Π ανίσχυρα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα της Wall Street και του City κατέρρεαν όπως τα ντόμινο, προκαλώντας πανικό σε κυβερνήσεις, κεντρικούς τραπεζίτες και επενδυτές μήπως και καταρρεύσει ολόκληρη η χρηματοπιστωτική δομή των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Στις δύο μητροπόλεις της παγκόσμιας τραπεζικής βιομηχανίας, στο Μανχάταν και στο Λονδίνο, η ραγδαία κλιμάκωση της κρίσης τις τελευταίες 15 ημέρες, εισερχόμενη στη φονικότερη φάση της, απειλούσε με κρατικοποίηση όλο το αμερικανικό και βρετανικό τραπεζικό σύστημα. Οι σεισμικές αυτές δονήσεις, που παρέπεμπαν στη Μεγάλη Υφεση του 1929-30, πυροδότησαν παγκόσμιο συναγερμό και εξανάγκασαν την Ουάσιγκτον να δράσει. Αποφασίστηκε η δημιουργία ενός γιγαντιαίου κρατικού επενδυτικού οχήματος, το οποίο θα αναλάβει όλα τα τοξικά επενδυτικά χρεόγραφα και τα άλλα «πονηρά» δάνεια, τα οποία βαρύνουν τις οικονομικές καταστάσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και έχουν παρασύρει στην καταστροφή επενδυτικές τράπεζες-κολοσσούς και στεγαστικούς γίγαντες.

Το σχέδιο που εκπόνησαν ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον και ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι , λεπτομέρειες του οποίου θα δοθούν στη δημοσιότητα ίσως και σήμερα, θα αρχίσει με προϋπολογισμό ύψους 50 δισ. δολαρίων και θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση μετά το κραχ του 1929. «Μιλάμε για εκατοντάδες δισ.δολάρια» υπογράμμισε ο κ. Πόλσον και τόνισε ότι «απαιτείται να είναι μεγάλο ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στην καρδιά του» σε συνέντευξη που έδωσε προχθές Παρασκευή. Λέγεται ότι το σχέδιο αυτό θα αποτελεί παρωνυχίδα της Resolution Τrust Corporation. Ηταν το σχέδιο που δημιουργήθηκε το 1989 από τον πρώην πρόεδρο της Fed Αλαν Γκρίνσπαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση των «Savings and Loans» (στεγαστικών τραπεζών). Και τότε, όπως και τώρα, η κρίση στην αγορά κατοικίας των ΗΠΑ είχε προκαλέσει την κατάρρευση περίπου 1.000 στεγαστικών τραπεζών.

Είναι καίριας σημασίας αυτή η απόφαση της Ουάσιγκτον καθώς η κρίση από τον χρηματοπιστωτικό τομέα έτρεχε προς την πραγματική οικονομία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η τραπεζική βιομηχανία αποκαλείται «υπηρέτης-κλειδί» της πραγματικής οικονομίας. Και τούτο διότι σε καιρούς υπεραφθονίας των πιστώσεων οδηγεί τις οικονομίες σε κερδοσκοπικές «φούσκες», αλλά σε περιόδους πιστωτικής κρίσης τις στραγγαλίζει. Οχι γιατί είναι ακριβό το κόστος του χρήματος, αλλά διότι δεν υπάρχει διαθέσιμο χρήμα για δανεισμό. Με συνέπεια ακόμη και επιχειρήσεις με καλή κεφαλαιακή επάρκεια και κερδοφορία να έχουν την τάση να κάνουν οικονομία. Οιαδήποτε μη αναγκαία επένδυση αναβάλλεται. Οιοδήποτε περιττό κόστος κόβεται. Οι προσλήψεις εργατικού δυναμικού μειώνονται. Ο κίνδυνος αυτός δεν απειλεί μόνο την αμερικανική και τη βρετανική οικονομία, αλλά και όλον τον κόσμο επειδή η τραπεζική βιομηχανία είναι μια παγκόσμια βιομηχανία.

Οι ελπίδες σωτηρίας των χρηματοπιστωτικών ινστιτούτων από το σχέδιο της Ουάσιγκτον πυροδότησαν ένα άνευ προηγουμένου αγοραστικό ντελίριο για τις τραπεζικές μετοχές και προκάλεσαν σωτήριο ράλι στη Wall Street και σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου. Οι πανηγυρισμοί των επενδυτών είναι δικαιολογημένοι από το ενδεχόμενο επίλυσης του «φονικού» προβλήματος που αφορά όλα τα τοξικά επενδυτικά χρεόγραφα και τα άλλα «πονηρά» δάνεια, καθώς αυτά αποτελούν την πραγματική πηγή της καταστροφής τους.

Τραπεζίτες και άλλοι παίκτες της αγοράς εκμεταλλευόμενοι τον δανειστικό πυρετό που σάρωνε την αγορά κατοικίας των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια όχι μόνο χορήγησαν τα ρισκαδόρικα subprime δάνεια, αλλά εξέδωσαν δομημένα ομόλογα πάνω σε αυτά. Οταν όμως κατέρρευσαν οι τιμές των κατοικιών, όταν άρχισε να ανεβαίνει το κόστος δανεισμού με τις αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων και όταν οι επενδυτές κατάλαβαν ότι όλα αυτά τα επενδυτικά προϊόντα δεν παρείχαν καμία ασφάλεια, σταμάτησαν να τα αγοράζουν. Με συνέπεια οι τράπεζες και τα άλλα ιδρύματα να βρεθούν γεμάτα από τοξικά χρεόγραφα, όπως αποκαλούνται όλα αυτά τα δομημένα ομόλογα, και άλλα «πονηρά» δάνεια και να οδηγηθούν στην καταστροφή.

Επιπλέον οι Αρχές της Βρετανίας και των ΗΠΑ αποφάσισαν να βάλουν χαλινάρι στους κερδοσκόπους απαγορεύοντας το σορτάρισμα (short selling) των μετοχών σε τράπεζες και εταιρείες οι οποίες θεωρούνται καίριας σημασίας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των δύο αυτών χωρών από προχθές. Και ενώ οι απλοί επενδυτές είχαν ματώσει από το ξεπούλημα των μετοχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, άλλοι είχαν θησαυρίσει. Τα hedge funds και άλλοι θεσμικοί και ιδιώτες μεγαλοεπενδυτές στοιχημάτισαν ότι η τεράστια ρευστότητα που χορηγείται από τις κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου δεν πρόκειται να κατευθυνθεί προς τις μετοχές του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ετσι ξεκίνησαν τα επιθετικά τους παιχνίδια σορτάροντας τις μετοχές των τραπεζών. Είναι η πρακτική πώλησης μετοχών τις οποίες δεν κατέχουν οι πωλητές με την προσδοκία ότι θα τις αγοράσουν φθηνότερα. Και βεβαίως είναι ο πλέον επιτυχής τρόπος για τους γνώστες-επενδυτές να κερδίζουν ποντάροντας στην πτώση της τιμής μιας μετοχής.

Οι Αρχές απαγόρευσαν το «naked» σορτάρισμα των μετοχών σε τράπεζες και εταιρείες οι οποίες θεωρούνται καίριας σημασίας για τον χρηματοπιστωτικό σύστημα στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Δηλαδή θα πρέπει οι traders να αποδείξουν ότι έχουν δανειστεί τις μετοχές τις οποίες θα σορτάρουν πριν από την έναρξη των συναλλαγών. Στόχος να γίνει βραδύτερο και περισσότερο ακριβό το κόστος της διεξαγωγής του short selling και έτσι να μειωθούν οι ανεξέλεγκτοι ρυθμοί του. Τα κακά δάνεια των τραπεζιτών μπορεί να είναι η καρδιά του προβλήματος καθώς προκάλεσε την απώλεια της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο μέσω μιας επανακεφαλαιοποίησης, αλλά τα παιχνίδια με σορτάρισμα των τραπεζικών μετοχών από τα hedge funds είχαν καταστήσει τραγική την κατάσταση.