Σταθεροποίηση των τιμών των τροφίμων σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα βλέπει η Αlpha Βank σε μελέτη που έδωσε τις προηγούμενες ημέρες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με την τράπεζα, τα αίτια που οδήγησαν στην αύξηση των τιμών των βασικών ειδών διατροφής, ως αποτέλεσμα της κούρσας των σιτηρών, είναι ποικίλα και αφορούν τόσο την πλευρά της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Το πρόβλημα της κατακόρυφης ανόδου των τιμών είναι ιδιαιτέρως σημαντικό δεδομένου ότι αφορά όλες τις χώρες του κόσμου, τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και στον τομέα της κατανάλωσης και έφερε 37 αναπτυσσόμενες χώρες παγκοσμίως αντιμέτωπες με μία οξεία διατροφική κρίση που έπληξε δισεκατομμύρια ανθρώπους. Οπως επισημαίνεται σχετικά, είναι χαρακτηριστικό ότι η δαπάνη των βασικών ειδών διατροφής απορροφά ως και το 60% των δαπανών των νοικοκυριών σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Από την άλλη όμως, οι αυξημένες τιμές των σιτηρών και των δημητριακών δημιουργούν και μία σειρά από οφέλη και ευκαιρίες. «Ωφελούν πρωτίστως τους καλλιεργητές και τις χώρες με πλεονασματική παραγωγή σε αυτά τα προϊόντα με υψηλή εξαγωγική επίδοση.Τα οφέλη είναι ανάλογα και για τους έλληνες γεωργούς,για τους οποίους δημιουργούνται σημαντικές ευκαιρίες, ιδιαιτέρως στην παραγωγή σιταριού» αναφέρεται στη σχετική μελέτη. Σημειώνεται ότι οι αγρότες απολαμβάνουν ήδη από το 2007 αισθητά υψηλότερες τιμές για τα δημητριακά και τα σιτηρά που κυρίως παράγουν και διαπιστώνουν τώρα, για πρώτη φορά μετά από έτη, σημαντική αύξηση της ζήτησης για τα προϊόντα τους, με αποκορύφωμα την προπώλησή τους πριν ακόμη τη σπορά. Γενικά, οι πιο ωφελημένοι από την παρούσα έξαρση των τιμών είναι οι παραγωγοί οι οποίοι είναι οργανωμένοι σε γεωργικές επιχειρήσεις ικανοποιητικού μεγέθους που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν μαζικά και να προμηθεύονται με χαμηλότερο κόστος ενέργεια, μηχανήματα και λιπάσματα, κάτι που δεν ισχύει για τις κατακερματισμένες ελληνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

Σύμφωνα με την Αlpha Βank η άνοδος των τιμών από την πλευρά της ζήτησης προέρχεται από αλλαγές διαρθρωτικής φύσης όπως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η αύξηση του πληθυσμού και η σταδιακή αλλαγή των διατροφικών συνηθειών υπέρ της κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Οι τάσεις αυτές προέρχονται κυρίως από την ταχεία ανάπτυξη χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία που αποτελούν περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ενώ για την παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών απαιτούνται πολλαπλάσιες ποσότητες δημητριακών. Επίσης, σχετίζονται με την αυξανόμενη ζήτηση των συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων για άλλες χρήσεις, εκτός της κατανάλωσης από τον άνθρωπο. Η κυριότερη εξ αυτών είναι για αγροτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοκαυσίμων, στα οποία στράφηκαν οι χώρες για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και των εγχώριων παραγωγικών συμφερόντων και τα οποία ενισχύονται με σημαντικές φορολογικές ή άλλες επιχορηγήσεις κυρίως στις ΗΠΑ και στην ΕΕ.

Από την πλευρά της προσφοράς ένας βασικός παράγοντας που συνέβαλε στην αύξηση των τιμών είναι η άνοδος του κόστους παραγωγής και μεταφοράς. Αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου οδηγεί άμεσα σε αύξηση των τιμών των τροφίμων εξαιτίας του αυξημένου κόστους παραγωγής και μεταφοράς, αλλά και έμμεσα, ενθαρρύνοντας τη διάθεση αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή βιοκαυσίμων αντί για κατανάλωση. Επιπλέον, η υπερθέρμανση του πλανήτη και τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών περιόρισαν σημαντικά τη συνολική παραγόμενη ποσότητα κάποιων αγροτικών προϊόντων, ασκώντας περαιτέρω πιέσεις στις τιμές τους. Από την άλλη, λόγω των μειωμένων επενδύσεων κατά την τελευταία δεκαετία, η αγροτική παραγωγή υποχωρεί σταδιακά σε πολλές χώρες. Ταυτόχρονα, η ερημοποίηση ολόκληρων περιοχών σε πολλές χώρες, η ταχεία αύξηση της αστικοποίησης και η εγκατάλειψη καλλιεργειών στην περιφέρεια έχει οδηγήσει σε μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούνται και οι επιθετικές επενδυτικές πολιτικές στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων, οι οποίες επηρέασαν κυρίως τη μεταβλητότητα των τιμών.

Η υπερπαραγωγή κρατάει χαμηλά το καλαμπόκι

Μετά την περυσινή έκρηξη, εφέτος παρατηρείται ραγδαία πτώση στην τιμή του καλαμποκιού. Συγκεκριμένα οι πρώτες ενδεικτικές τιμές στην αγορά κυμαίνονται περί τα 16 λεπτά το κιλό, με τους εμπόρους να μην είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν περαιτέρω αύξηση, παρά το γεγονός ότι πέρυσι η τιμή εκτινάχθηκε στα 25 ως και 27 λεπτά το κιλό.

Το γεγονός αυτό της κάθετης πτώσης των τιμών οφείλεται τόσο στην παγκόσμια όσο και στην εγχώρια υπερπαραγωγή. Μόνο στη Θεσσαλία (φωτογραφία) είχαμε αύξηση της καλλιέργειας κατά 80.000

στρέμματα σε σύγκριση με την περυσινή καλλιεργητική περίοδο, ενώ στον Νομό Καρδίτσας η αύξηση πλησίασε το 50% (από 50.000 στρέμματα πέρυσι σε 70.000 εφέτος).

Αξίζει να τονιστεί ότι η περυσινή αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης καλαμποκιού, λόγω της βιοαιαθανόλης, ώθησε τους παραγωγούς σε όλον τον πλανήτη να στραφούν εκ νέου στην καλλιέργεια αυτή, η οποία είναι και εξαιρετικά υδροβόρα. Ταυτόχρονα η ζήτηση για την καλλιέργεια του αραβοσίτου εκτίναξε τις τιμές του πολλαπλασιαστικού υλικού και των λιπασμάτων (αύξηση ως και 100% μέσα σε έναν χρόνο).

Ιδιαίτερα για τη Θεσσαλία, όπου το κόστος άρδευσης είναι πολλαπλάσιο σε σύγκριση με άλλες περιοχές, λόγω της λειψυδρίας, οι εφετινές τιμές έρχονται ως ψυχρολουσία, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις δεν καλύπτουν ούτε το κόστος παραγωγής.

Ακόμη μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα για περιοχές που αρδεύονται από τον ΤΟΕΒ Ταυρωπού (από τη λίμνη Πλαστήρα), καθώς προς τα τέλη Ιουνίου, που ήταν η κρίσιμη περίοδος της ανθοφορίας, είχαμε παρέμβαση της Περιφέρειας Θεσσαλίας για διακοπή της παροχέτευσης νερού (στο πνεύμα της οικονομίας λόγω της λειψυδρίας) επί τέσσεριςπέντε ημέρες, η οποία έπληξε καθοριστικά τις καλλιέργειες αυτές. Πάντως οι παραγωγοί δεν φέρονται διατεθειμένοι να ενδώσουν στα τωρινά επίπεδα τιμών που προσφέρουν με την έναρξη της συγκομιδής οι έμποροι και ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα απειλούν με θεαματικές ενέργειες προκειμένου να αναδείξουν το πρόβλημα, όπως το να κάψουν ποσότητες σε ένδειξη διαμαρτυρίας!

Ελεγχοι για μεταλλαγμένα εισαγόμενα δημητριακά και ζωοτροφές

«Μπλόκο» στις εισαγωγές αραβοσίτου και άλλων δημητριακών καρπών αποφάσισε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έπειτα από πληροφορίες που δημιούργησαν υποψίες για διακίνηση επιμολυσμένων φορτίων ζωοτροφών από Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς (ΓΤΟ). Οι έλεγχοι για προσμείξεις ΓΤΟ θα γίνονται στο 100% των φορτίων αραβοσίτου και στο 50% των φορτίων των άλλων δημητριακών καρπών, γεγονός που προκάλεσε τις πρόωρες διαμαρτυρίες του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπόρων Δημητριακών Υποπροϊόντων και Ζωοτροφών (ΣΕΕΔΥΖ). Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θα λαμβάνει δείγματα από τα προς εισαγωγή φορτία αραβοσίτου και άλλων δημητριακών καρπών και έως ότου εξεταστούν για να εξακριβωθεί το αν έχουν επιμολυνθεί ή όχι από ΓΤΟ, θα τελούν υπό επίσημη κράτηση, η οποία όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει τις επτά εργάσιμες ημέρες.

Με την απόφαση αυτή διαφωνεί ο ΣΕΕΔΥΖ, υποστηρίζοντας ότι το ενδιαφέρον της πολιτείας για δέσμευση των εισαγομένων προϊόντων, με πρόσχημα τον φυτοϋγειονομικό έλεγχο, εκδηλώνεται κάθε φορά που δημιουργούνται προβλήματα διάθεσης στην εσωτερική αγορά, όπως τώρα, που η χώρα μας αναμένει μεγάλη σοδειά καλαμποκιού. Ο Σύνδεσμος ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα έχει αποτέλεσμα την κοστολογική επιβάρυνση στο ψωμί, στα ζυμαρικά, στο κρέας κ.λπ.

Από την πλευρά του το υπουργείο διερωτάται τι θα έχει να πει ο Σύνδεσμος αν οι έλεγχοι αποδείξουν ότι υπάρχουν επιμολυσμένα φορτία.

Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα

Η άνοδος των τιμών των τροφίμων παγκοσμίως συνέβαλε στην αύξηση των τιμών των τροφίμων και στην Ελλάδα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση των τιμών των καυσίμων, στην άνοδο του πληθωρισμού στο 4,9% τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2008. Οι άμεσες επιδράσεις προκύπτουν από τη συμμετοχή βασικών προϊόντων στους επιμέρους

Σημαντικός ο ρόλος και της παραγωγής βιοκαυσίμων για την αυξημένη ζήτηση σιτηρών

δείκτες για τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής που περιλαμβάνονται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και έχουν συντελεστή στάθμισης 12% στο σύνολο. Επιπλέον, υπάρχουν και οι έμμεσες επιδράσεις που αφορούν τις τιμές άλλων τελικών αγαθών, για την παραγωγή των οποίων τα ανωτέρω βασικά τρόφιμα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη ή ως ενδιάμεσα αγαθά, των οποίων οι τιμές επίσης αυξάνονται αναλόγως. Ετσι, η αύξηση της τιμής των ζυμαρικών ανήλθε στο 28,7% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο του 2008, ενώ σημαντικές αυξήσεις τιμών παρατηρούνται στο αλεύρι (+21,3%), στο ψωμί (+17,7%) και στο ρύζι (+9,6%). Εν τούτοις, οι αυξήσεις αυτές δεν είναι μεγαλύτερες από εκείνες που παρατηρούνται στον δείκτη τιμών των τροφίμων άλλων χωρών της ΕΕ27, όπως φαίνεται και στο σχετικό διάγραμμα.