ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Μια ιδιαίτερα σημαντική ανακάλυψη έκαναν επιστήμονες της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι οποίοι εντόπισαν μια άγνωστη ως σήμερα ορμόνη που παράγεται από το λίπος του σώματος. Οι πρώτες έρευνες δείχνουν ότι η ορμόνη εμποδίζει τη συσσώρευση λίπους στο ήπαρ και αυξάνει την ικανότητα του σώματος να ελέγχει το σάκχαρο. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ οι περισσότερες ορμόνες έχουν είτε πρωτεϊνική είτε στεροειδή βάση αυτή είναι η πρώτη που δημιουργείται από λιπαρά οξέα. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η ορμόνη ανήκει σε μια νέα τάξη ορμονών, τις οποίες βάφτισαν «λιποκίνες».

Οι ορμόνες εργάζονται ως μεταφορείς των χημικών σημάτων στον οργανισμό και ταξιδεύουν μέσω του αίματος επηρεάζοντας τα κύτταρα αλλά και τα όργανα σε διεργασίες όπως η αύξηση και η ανάπτυξή τους. Επηρεάζουν επίσης τον μεταβολισμό, τη σεξουαλικότητα και τη διάθεση. Οι ερευνητές πραγματοποίησαν πειράματα με την ορμόνη σε ποντίκια και παρουσίασαν ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα στην καταπολέμηση του πάχους. «Αν η ορμόνη λειτουργήσει στον άνθρωπο με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε στα ποντίκια, θα αποτελέσει πολύτιμο όπλο απέναντι στον διαβήτη τύπου 2 και στη συσσώρευση λίπους στο ήπαρ.Μία από τις ιδιότητες της ορμόνης που διαπιστώσαμε είναι ότι εμποδίζει το λίπος να συσσωρεύεται στο ήπαρ, εξέλιξη που συναρτάται με την αύξηση του βάρους κάποιου ατόμου. Επίσης φαίνεται ότι η ορμόνη ενθαρρύνει τους μυς στο να λαμβάνουν και στη συνέχεια να απορρίπτουν από το αίμα ποσότητες σακχάρου» δηλώνει στο Reuters ο Γκόκχαν Χοταμισλίγκιλ, επικεφαλής της έρευνας. Οπως αναφέρουν οι ειδικοί, αν πράγματι η ορμόνη βοηθά στον έλεγχο του σακχάρου και στην αποφυγή συσσώρευσης λίπους στο συκώτι, η δράση της θα ωφελήσει τα μέγιστα τους διαβητικούς.

Παράλληλα ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τέξας ανακάλυψαν ότι ορισμένα κύτταρα λίπους δημιουργούνται στα αιμοφόρα αγγεία του εμβρύου λίγο πριν ή αμέσως μετά τη γέννησή του. Πρόκειται για μια ανακάλυψη που επίσης αναμένεται να βοηθήσει τους επιστήμονες στην ανάπτυξη νέων μεθόδων ελέγχου της παχυσαρκίας και του διαβήτη.