Ηγερμανική κριτική κατασπαράζει αυτόν τον καιρό τον Γκύντερ Γκρας, ένα, ίσως, από τα τελευταία ιερά τέρατα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας της Γερμανίας. Εχουν περάσει 13 χρόνια από τότε που φωτομοντάζ σε εξώφυλλο του περιοδικού «Der Spiegel»παρουσίαζε τον πάπα της γερμανικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι να «ξεσχίζει» ένα βιβλίο του Γκρας. Τότε η στάση του Ρανίτσκι είχε θεωρηθεί ιεροσυλία. Σήμερα φαίνεται όμως ότι η άποψη πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός» γενικεύεται.

Στα 80 του χρόνια, στεφανωμένος με το Νομπέλ Λογοτεχνίας του 1999, ο Γκύντερ Γκρας γίνεται στόχος για ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο. Πρόκειται για το Die Βox («Το κουτί», εκδόσεις Steidl), που κυκλοφόρησε στις 29 Αυγούστου στη Γερμανία, με πρώτο τιράζ 150.000 αντίτυπα. «Το κουτί» δεν είναι ένα κλασικό αυτοβιογραφικό αφήγημα, όπως το ακριβώς προηγούμενο αυτοβιογραφικό βιβλίο του συγγραφέα Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας), που ήταν ένα είδος επικοινωνιακού scoop, αφού εκεί ο «αριστερός» και κριτικός Γκρας αποκάλυπτε τη σχέση του με τα SS κατά την τελευταία περίοδο του Πολέμου. «Το κουτί» είναι κυρίως ένα φωτογραφικό λεύκωμα και μάλιστα ένα οικογενειακό λεύκωμα.

Ολες οι φωτογραφίες του βιβλίου τραβήχτηκαν από τη φωτογράφο Μαρία Ράμα, φίλη του Γκρας, που πέθανε το 1997. Είναι φωτογραφίες του Γκρας αλλά και όλων των μελών της μεγάλης οικογένειάς του. Ο συγγραφέας του Ταμπούρλου είχε στη ζωή του πολλές σχέσεις, επίσημες, δηλαδή επικυρωμένες με γάμο, και ανεπίσημες, από τις οποίες απέκτησε οχτώ παιδιά. Ο Γκρας κάλεσε τα παιδιά του να σχολιάσουν ή, καλύτερα, να «αφηγηθούν» αυτές τις οικογενειακές φωτογραφίες, μερικές από τις οποίες είναι στιγμιότυπα ασήμαντης καθημερινότητας, όπως, για παράδειγμα, αυτή που δείχνει τον σκύλο μιας από τις κόρες του συγγραφέα να χρησιμοποιεί μόνος του το μετρό του Βερολίνου. Είναι χαρακτηριστικό το ύφος των κριτικών: «Το βιβλίο μοιάζει με το να αποδέχεσαι πρόσκληση από μια οικογένεια που δεν γνωρίζεις και τα μέλη της, επωφελούμενα από την ευγένειά σου, να σου δείχνουν τις προσωπικές φωτογραφίες από τις διακοπές τους, για τις οποίες δεν θα ήθελες να μάθεις ποτέ τίποτε». Αλλοι είπαν ότι πρόκειται για την «αποθέωση της λατρείας του ασαφούς», ενώ το «Spiegel» ακόμη μία φορά δεν χαρίζει κάστανα και ανακήρυξε το Die Βox το χειρότερο βιβλίο του Γκύντερ Γκρας. Η αλήθεια είναι ότι από το βιβλίο αυτό δεν μαθαίνουμε τίποτε για τον συγγραφέα, για τις συγγραφικές, πολιτικές, κοινωνικές ή αισθητικές αναζητήσεις του, τις αγωνίες του ή ακόμη και τα παραστρατήματά του. Είναι περισσότερο ένα είδος οικογενειακού παιχνιδιού, σαν αυτά που «παίζονται» σε κάθε οικογένεια κάθε φορά που ανοίγει το κουτί με τις φωτογραφίες και αρχίζει η λειτουργία της ανάμνησης.

Πρέπει να παραδεχθούμε βέβαια ότι από την εποχή του Ταμπούρλου (1959) οι διαθέσεις της κριτικής και του κοινού απέναντι στον Γκρας ήταν αμφίρροπες. Περισσότερο αμφισβητούσαν την ειλικρίνειά του απέναντι στη μεταπολεμική Γερμανία, ιδιαίτερα στις ενοχές της. Τώρα αμφισβητούν όμως και το λογοτεχνικό του ταλέντο. Τελικά δεν είναι μεγάλος ο Γκρας, δεν είναι συγκλονιστικός ο μπαρόκ κόσμος του και το α λα Ραμπελαί ύφος του;

Θα ήταν δύσκολο να βλέπαμε στην Ελλάδα μια τέτοιου μεγέθους κατεδαφιστική κριτική απέναντι σε έναν συγγραφέα που θα είχε θεωρηθεί η φωνή της συνείδησής μας και μάλιστα θα είχε πάρει και το Νομπέλ. Είμαστε συναισθηματικοί αλλά και ρηχοί στην κριτική λειτουργία μας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά η υπόθεση Γκρας δείχνει ότι στον σημερινό κόσμο ακόμη και οι θεωρούμενες σταθερές αξίες δοκιμάζονται.

nbak@dolnet.gr