Λίγα χρόνια μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου και της αδελφοσφαγής που ακολούθησε, η Ζάκυνθος αντί να συνεχίσει να επουλώνει – όπως και η υπόλοιπη χώρα – τις πληγές της, άνοιγε καινούργιες που δεν μπόρεσαν ποτέ να γιατρευτούν. Πληγές που σήμαναν το ξεθεμέλιωμα της γενέθλιας πόλεως του Σολωμού και του Κάλβου και την αντικατάστασή της από μιαν άλλη, «καινούργια», η οποία όμως δεν είχε ούτε την αίγλη, ούτε την αισθητική, ούτε καν την ιστορία εκείνης που θάφτηκε.


Ο πρώτος σεισμός το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου του 1953, ημέρα Τρίτη, κατέστησε τα σπίτια του νησιού σε ποσοστό 75% επικίνδυνα ή απλώς ετοιμόρροπα και σε ποσοστό 100% ακατοίκητα. Ο πληθυσμός της πόλεως σε απόγνωση ξεχύθηκε σε δρόμους, σε πλατείες και στην ύπαιθρο ζητώντας καταφύγιο και προστασία.


Κι όμως, ο νομάρχης της πόλεως τηλεγράφησε την ίδια ημέρα στο υπουργείο των Εσωτερικών αναφέροντας πως «αι ζημίαι δεν υπερβαίνουν το ποσοστό των 20% και όλα βαίνουν καλώς και κανονικώς». Κι όμως, τίποτα δεν λειτουργούσε. Ο φόβος ενός δεύτερου σεισμού ήταν έντονος.


Το απόγευμα της 11ης Αυγούστου προκλήθηκε σοβαρή αναστάτωση στις φυλακές όπου εκρατούντο 217 κατάδικοι. Το κτίριο των φυλακών είχε ήδη κριθεί ακατάλληλο. Κραυγές απελπισίας, τρόμου, αγωνίας και απογνώσεως ακούγονταν από τα σιδηρόφρακτα παράθυρα του γερασμένου κτιρίου.


H νύχτα πέρασε με σχετική ησυχία. Κυριαρχούσαν όμως το σκοτάδι και ο τρόμος. Ελάχιστες οικογένειες μπήκαν στα σπίτια της πόλεως, κυρίως στα ισόγεια. Μες στη νύχτα ακούγονταν μόνον τα αναγνωριστικά σφυρίγματα των προσκόπων και των αστυνομικών που περιπολούσαν στους δρόμους εξυπηρετούμενοι από ηλεκτρικούς φακούς ή λάμπες.


Νέος σεισμός


Τη 12η Αυγούστου τα καταστήματα δειλά δειλά άρχισαν να ανοίγουν. Τα σπίτια και οι δρόμοι άρχισαν να καθαρίζονται από τα χώματα και τις πέτρες. Ολοι είχαν αρχίσει να νομίζουν πως θα ξανάρχιζαν να ζουν με κανονικούς ρυθμούς, όταν στις 11.30 μια καινούργια σεισμική δόνηση, η οποία διήρκεσε περί τα 45 δευτερόλεπτα, συγκλόνισε εκ νέου το νησί.


«H γη εσείετο με δαιμονιώδη δύναμη εκ των κάτω προς τα άνω και με παράλληλες κυματοειδείς κινήσεις που ξεθεμέλιωναν τα σπίτια, τα σήκωναν ψηλά, άνοιγαν οι τοίχοι τους στον αέρα και έπεφταν στους δρόμους ολόκληροι με ορμή και με κρότο τρομερό. H πόλη σκεπάστηκε από ένα πυκνότατο σύννεφο από χώματα και σκόνες και στη θέση που βρέθηκε ο καθένας (παρ)έμεινε εμβρόντητος, απολιθωμένος, πνιγμένος στο χώμα, σκεπασμένος λίγο ή πολύ από ξύλα, πέτρες, σπασμένα έπιπλα, μη έχοντας δύναμη να συγκρατηθεί και να καταλάβει αν βρίσκεται κοντά στη σκληρή πραγματικότητα, αν υπάρχει στη ζωή ή αν είναι σκοτωμένος» γράφει ο Δ. Στραβόλεμος στο βιβλίο του «H Ζάκυνθος υπό τα ερείπια και τας φλόγας».


H πόλη της Ζακύνθου δεν υπήρχε πια. Οι δρόμοι είχαν κλείσει. Κανένα σπίτι δεν είχε μείνει όρθιο. Ερείπια και αίματα παντού. Φωνές από τους πληγωμένους που πονούσαν, πλακωμένοι από ολάκερες στέγες με δοκάρια και τοίχους, ξαπλωμένοι με κομμένα χέρια, σπασμένα πόδια ή κεφάλια. Αλλοι σκοτωμένοι. Αλλοι να αναζητούν τους δικούς τους ανθρώπους ή να θρηνούν.


Από τα πρώτα κτίρια που κατέρρευσαν ήταν η Νομαρχία, τα πανύψηλα σπίτια της Πλατείας Ρούγας, της οδού Φωσκόλου, της παραλίας, το Δαμίρειο Μέγαρο, η Λέσχη «Ζάκυνθος», τα οικήματα της Πλατείας Γεωργίου B’, μερικές από τις εκκλησίες, όλα τα σπίτια από τον Αγιο Λάζαρο μέχρι τον Εσταυρωμένο. Το Θέατρο και το Λομπαρδιανό Καζίνο παρέμεναν όρθια.


Μισή ώρα μετά το μεσημέρι μια νέα σεισμική δόνηση έριξε το άγαλμα του Διονυσίου Σολωμού στην κεντρική πλατεία της πόλεως. Κόπηκε από τη βάση του. Το κεφάλι χτύπησε σε μια γωνία του μαρμάρινου βάθρου κι έσπασε. Με την πτώση έσπασε και το δεξί πόδι.


H Ζάκυνθος φλέγεται


Στην Πλατεία Γεωργίου B’, μέσα από τα ερείπια του ζυθοπωλείου του Σπύρου Καρδιανού-Μπούκιου, ξεπρόβαλε η φωτιά. Λάμψεις και καπνοί απλώθηκαν αμέσως και σχημάτισαν μια τρομακτική εστία πυρός.


H πόλη διέτρεχε τώρα έναν ακόμη κίνδυνο. H αστυνομική δύναμη και η ομάδα των προσκόπων που βρίσκονταν στην Πλατεία Σολωμού προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά. H μοναδική πυροσβεστική αντλία του δήμου όμως είχε πάθει βλάβη.


H φωτιά άρχισε να εξαπλώνεται. Ενισχυμένη από τον αέρα προχωρούσε καίγοντας κατοικίες και κτίρια, αλλά και τους ιστορικούς ναούς των Αγίων Πάντων και της Μητροπόλεως. Μαύροι καπνοί υψώνονταν από παντού. Νέες κραυγές απελπισίας και πόνου.


Το τελικό χτύπημα



Ενώ οι πύρινες γλώσσες κατέτρωγαν ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους, στις 14.30 της 12ης Αυγούστου του 1953 προστέθηκε και άλλος μεγάλος σεισμός, λίγο μικρότερης έντασης αλλά μεγαλύτερης διάρκειας από τους προηγουμένους. Από το επιβλητικό και μεγαλόπρεπο καμπαναριό του Αγίου Διονυσίου στην παραλία έπεσε ο τρούλος και μαζί οι τρεις καμπάνες που σωριάστηκαν κομματιασμένες στη γη.


Το Δημοτικό Θέατρο με το Λομβαρδιανό Καζίνο γκρεμίστηκαν κι αυτά. Μόνο τέσσερα κτίρια απέμειναν όρθια: ο ναός του Αγίου Διονυσίου, το Γ’ Δημοτικό Σχολείο του Αμμου στην παραλία, η Εθνική Τράπεζα και η οικία του Νικολάου Σαρακίνη. Βαριά τραυματισμένα, αλλά όρθια απέμεναν να στέκονται τα καμπαναριά της Φανερωμένης, της Πικριδιώτισσας, της Χρυσοπηγής και της Αγίας Τριάδας. Κανένα άλλο κτίριο, εκκλησιά ή καμπαναριό δεν υπήρχε.


Ο λιμενάρχης Ζακύνθου ειδοποίησε τις καθεύδουσες στην Αθήνα αρχές και την κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου: «…Παντελής έλλειψις υγειονομικού υλικού και νοσοκομειακής περιθάλψεως… Παρακαλώ διατάξητε αποστολή πετρελαιοκινήτων διά μεταφοράν πληθυσμού…». Στην Αθήνα εκδόθηκαν τα πρώτα παραρτήματα των εφημερίδων και ο ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να παίζει πένθιμα εμβατήρια.


Στην πόλη της Ζακύνθου όμως η φωτιά συνεχίζει να κατατρώει ό,τι απέμεινε από τη μανία του Εγκέλαδου.


«Οσοι κατέφυγαν μισόγυμνοι και κουρελιασμένοι στα γύρω υψώματα της πόλεως ή μέσα στις βάρκες και τις μαούνες που υπήρχαν στο λιμάνι και ζούσαν κοντά στην τραγωδία δεν θα ξεχάσουν ποτέ τις ικετευτικές και σπαραξικάρδιες επικλήσεις και φωνές των ανθρώπων εκείνων που μισοζώντανοι και πλακωμένοι έβλεπαν τη φωτιά να τους πλησιάζει. Δεν θα ξεχάσουν ποτέ το τσιτσίρισμα και την οσμή των ανθρωπίνων σαρκών που εκαίγοντο μαζί με τις ξυλοδεσίες των σπιτιών, με τα έπιπλα, με τα υπάρχοντα, με όλα τα πολύτιμα και τιμαλφή των πλουσίων και των πτωχών, με τις αναρίθμητες βιβλιοθήκες…» αφηγείται ο Δ. Στραβόλεμος.


Ο λαός ευρίσκετο σε απόγνωση. Από πουθενά δεν ερχόταν βοήθεια. «Δεν μπορεί, κάτι θα κάνουν» εσκέπτοντο οι περισσότεροι. Κάποια στιγμή ακούστηκε ο βόμβος ενός αεροπλάνου. Πλησιάζει. Χαμηλώνει. Είναι αμερικανικό. Οι ρακένδυτοι, οι πεινασμένοι, οι διψασμένοι τού κάνουν σήματα. Το χαιρετούν με τα κουρέλια που τους είχαν απομείνει. Το αεροπλάνο πήρε φωτογραφίες και χάθηκε στον ορίζοντα.


«H πόλις έπαυσε υφισταμένη»


Στις 8 το βράδυ έφτασε στη Ζάκυνθο το αρματαγωγό «Λήμνος». Ο βουλευτής Γκίγκης Βούλτζος έστειλε από τον ασύρματο του σκάφους το ακόλουθο τηλεγράφημα στο υπουργείο των Εσωτερικών:


«H πόλις της Ζακύνθου έπαυσεν ουσιαστικώς υφισταμένη, καταστραφείσα πλήρως υπό των σεισμών. Τα ερείπια καίονται μαινομένων των πυρκαγιών».


Στις 11 τη νύχτα κατέφθασε το πλοίο «Ναύπακτος» και παρέλαβε τους φυλακισμένους από τις ήδη γκρεμισμένες φυλακές της πόλεως.


Το ξημέρωμα της 13ης Αυγούστου του 1953 η φωτιά είχε φτάσει στην Πλατεία των Αγίων Σαράντα. Καίγονται η εκκλησία, το Μέγαρο πρώην Αμπελοράβδη, το Μέγαρο των Δικαστηρίων, ενώ η περιοχή «Τσαρουχαρέικα» με τις γραφικές κολόνες κάηκε κι αυτή σαν τα πυροτεχνήματα.


H άφιξη των Βρετανών


Στις 9 το πρωί της Πέμπτης 13 Αυγούστου κατέπλευσε στη Ζάκυνθο το βρετανικό καταδρομικό «Γκάμπια» και λίγο αργότερα αεροπορικώς από την Κεφαλληνία ο αρχηγός των βρετανικών δυνάμεων της Μεσογείου Λόρδος Μάουντμπάντεν. Ο Μάουντμπάντεν ζήτησε από τις βρετανικές δυνάμεις να σταλεί νερό από τη Μάλτα, ενώ στην έκθεσή του προς το Λονδίνο ο κυβερνήτης του καταδρομικού ανέφερε πως το «θέαμα εν συνόλω είναι πολύ χειρότερον από εκείνο το οποίον επαρουσίαζεν η Χιροσίμα μετά την καταστροφήν της υπό της ατομικής βόμβας…».


Προς το βράδυ έφτασε στη Ζάκυνθο το σκάφος «Πίνδος» για να παραλάβει τραυματίες. Γεμίζει πρόσφυγες και φεύγει από τη Ζάκυνθο.


Την ίδια ώρα όμως η φωτιά, που δεν είχε σβηστεί, πλησίαζε προς την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Ο ηγούμενος και οι πατέρες της Μονής αποφάσισαν να σηκώσουν τον Αγιο από τη λάρνακά του και με τη συνοδεία μικρού τιμητικού αποσπάσματος από το καταδρομικό «Γκάμπια» τον μετέφεραν προς τον δρόμο του Καλλιτέρου.


Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός, στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος συγκροτεί επιτροπή υπό τη διεύθυνση του στρατηγού Καρατζένη για τον συντονισμό των ενεργειών για την παροχή βοηθείας προς τους σεισμοπαθείς, ενώ η γενική συντονιστική εποπτεία των στρατιωτικών τμημάτων που κατευθύνονταν προς τις σεισμόπληκτες περιοχές ανατέθηκε στον αντιστράτηγο Δημήτριο Ιατρίδη, με έδρα το Αργοστόλι της Κεφαλληνίας.


Την επομένη, Παρασκευή 14 Αυγούστου, έφτασε στη Ζάκυνθο με σκηνές, τρόφιμα, φαρμακευτικό υλικό και με μηχανήματα (μπουλντόζες κτλ.) το αρματαγωγό «Αλφειός», καθώς και το επίτακτο «Ανδρος» για την παραλαβή τραυματιών. Με το «Ανδρος» έφθασαν και ο έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μανόλης Χατζηδάκης και η διευθύντρια της Δημοσίας Βιβλιοθήκης Ζακύνθου Αικατερίνη Παρπαρία, η οποία διαπίστωσε ότι ναι μεν το κτίριο είχε υποστεί ζημιές, αλλά το πολύτιμο περιεχόμενό του παρέμενε ανέπαφο.


Το ίδιο πρωί έφτασε στο νησί το αμερικανικό οπλιταγωγό «Rockbridge» με υγειονομικό υλικό, τρόφιμα και συνεργεία διανοίξεως δρόμων. Αργότερα κατέπλευσαν στη Ζάκυνθο το γαλλικό καταδρομικό «Montcalm» και δύο ακόμη πλοία, ένα ιταλικό και ένα ισραηλινό, με τρόφιμα και υγειονομικό υλικό.


Οι ναύτες του αμερικανικού πλοίου με ειδικά φορεία μετέφεραν στην Πλατεία Σολωμού νεκρούς μέσα από τα ερείπια και στη συνέχεια στο Κοιμητήριο. Τα πτώματα βρίσκονταν σε τυμπανιαία κατάσταση, παραμορφωμένα και βρωμούσαν. Οι νεκροθάφτες είχαν ανοίξει έναν μεγάλο λάκκο και έριχναν τα πτώματα, ενώ πυροβολούσαν τα σκυλιά που είχαν καταφτάσει λόγω της οσμής καμένης σάρκας και… της πείνας τους.


Τον επισιτιστικό τομέα είχαν αναλάβει Αμερικανοί και Βρετανοί, και προς τούτο το αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων Ευρώπης είχε διατάξει να ανασταλούν όλες οι ασκήσεις τους και να δοθεί «απόλυτος προτεραιότης εις την παροχήν βοηθείας προς τους σεισμοπλήκτους». Τις ενέργειες συντόνιζε ο ναύαρχος Κάσσαντυ, αρχηγός του αμερικανικού 6ου Στόλου, ο οποίος εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Πάτρα.


Κάηκε η «Φανερωμένη»


Το απόγευμα της 14ης Αυγούστου του 1953, την ώρα που θα ετοιμαζόταν ο αρχιερατικός εσπερινός για τη γιορτή της Παναγίας, η φωτιά ξεπρόβαλε από την εκκλησία της Φανερωμένης. H εκκλησιά με τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, το στολίδι της Ορθοδοξίας, έγινε παρανάλωμα του πυρός. Τα εξαιρετικής αισθητικής έργα ζωγραφικής, ξυλογλυπτικής, αργυρογλυπτικής και όλα τα κειμήλια που υπήρχαν στον ναό μεταβλήθηκαν σε στάχτες. Ολα σβήσανε για πάντα. Διασώθηκαν από «τύχη» μία «παράσταση» της γεννήσεως της Θεοτόκου, έργον του Νικολάου Δοξαρά (είχε μεταφερθεί πριν από τους σεισμούς για συντήρηση στην Εθνική Πινακοθήκη), καθώς και δύο εικόνες των Προφητών και μία μεγάλη εικόνα της Παναγίας, τις οποίες διέσωσε με κίνδυνο της ζωής του ο Μανόλης Χατζηδάκης. Κι όμως, όπως λένε οι Ζακυνθινοί, ο ναός θα μπορούσε να σωθεί αν από την πρώτη μέρα των σεισμών είχαν ληφθεί τα απαραίτητα για τις περιστάσεις μέτρα.


Ο αποκλεισμός του νησιού


Την ίδια ώρα ο πληθυσμός είχε μαζευτεί στην παραλία και προσπαθούσε με τα διάφορα πλωτά μέσα που κατέφθαναν να φύγει από την ισοπεδωμένη Ζάκυνθο. Μια κυβερνητική διαταγή όμως απαγόρευε στον πληθυσμό να αναχωρήσει.


Ο στρατηγός Καρατζένης, διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου, υποστήριξε πως «ο σημειωθείς πανικός εκ των σεισμών υπήρξεν υπερβολικός και δέον κατά ποσοστόν να αποδοθεί εις υποκίνησιν παραγόντων προτιθεμένων να εκμεταλλευθούν την συμφοράν».


Ο Καρατζένης ζήτησε από τους συμμάχους «όπως MH διευκολύνουν την μετακίνησιν του πληθυσμού των πληγεισών περιοχών», ενώ απεφασίσθη η δημιουργία ναυτικών περιπόλων «προς παρεμπόδισιν τυχόν επί χρήμασι υπό ιδιωτών μετακινήσεως των σεισμοπαθών». Αλλωστε, η θέση της κυβερνήσεως ήταν ότι «εν ουδεμιά περιπτώσει διά γενικοτέρους λόγους δεν έπρεπε να δημιουργηθεί νέον προσφυγικόν ζήτημα».


Κι όμως όλα αυτά συνέβαιναν όταν ο ανταποκριτής του πρακτορείου Ρόιτερ, Σαμ Μοντιάνο, μετέδιδε πως «εκείνας τας στιγμάς η Ζάκυνθος ωμοίαζεν με άσυλον φρενοβλαβών»…


«Μάχη» για τα κειμήλια


Στο μεταξύ βρισκόταν σε εξέλιξη μια άλλη προσπάθεια, αυτή της διασώσεως των έργων τέχνης και των εκκλησιαστικών κειμηλίων.


Ο έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μανόλης Χατζηδάκης μαζί με πολλούς Ζακυνθινούς αλλά και στρατιώτες, από το πρωί μέχρι το βράδυ, έμπαιναν μέσα στα ερείπια και με κίνδυνο της ζωής τους έβγαζαν εικόνες και ιστορικά κειμήλια, όσα φυσικά είχαν σεβαστεί ο σεισμός και η φωτιά.


Οι πρόσκοποι παρέσχον πολύτιμη βοήθεια στον φαρμακοποιό και λόγιο Νικόλαο Βαρβιάνη που, ως Σεβάσμιος της Τεκτονικής Στοάς «Αστήρ της Ανατολής Αριθ. 880», είχε αναλάβει τη διάσωση των Αρχείων της Στοάς, μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και τα πρωτότυπα χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού.


Το πρωί της Κυριακής 16 Αυγούστου βρετανοί κομάντος μαζί με έλληνες και αμερικανούς στρατιώτες έβαλαν δυναμίτες σε κτίρια – που δεν είχαν σωριασθεί αμέσως με τους σεισμούς – για να τα ανατινάξουν. Σε όσα από αυτά δεν έπεφταν, έβαλαν φωτιά. Αδιαφόρησαν για τις συνέπειες. Μαύροι καπνοί σκέπασαν τον ουρανό. H φωτιά προχώρησε προς τα ερείπια των (πάλαι ποτέ επιβλητικών) αρχοντικών των οικογενειών Κομούτου, Μεσαλά, Μερκάτη και με κατεύθυνση το Μέγαρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης. H διευθύντριά της Αικατερίνη Παρπαρία τόνισε προς όλους πως θα έπρεπε να διασωθεί το περιεχόμενο της Βιβλιοθήκης. Οι πάντες ικετεύουν τις στρατιωτικές αρχές να σώσουν τις χιλιάδες τόμους των βιβλίων και των χειρογράφων. Δεν υπήρξε όμως καμία ουσιαστική ανταπόκριση. Το Μέγαρο κάηκε ολοσχερώς και μαζί του χιλιάδες βιβλία, χειρόγραφα και ιστορικά κειμήλια. H φωτιά προχώρησε και κατέκαψε το Μέγαρο Δομενεγίνη, τον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Νικολάου των Γερόντων, ενώ χάρη στην προσπάθεια του Νικολάου Κομούτου, ο οποίος είχε συστήσει «προσωπικό συνεργείο», διασώθηκαν από τη φωτιά ιστορικά κειμήλια από το Μητροπολιτικό Μέγαρο, το Μέγαρο των Κομούτων, τους ναούς του Αγίου Μάρκου και του Παντοκράτορα, όπου προσωρινά είχαν τοποθετηθεί μερικοί πίνακες του Εκκλησιαστικού Μουσείου Ζακύνθου.


Το απόγευμα της 17ης Αυγούστου αποσύρθηκαν από τη Ζάκυνθο οι αμερικανικές και οι βρετανικές δυνάμεις, καθώς, όπως ανέφερε ο ναύαρχος Κάσσαντυ στον στρατάρχη Παπάγο, τα πλοία του αμερικανικού 6ου Στόλου «εξήντλησαν όλα τα εφόδιά τους».


«Πέντε ώρες έμεινα στην πόλη της Ζακύνθου και έφυγα με το μήνυμα των ανθρώπων της στ’ αυτιά. Χρειάζονται όχι βοήθεια, αλλά όλες τις βοήθειες απ’ αρχής (…). Γιατί οι Ζακυνθινοί έχουν υποστεί έναν κλονισμό που τους έχει ρίξει σε βαθιά ψυχολογική κατάπτωσι. Δεν είναι μονάχα ότι χάσανε ανθρώπους, περιουσίες, σπίτια, θησαυρούς, κειμήλια. Δεν έχει χάσει μονάχα ο καθένας κάτι. Εχασαν όλοι μαζί την Ζάκυνθον. «Εχάσαμε την ψυχή μας» σου λένε στεγνά. Εχάσανε την πόλι τους, εχάσανε τα δρομάκια όπου μεγαλώσανε, τα περιβόλια που πρωτοτραγουδήσανε, εχάσανε τα νιάτα τους, την πρώτη και τη μεγάλη τους αγάπη. Και με τα πέτρινα ερείπια που ορθώνονται λείψανα μελαγχολικά ολόγυρά τους, δεν μπορούν να ξεχάσουν το δράμα που ζούνε ούτε στιγμή» έγραφε η Ελένη Βλάχου στις 16 Αυγούστου του 1953 στην «Καθημερινή».


* Ο κ. Νίκος Μεγαδούκας είναι δημοσιογράφος.