Τ ην πώλησή του σε ιαπωνικό συγκρότημα για περισσότερα από 167 εκατ. ευρώ ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου ο γερμανικής καταγωγής οίκος Jil Sander. Ο αγοραστής, η Οnward Ηoldings, κατασκευάστρια ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων, αθλητικών ειδών και καλλυντικών με έδρα το Τόκιο, είναι επίσης ιδιοκτήτης της φίρμας Joseph στη Μεγάλη Βρετανία. Από την άλλη, η εξαγορά αυτή δείχνει ότι η αγορά της πολυτέλειας διατηρεί τις αντοχές της στην κρίση που πλήττει την οικονομία διεθνώς. Παράλληλα, η συμφωνία πώλησης του οίκου με τις «μινιμαλιστικές» γραμμές αποδεικνύεται ιδιαίτερα επικερδής για την ιδιοκτήτρια Change Capital Ρartners, εταιρεία επενδυτικού κεφαλαίου την οποία ίδρυσε ο Λουκ Βάντεβελντ, διευθύνων σύμβουλος της βρετανικής αλυσίδας Μarks and Spencer ως το 2000. Η Change Capital Ρartners ήταν, εξάλλου, ο «καταλύτης» ο οποίος «έβγαλε από τη δύσκολη θέση» τον όμιλο Ρrada το 2006, όταν η ιταλική επιχείρηση αποφάσισε να απαλλαγεί από το «βαρύ φορτίο» των οικονομικών ανοιγμάτων που είχε πραγματοποιήσει στο πλαίσιο της διεύρυνσης της δραστηριότητάς της. Τότε, αν και το τελικό ποσόν της συναλλαγής δεν ανακοινώθηκε, υπολογίζεται ότι δεν ξεπέρασε τα 60 εκατ. ευρώ.
▅ Σχέδια για επέκταση στην Ασία
«Το αρχικό μας σχέδιο ήταν να πουλήσουμε την επιχείρηση το 2010-2011» λέει ο κ. Βάντεβελντ «αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή για να την απορρίψουμε. Οι αγοραστές πιστεύουν πολύ στο μέλλον της φίρμας». «Υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες και συνέργειες για την ενίσχυση της ανάπτυξης της Jil Sander» δήλωσε για την εξαγορά ο πρόεδρος του ομίλου Οnward Τακέσι Χιρούτσι, στα σχέδια του οποίου είναι η επέκταση στην Ασία, αλλά και η προώθηση των αξεσουάρ της, εκμεταλλευόμενος τη θετική εικόνα της φίρμας στην πατρίδα του. Η συναλλαγή πραγματοποιείται μέσω της θυγατρικής της Οnward Ηoldings στην Ευρώπη, GΙΒΟ Co. SpΑ, παρά την αρνητική οικονομική συγκυρία. Ωστόσο η αγορά της πολυτέλειας μάλλον λαμβάνει αισιόδοξα μηνύματα, παρά τις δυσμενείς συνθήκες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πωλήσεις του λονδρέζικου πολυκαταστήματος Ηarrod΄s έχουν ανεβεί κατά 10% την τελευταία χρονιά, ενώ μια τσάντα αξίας 11.000 λιρών του οίκου Βurberry βρίσκεται σε κορυφαία θέση στις πωλήσεις της σεζόν. Αλλά και τα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2008 τα οποία ανακοίνωσαν στα τέλη του Αυγούστου ο γαλλικός οίκος Ηermes και οι ιταλικοί Gucci και Τod΄s ανταποκρίθηκαν ή και ξεπέρασαν τις προσδοκίες των διοικήσεών τους, μια και οι μεταβολές του τζίρου κινήθηκαν σε διψήφιους αριθμούς. Για ακόμη μία φορά, όμως, επιβεβαιώθηκε η δυναμική συμβολή των αναδυόμενων αγορών της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας στις οποίες σημειώθηκε ρεκόρ ζήτησης. Την ίδια περίοδο, μάλιστα, ο γαλλικός όμιλος της πολυτέλειας LVΜΗ βρίσκεται σε συζητήσεις για την εξαγορά της Royal van Lent, εταιρεία κατασκευής πολυτελών σκαφών με έδρα στην Ολλανδία. Η φίρμα συγκαταλέγει στο πελατολόγιό της τον ρώσο δισεκατομμυριούχο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ενώ οι τιμές των σκαφών της κυμαίνονται περί τα 30 εκατ. ευρώ έκαστο. Παρ΄ όλα αυτά η ζήτηση από όλον τον κόσμο για σκάφη κατά παραγγελία αυξάνεται από το 2000 κατά 20% κάθε χρόνο.
▅ Η ίδρυση και η εξαγορά από την Ρrada
Εκπρόσωπος της «γερμανικής σχολής», η σχεδιάστρια Τζιλ Σάντερ ίδρυσε τον ομώνυμο οίκο το 1973 στο Αμβούργο για να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους του μινιμαλισμού στη μόδα δύο δεκαετίες αργότερα. Οι συλλογές της έδιναν έμφαση στα εξαιρετικής ραφής παντελόνια, τα κλασικά πουκάμισα και τα παλτό, για να «εξοπλίσουν» τις νεοεμφανιζόμενες δυναμικές γυναίκες καριέρας. Οι δημιουργίες της εστίαζαν στην «ουσία και την καθαρότητα του σχεδίου», στοιχείο που τις έκανε αργότερα ιδιαίτερα δημοφιλείς ειδικά στις αγορές της Απω Ανατολής. Η δεκαετία του ΄90 ήταν και το αποκορύφωμα της επιτυχίας της.
Το 1994 άνοιξε παράρτημα της εταιρείας στο Μιλάνο, το οποίο και έμελλε αργότερα να αποτελέσει τα κεντρικά γραφεία της φίρμας, ενώ έναν χρόνο μετά επεκτάθηκε και στις ΗΠΑ με έδρα τη Νέα Υόρκη. Το 1999 απέκτησε παρουσία στην Ιαπωνία για να ακολουθήσει η ίδρυση της εταιρείας στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου το 2000, με στόχο την περαιτέρω εδραίωση του οίκου στην ιαπωνική αγορά, η οποία πα ρουσίαζε πολλές ευκαιρίες ανάπτυξης. Την ίδια χρονιά (1999), ωστόσο, η Σάντερ πούλησε την επιχείρηση στον όμιλο Ρrada ο οποίος ήταν σε αναζήτηση σημάτων, σε μια προσπάθεια να «ανοίξει» τον κύκλο δραστηριοτήτων του πέρα από τα δικά του σήματα Ρrada και Μiu Μiu.
Δεν παρέμεινε, όμως, επικεφαλής της σχεδιαστικής ομάδας αφού εγκατέλειψε τη φίρμα της πέντε μήνες αργότερα, ύστερα από διαφωνία με τον Πατρίτσιο Μπερτέλι, διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου Ρrada και σύζυγο της δημιουργού και ιδιοκτήτριας Μιούτσια Πράντα . Επέστρεψε, ωστόσο, τον Μάιο του 2003 για να αποχωρήσει οριστικά ύστερα από λίγο καιρό για τον ίδιο λόγο, προκαλώντας τον κ. Μπερτέλι να σχολιάσει πως «είναι πολλοί οι οίκοι που τα καταφέρνουν μια χαρά και χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή».
Στην αυγή της δεύτερης χιλιετίας η κυριαρχία του οίκου Ρrada στις πωλήσεις ήταν τέτοια που δεν άφησε ανεπηρέαστους τους ανταγωνιστές από τον όμιλο Gucci και LVΜΗ. Ακολουθώντας το δημοφιλές παράδειγμα πολλών από τον χώρο, εξελίχθηκε σε συγκρότημα αποκτώντας ένα σημαντικό παθητικό στον ισολογισμό της με την εξαγορά του οίκου Fendi. Κατάφερε, όμως, να πουλήσει τις μετοχές στον LVΜΗ με αντίτιμο ένα τεράστιο ποσόν το οποίο θέλησε και πάλι να αξιοποιήσει με πιο «σοφιστικέ» εξαγορές, όπως οι οίκοι Jil Sander, Ηelmut Lang και Αzzedine Αlaia.
Το εγχείρημα, ωστόσο, δεν απέδωσε. Κανείς από τους παραπάνω οίκους δεν εξελίχθηκε θετικά όπως αναμενόταν. Ενδεικτικό είναι το ότι, μέσα σε δύο χρόνια, το 2005, ο γερμανικός οίκος Jil Sander παρουσίασε ζημιές που ανήλθαν σε 12,9 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα ο όμιλος Ρrada να βρεθεί σε αδιέξοδο και για τη δική του οικονομική κατάσταση. Προκειμένου να απαλλαγεί από τα αρνητικά πρόσημα στον ισολογισμό, το ζεύγος ΠράνταΜπερτέλι αποφάσισε να πουλήσει την Jil Sander τον Απρίλιο του 2006 στην Change Capital Ρartners. Το ίδιο έπραξαν και με τον Ηelmut Lang, ενώ επέστρεψαν και τον Αlaia στον ιδρυτή του. Οι κινήσεις αυτές έδωσαν στα νούμερα θετικό πρόσημο, αλλά και ένα «μάθημα» στον κύριο και στην κυρία Πράντα οι οποίοι αποφάσισαν να επικεντρωθούν στα δικά τους σήματα τα οποία ως τότε είχαν «παραμελήσει».
▅ Η πορεία προς την «αναγέννηση»
Μετά την αποχώρηση της Σάντερ, τον Ιούλιο του 2005 όταν ακόμη ο όμιλος Ρrada διαχειριζόταν τη φίρμα, «επιστρατεύτηκε» ο βέλγος σχεδιαστής Ραφ Σίμονς για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση και την ευθύνη της «αναγέννησής» της. Ο ερχομός του νεαρού αλλά γνωστού σχεδιαστή έδωσε τέλος σε μια σειρά από φήμες που κυκλοφορούσαν για το μέλλον του οίκου. Η συνεργασία απέδωσε καρπούς, μια και το ύφος του Βέλγου με τις λιτές και ψηλόλιγνες φόρμες στα κοστούμια ταίριαζε με τις βασικές αρχές της γερμανίδας σχεδιάστριας. Γεννημένος στο Βέλγιο το 1968 και με σπουδές στο βιομηχανικό ντιζάιν, ο Σίμονς ξεκίνησε την καριέρα του ως σχεδιαστής επίπλων για γκαλερί και εσωτερικούς χώρους. Λάνσαρε μάλιστα συλλογή με τη δική του υπογραφή στο Παρίσι το 1995, ενώ το 2000 έγινε καθηγητής της Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Με τη βοήθεια του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή, ο οποίος λειτούργησε καταλυτικά στη νέα πορεία, η βρετανική εταιρεία επενδυτικού κεφαλαίου επανέφερε την κερδοφορία στη φίρμα, η οποία ανακοίνωσε για το 2006 κέρδη 6,1 εκατ. ευρώ, έχοντας εγκαινιάσει και νέα καταστήματα σε Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία, με την τελευταία να έχει συνολικά 13- τα περισσότερα από κάθε άλλη αγορά.
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των δύο ετών η Change Capital Ρartners «έχτισε» και το δίκτυο χονδρικής της επιχείρησης στην Αμερική και την Ιαπωνία και περιόρισε τα κόστη, κλείνοντας τα γραφεία στην άλλοτε αφετηρία της, το Αμβούργο. Τα αποτελέσματα δικαίωσαν τους διαχειριστές, αφού σήμερα η φίρμα διατηρεί 61 καταστήματα σε όλο τον κόσμο, ενώ οι ετήσιες πωλήσεις αναμένονται να φθάσουν εφέτος στα 125 εκατ. ευρώ. Πέρα από αυτό, όμως, η φίρμα σκοπεύει να αντλήσει και χρηματοδότηση περίπου 400 εκατ. ευρώ, προκειμένου να ενισχύσει την επέκταση της λιανικής.
Η θετική της πορεία, εξάλλου, την έκανε ιδιαίτερα περιζήτητη αφού ήταν πολλοί εκείνοι οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον για να την αποκτήσουν, με αποτέλεσμα η Change Capital Ρartners να καλέσει την τράπεζα Rothschild για τη διενέργεια δημοπρασίας.
Το «πολυτελές» Τόκιο αψηφά την κρίση
Τ ην πώλησή του σε ιαπωνικό συγκρότημα για περισσότερα από 167 εκατ. ευρώ ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου ο γερμανικής καταγωγής οίκος Jil Sander. Ο αγοραστής, η Οnward Ηoldings, κατασκευάστρια ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων, αθλητικών ειδών και καλλυντικών με έδρα το Τόκιο, είναι επίσης ιδιοκτήτης της φίρμας Joseph στη Μεγάλη Βρετανία. Από την άλλη, η εξαγορά αυτή δείχνει ότι η αγορά της πολυτέλειας διατηρεί τις αντοχές της στην κρίση που πλήττει την οικονομία διεθνώς.
Τ ην πώλησή του σε ιαπωνικό συγκρότημα για περισσότερα από 167 εκατ. ευρώ ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου ο γερμανικής καταγωγής οίκος Jil Sander. Ο αγοραστής, η Οnward Ηoldings, κατασκευάστρια ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων, αθλητικών ειδών και καλλυντικών με έδρα το Τόκιο, είναι επίσης ιδιοκτήτης της φίρμας Joseph στη Μεγάλη Βρετανία. Από την άλλη, η εξαγορά αυτή δείχνει ότι η αγορά της πολυτέλειας διατηρεί τις αντοχές της στην κρίση που πλήττει την οικονομία διεθνώς.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.