Το επεισόδιο με τους ανεμόμυλους στα ημιλόγια ελληνικά του 18ου αιώνα:

«Και,λέγοντας αυτό,επαράδωσε τον εαυτόν του με όλη του την καρδίαν εις την σινιόρα του την Δολτσινέα,παρακαλώντας την να τον βοηθήσει εις εκείνον τον κίνδυνον,και,όντας σκεπασμένος με τον θώρακα,και τρέχοντας όσον ημπορούσεν,εκτύπησε τον πρώτον μύλον οπού ήτον έμπροσθέν του·μία κονταρίαν εις το τυλιγάδι,και ο άνεμος τον εγύρισε με τόσην ορμήν,οπού έγινεν χίλια κομμάτια το κονδάρι,και ετραβήχθη οπίσω το άλογόν του,και αυτός επήγεν κατακυλώντας καμπόσην ώραν εις τον κάμπον.Ο Σάντσο Πάντσας έτρεξε,με το γομάρι του,διά να τον βοηθήσει,αμή όταν έφθασεν τον ηύρεν εις το τέλος οπού δεν ημπορούσε να σαλεύσει:τοιαύτη ήτον η κονταριά οπού εκτύπησε με τον Ροντσινάντε του.

“Κακορίζικος” είπεν “εγώ!” ο Σάντσο Πάντσας. “Δεν σε έλεγα εγώ την αφεντιάν σου να κοιτάξεις καλά τι κάμνεις,διατί εκείνοι είναι ανεμόμυλοι,και δεν ήτον βολετόν να μην τους γνωρίσει τινάς πάρεξ ανίσως και είχεν άλλα εις το κεφάλι του;”».