποκριθεί στις έκτακτες περιστάσεις. Η ισχυρή προσωπικότητα του Καραμανλή ανταποκρινόταν, τις στιγμές εκείνες, στις επιταγές της τότε πραγματικότητας.


*Η ενδεδειγμένη ενέργεια


Ακόμη και πολύ αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση, όταν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, υπήρξαν ορισμένοι που μου είπαν ότι θα έπρεπε, αντί να κληθεί ο Καραμανλής από το Παρίσι, να είχε γίνει πρωθυπουργός ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Παρά τη βαθιά εκτίμηση αλλά και τα θερμά προσωπικά αισθήματα που έτρεφα για τον τελευταίο, πίστευα εντούτοις και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η δυναμική και στιβαρή προσωπικότητα του Καραμανλή ήταν απαραίτητη. Η κατάσταση ήταν ασταθής, εύθραυστη και επικίνδυνη. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια μέχρις ότου σταθεροποιηθεί και εδραιωθεί η μεταπολιτευτική κυβέρνηση. Η παρουσία του Καραμανλή υπήρξε καθοριστική για την ευόδωσή της.


Το βιβλίο του Πέτρου Αραπάκη «Το Τέλος της Σιωπής» θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη.