Ο άνδρας των 20.000 γυναικών Κατάφερε να σπάσει κάθε ρεκόρ στα γήπεδα του μπάσκετ και να δημιουργήσει τον μεγαλύτερο θόρυβο έξω από αυτά
Τελικά με πόσες γυναίκες πήγε στην απ’ ό,τι φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή του ο μπασκετμπολίστας Γουίλτ Τσάμπερλεν; Ηταν 20.000, όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του και επανελήφθη σε όλες τις νεκρολογίες του παγκόσμιου Τύπου; Δεκατέσσερις σε μία νύχτα; Μόλις εννέα παντρεμένες; Οι περισσότερες λευκές, όπως κοκορευόταν στο βιβλίο Βλέποντας από ψηλά; Ή τελικά ο περίφημος αριθμός ήταν «απλώς για να δώσει έμφαση», όπως ανασκεύασε με δηλώσεις του αργότερα; Την καλύτερη απάντηση ίσως να τη δίνει μια παλαιά ατάκα του Κλαρκ Γκέιμπλ: «Αν είχα κάνει έρωτα με όλες τις γυναίκες που λένε ότι έχω κάνει τότε δεν θα είχα καθόλου καιρό για ψάρεμα». Παρ’ όλα αυτά, σαν τον Γκέιμπλ, ο Τσάμπερλεν κατάφερε να δημιουργήσει έναν μύθο γύρω του. Για τις ικανότητές του, τις γυναίκες, τα λεφτά, τα αυτοκίνητα, την εργένικη ζωή. Ισως γιατί σε αντίθεση με τον Ρετ Μπάτλερ, ο μαύρος Τσάμπερλεν δεν έμοιαζε καθόλου σαν να βγήκε από τις βαμβακοφυτείες τού «Οσα παίρνει ο άνεμος»…
Ο Γουίλτον Νόρμαν Τσάμπερλεν δεν ήταν ο πιο δημοφιλής μπασκετμπολίστας του καιρού του. Για την ακρίβεια δεν ήταν ποτέ δημοφιλής παρά μόνο στις γυναίκες, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει στην αυτοβιογραφία του. Το ντύσιμό του, συνήθως ένα μαύρο παντελόνι και από πάνω ένα λεοπαρδαλέ γιλέκο, τον έκαναν πιο τρομακτικό απ’ όσο μπορούσε να είναι ένας μαύρος ύψους 2,16 και βάρους 135 κιλών. Το ότι μπορούσε μόνος του να κατανικήσει οποιαδήποτε ομάδα λευκών τον έκανε πιο απειλητικό για τους συντηρητικούς Αμερικανούς των 50s και 60s και όχι τόσο αγαπητό, όσο τον Μπιλ Ράσελ, στη μαύρη κοινότητα η οποία πάσχιζε να περάσει μια πιο ήπια εικόνα, διεκδικώντας δικαιώματα. Το ότι ουδέποτε ήταν διπλωματικός τού χάρισε πολλούς εχθρούς και τον ακολούθησε ως τις τελευταίες του στιγμές, το μεσημέρι της προηγούμενης Τρίτης, όταν βρέθηκε νεκρός από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Μπελ Ερ του Λος Αντζελες. Ηταν διαφορετικός. Και η (αθλητική) ιστορία από τέτοιους γράφτηκε.
Το απίστευτο επίτευγμα
Ο Τσάμπερλεν κατ’ αρχάς άλλαξε την ιστορία του μπάσκετ. Ηταν ο πρώτος ψηλός με αθλητικές ικανότητες. Η μαγική βραδιά της 2ας Μαρτίου του 1962, οπότε πέτυχε 100 πόντους σκορ που πλέον δυσκολεύονται να πιάσουν οι σημερινές ομάδες οδηγώντας τους Φιλαδέλφεια Γουόριορς στο 169-147 επί των δύσμοιρων Νιου Γιορκ Νικς, ήταν μόνο ένα από τα απίστευτα επιτεύγματά του. Την ίδια χρονιά τελείωσε με μέσο όρο πόντων πάνω από 50 και ανάγκασε τους υπευθύνους του ΝΒΑ να αναδιαμορφώσουν τους κανόνες του παιχνιδιού προκειμένου να μην παραμείνει τόσο άνιση η μάχη. Μεγάλωσαν τη ρακέτα για να τον κρατήσουν μακρύτερα από το καλάθι, απαγόρευσαν το κόψιμο στην κάθοδο της μπάλας και περιόρισαν τους τρόπους με τους οποίους εκτελούνται οι ελεύθερες βολές. Στην ιστορία των σπορ δεν υπάρχει άλλος αθλητής που να προκάλεσε μόνος του τόσες αλλαγές στους κανόνες.
Η αγωνιστική συνύπαρξη την ίδια εποχή με τον Μπιλ Ράσελ των Μπόστον Σέλτικς στην ουσία αποτελεί την ιδρυτική πράξη του ΝΒΑ με τη μορφή που έχει σήμερα. Πριν από τον Τσάμπερλεν και τον Ράσελ το ΝΒΑ ήταν μια ηρωική και άσημη διοργάνωση. Πάνω στην επική αντιπαλότητα των δύο μαύρων σέντερ φορ κτίστηκε και γιγαντώθηκε η πιο επιτυχημένη μεταπολεμική λίγκα. Από τη μία ήταν ο Ράσελ, ο καλός παντρεμένος μαύρος, χρυσός ολυμπιονίκης το 1960, ο παίκτης για τους συμπαίκτες του, αυτός που δεν έπαιρνε τη λάμψη από τους λευκούς συμπαίκτες του. Από την άλλη, ο Τσάμπερλεν, ο μαύρος εργένης από τη βιομηχανική Φιλαδέλφεια, ο οποίος εγκατέλειψε το κολέγιό του για να πάρει τα 65.000 δολάρια που του προσέφεραν οι Χάρλεμ Γκλόμπτροτερς, ο σόουμαν που έκανε τους λευκούς να μοιάζουν μηδενικά. Τη δεκαετία του ’60 μονοπώλησαν το ενδιαφέρον και τους τίτλους, έστω και αν οι περισσότεροι πήγαν στον Ράσελ και τη μεγάλη ομάδα των Σέλτικς, τη μεγαλύτερη αθλητική δυναστεία του αιώνα μας. Το 1972, φορώντας μια κίτρινη κορδέλα στο ξυρισμένο κεφάλι του, κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Λος Αντζελες Λέικερς το αποκορύφωμα μιας μεγάλης καριέρας. «Ο Γουίλτ κυριαρχούσε τόσο που έμοιαζε σχεδόν αστείο να βλέπεις άλλους παίκτες να προσπαθούν να παίξουν εναντίον του» θα πει χρόνια μετά ο συμπαίκτης του στο Λος Αντζελες Τζέρι Γουέστ. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο Τσάμπερλεν ήταν ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών. Ενα από τα στοιχεία που κράτησαν το όνομα του Γουίλτ συνέχεια στην επικαιρότητα από την ημέρα που αποφάσισε να εγκαταλείψει το μπάσκετ, ύστερα από μια καριέρα 14 ετών, ήταν και το ερώτημα για το αν πρόκειται για τον σπουδαιότερο μπασκετμπολίστα της ιστορίας.
Η μάχη με τον Τζόρνταν
Ο Λάρι Μπερντ των Σέλτικς υποστηρίζει ότι ο Τσάμπερλεν ήταν ο καλύτερος και όχι ο Μάικλ Τζόρνταν. Ο ίδιος ο Τσάμπερλεν είχε βρίσει έναν παλαιό παίκτη του ΝΒΑ, τον Μπιλ Γουόλτον, επειδή είχε πει στην τηλεόραση ότι ο Τζόρνταν ήταν ο καλύτερος. Μετά ο Τσάμπερλεν είχε ανασκευάσει, λέγοντας ότι «ο Τζόρνταν αξίζει όλους τους επαίνους που παίρνει», αλλά και είχε προσθέσει ότι «είναι τυχερός που ζει σε μια εποχή στην οποία οι ικανότητές του εκτιμούνται. Μερικοί παίκτες δεν εκτιμούνται. Εγώ; Θα έλεγα ότι βρίσκομαι σε αυτή την κατηγορία» είχε καταλήξει ο Τσάμπερλεν. Ολη του η ζωή ήταν μια τέτοια ανισότητα.
Οταν εγκατέλειψε το μπάσκετ συνέχισε να αθλείται παίζοντας βόλεϊ και τρέχοντας μαραθώνιο. Ωστόσο αυτός ο υπεραθλητής προδόθηκε από την καρδιά του, με την οποία αντιμετώπιζε προβλήματα αρρυθμίας από τα 20 χρόνια του και είχε υποστεί ένα καρδιακό επεισόδιο το 1992, όταν επισκέφθηκε το «Φόρουμ» για να εορτασθούν τα 20 χρόνια από την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1972 από τους Λέικερς. «Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο» θυμήθηκε σήμερα ο φωτογράφος της ομάδας κ. Γουέν Ρόμπερτς. Τον τελευταίο καιρό χρειάστηκε να χάσει 15 κιλά και γυμναζόταν καθημερινά στο κέντρο υγείας του Σαν Φερνάντο. Εχοντας όλον τον κόσμο και ιδίως τις γυναίκες στα πόδια του ας μην ξεχνάμε ότι εγκατέλειψε την ενεργό δράση εν μέσω της σεξουαλικής επανάστασης των 70s χαρακτήριζε την πολυτελή ζωή του ανάμεσα στις επαύλεις του στο Λος Αντζελες, στο Βανκούβερ και στη Χαβάη «εξαιρετικά βαρετή». Παρ’ όλα αυτά για τους άλλους η ζωή του Τσάμπερλεν δεν ήταν καθόλου αδιάφορη. Οι δημοσιογράφοι είχαν να το λένε για το πιο ακριβό σπίτι στον κόσμο με τη μία μόλις κρεβατοκάμαρα. Ηταν η ίδια κρεβατοκάμαρα όπου βρέθηκε νεκρός στο Μπελ Ερ.
Κατά τη διάρκεια ενός τηλεοπτικού σόου τού Εντ Σάλιβαν ο Τσάμπερλεν είχε προσκαλέσει τον Μοχάμεντ Αλι σε πυγμαχικό αγώνα και μάλιστα είχε κανονίσει και την αμοιβή του, η οποία θα άγγιζε το 1 εκατ. δολάρια. Οταν φίλοι του, όπως ο Ράσελ, με τον οποίο ως το τέλος της ζωής του περνούσε αρκετό καιρό μαζί, τον έπεισαν να μην παλέψει, ο Τσάμπερλεν κρατήθηκε ελάχιστα αλλά μετά είπε: «Θα τον είχα νικήσει».
Το 1991 η κοινή γνώμη συγκλονίστηκε διαβάζοντας στην αυτοβιογραφία του Βλέποντας από ψηλά ότι «από τα 15 μου έκανα έρωτα με 20.000 γυναίκες». Σε άλλη εποχή ο Τσάμπερλεν θα αποθεωνόταν. Το 1991 όμως συνέπεσε λίγο μετά την ανακοίνωση του Μάτζικ Τζόνσον, επίσης γνωστού εργένη, ότι ήταν θετικός στο HIV, τον ιό του AIDS. Οι φεμινίστριες του επιτέθηκαν. Ακόμη χειρότερα, ο μαύρος τενίστας Αρθουρ Ας, ο οποίος πέθανε από AIDS, κατηγόρησε μετά θάνατον τον Τσάμπερλεν ότι αμαυρώνει την εικόνα της φίλης του… Ο Τσάμπερλεν αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη «αν αδίκησα τις γυναίκες φίλες μου. Σεβόμουν απόλυτα τις γυναίκες. Πέντε μάλιστα κέρδισαν την καρδιά μου αλλά όχι τόσο για να τις παντρευτώ. Στα παιδικά μου χρόνια μεγάλωσα με τη μητέρα μου και τις έξι αδελφές μου. Ποτέ δεν θα υποτιμούσα τις γυναίκες. Ο,τι έκανα με αυτές ήταν στο πνεύμα της αμοιβαιότητας». Μπόλικη αμοιβαιότητα…