Πολιτική τελικά ήταν η λύση στο αδιέξοδο της παγκόσμιας οικονομίας, αφού οι κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από εκείνη των ΗΠΑ, ανέλαβαν δράση και έβγαλαν από το τέλμα τις αγορές που αντέδρασαν με ξέφρενη ανάκαμψη την Παρασκευή. Υστερα από αυτό, το κατά πόσο οι κρατικές παρεμβάσεις είναι σε θέση να εξυγιάνουν τις αδυναμίες της οικονομίας είναι ένα ζήτημα που αναδείχθηκε με το ερώτημα «πώς θα λειτουργήσει στο εξής ο καπιταλισμός» και απασχολεί τώρα τους αναλυτές και κυρίως τους επενδυτές.

Η εμπειρία της παρούσας κρίσης, όπως αυτή κλιμακώθηκε την τελευταία εβδομάδα, προκάλεσε αναπόφευκτους συνειρμούς με την ιστορική οικονομική κρίση του 1929, καθώς το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο δεδομένου ότι απειλείται άμεσα ο τρόπος ζωής στον οποίο έχουν συνηθίσει τώρα οι πολίτες με τη βοήθεια ασφαλώς της πιστωτικής επέκτασης (καταναλώνοντας περισσότερα αγαθά από την αξία που παράγουν), την οποία όμως έρχεται να περιορίσει βίαια η ίδια, η πιστωτικής προέλευσης, κρίση.

Το αποτέλεσμα που βιώνουν εδώ και έναν χρόνο οι εμπλεκόμενοι με τη λειτουργία των αγορών, τους υποχρεώνει να παραδεχθούν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα απέτυχε να ελέγξει τα ίδια του τα προϊόντα, που γύρισαν «μπούμερανγκ».

Επί του παρόντος οι άμεσες και δραστικές κρατικές παρεμβάσεις έδωσαν το «φιλί της ζωής» στις αγορές και σε κάθε περίπτωση δεν απειλούν τον ελεύθερο χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό που ίσως συμβεί στο εξής είναι να αλλάξει το μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού, ο οποίος εμπεριέχει έτσι κι αλλιώς άπειρες μορφές υλοποίησης.

Ισως τεθεί σε αμφισβήτηση ο χρηματοοικονομικός κλάδος, ο οποίος υπερεκτιμήθηκε και αναδείχθηκε σε κορυφαίο μοχλό της οικονομίας, σε βάρος των αμιγώς παραγωγικών δραστηριοτήτων που δημιουργούν πραγματική και θεμελιώδη αξία.

Είναι ενδεικτικό ότι η αγανάκτηση των επενδυτών για τις τελευταίες εξελίξεις ήταν τόσο ακραία που ακόμη και θεσμικοί εκπρόσωποι της διεθνούς αγοράς εξέφρασαν ευθέως την επιθυμία να «εξαφανιστεί ο κλάδος της επενδυτικής τραπεζικής».

Αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση αυτή τη στιγμή είναι η παραγωγή κερδών από άυλες αξίες τις οποίες διακινούν οι τράπεζες υπερβαίνοντας το αντίκρισμα σε πραγματικές αξίες. Η συγκεκριμένη κερδοσκοπική τακτική ηττήθηκε από μόνη της και μέσα στην ίδια της την κορύφωση προκάλεσε την απαξίωση του οικοδομήματος που τη στήριζε φέρνοντας στο ναδίρ αρκετές αποτιμήσεις που βρίσκονταν στο ζενίθ πριν από λίγους μήνες.

ΟΤΕ
Οι ολοένα χαμηλότερες αποτιμήσεις στο ταμπλό υποχρεώνουν τους αναλυτές σε αναπροσαρμογή των εκτιμήσεών τους για τις μετοχές που παρακολουθούν, με βάση τόσο τα θεμελιώδη στοιχεία όσο και τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η συνεχής απαξίωση των εισηγμένων. Η μετοχή του ΟΤΕ έχει υποχωρήσει σε χαμηλά πλέον τριετίας και ως εκ τούτου η JΡ Μorgan μείωσε την τιμή-στόχο στα 19 ευρώ, από 23 ευρώ προηγουμένως, αλλά αναβάθμισε τη σύσταση σε «overweight» από «neutral», δεδομένου ότι η τιμή της υποχώρησε και πάλι χαμηλότερα των 14 ευρώ έχοντας σημειώσει το πρόσφατο χαμηλό στα 12,90 ευρώ στις 13 Αυγούστου. Την πίεση της μετοχής επικαλείται ο διεθνής οίκος και επισημαίνει ότι εμφανίζει μια από τις χειρότερες επιδόσεις στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών το 2008, καθώς υποχώρησε σε ποσοστό 46% και επί πλέον υποαπέδωσε έναντι του κλάδου σε ποσοστό 16% από τις αρχές του έτους. ΕΥΑΘ
Με την επισήμανση ότι: «τα αποτελέσματα εξαμήνου της ΕΥΑΘ εξέπληξαν θετικά την αγορά για ένα ακόμη τρίμηνο» η ΕθνικήΠ&Κ προσδιόρισε την τιμή-στόχο για τη μετοχή στα 8 ευρώ με σύσταση «overweight».

Στη σχετική έκθεση η χρηματιστηριακή υπογραμμίζει ότι η ΕΥΑΘ είναι ισχυρή επενδυτική περίπτωση που βασίζεται σε υπολογίσιμη και σε σχετικά ασφαλή ανάπτυξη, ενώ εμφανίζει περιορισμένο ρίσκο, αφού παρά την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητά της η μετοχή εξακολουθεί να διαπραγματεύεται με discount έναντι των αποτιμήσεων των ανταγωνιστικών ομίλων. Στα αποτελέσματα εξαμήνου, η ΕΥΑΘ σημείωσε αύξηση κατά 86,54% στα προ φόρων κέρδη που ανήλθαν στα 11,383 εκατ. ευρώ, από 6,1 εκατ. ευρώ στο α΄ εξάμηνο του 2007, με τον τζίρο να διαμορφώνεται στα 39,057 εκατ. ευρώ έναντι 33,289 εκατ.

ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του 2007, ενισχυμένος κατά 17,33%. Οι συνεχείς πιέσεις που δέχεται η μετοχή από την αρχή του μηνός έχουν περιορίσει την αποτίμησή της στην περιοχή των 5 ευρώ.

ΕΘΝΙΚΗ- Π&Κ
Η επίδραση της κρίσης στις τράπεζες
Oι άμεσες επιπτώσεις από την κατάρρευση της Lehman Βrothers θα είναι περιορισμένες, εκτιμά σε σχετική έκθεση για τον κλάδο η Εθνική- Π&Κ χρηματιστηριακή. Ωστόσο, επισημαίνει ότι οι διεθνείς εξελίξεις σε Lehman Βrothers, ΑΙG και Μerrill Lynch αναμένεται να επηρεάσουν δυσμενώς τη διατραπεζική αγορά. Οι ελληνικές τράπεζες είναι ενεργές στη διεθνή διατραπεζική αγορά και εάν αυτό το «εξαιρετικά σφιχτό περιβάλλον» διατηρηθεί για παρατεταμένη χρονική περίοδο θα επηρεάσει πιθανότατα τράπεζες όπως η Αlpha Βank, η Εurobank και η Τράπεζα Πειραιώς. Η χρηματιστηριακή σημειώνει ότι δεν θα αποτελούσε έκπληξη να δει την Αlpha Βank (μία εκ των ελαχίστων που δεν έχουν προχωρήσει σε επιθετικές κινήσεις συσσώρευσης καταθέσεων), να αλλάζει τη στρατηγική της προς αυτή την κατεύθυνση. Οι τράπεζες που αναμένεται να επηρεαστούν λιγότερο είναι οι κυπριακές, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και η Αγροτική Τράπεζα, καθώς οι καταθέσεις υπερβαίνουν τις χορηγήσεις. Στο περιβάλλον αυτό, η Εθνική- Π&Κ διατηρεί τη συντηρητική της στάση απέναντι στον κλάδο, σημειώνοντας ότι τα συμπιεσμένα επίπεδα αποτίμησης προσφέρουν στήριξη, αλλά δεν μπορούν να αποκλειστούν ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, λόγω του αρνητικού κλίματος για τις τράπεζες.