Αν πράγματι μας ενδιαφέρει η κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να κάνουμε την ανισότητα πρώτο θέμα

Oι διαπιστώσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ στην έκθεσή του, που δημοσιεύθηκε προχθές, επιβεβαιώνουν την κοινή εντύπωση ότι η θέση των ελλήνων μισθωτών και συνταξιούχων έχει επιδεινωθεί και ότι η οικονομική ανισότητα στη χώρα διευρύνεται. Θυμίζω, ενδεικτικά, ότι κατά την έκθεση το 21% του ελληνικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο φτώχειας, πράγμα που κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη χειρότερη ευρωπαϊκή θέση μετά τη Λετονία.

Ακόμη και αν η συγκεκριμένη διαπίστωση πάσχει επειδή δεν συνυπολογίζει τα άδηλα εισοδήματα, διατηρεί γενική αξία. Η έκθεση διαπιστώνει άλλωστε κάτι ακόμη: ότι το ευπορότερο 20% των Ελλήνων αποκομίζει εξαπλάσιο (6,1 φορές για την ακρίβεια) εισόδημα από το φτωχότερο 20%. Καθώς η κοινή πείρα υποδεικνύει ότι άδηλα εισοδήματα έχουν συχνότερα οι πλουσιότεροι παρά οι πένητες, αυτή η σύγκριση δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Η δε έντονη ανισότητα ισούται με φτώχεια, αφού η τελευταία δεν προσδιορίζεται με μέτρο το αν έχει κανείς να αγοράσει ψωμί, αλλά με συγκριτικό κριτήριο: το αν εξασφαλίζει το 60% του διάμεσου εισοδήματος.

Πέρα από αυτό, η ανισότητα είναι διαβρωτική, ακόμη και αν δεν συνοδεύεται (ακόμη) από πενία. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ του ευπορότερου και του ασθενέστερου 20% θα ήταν ανησυχητική, ακόμη και αν είχαμε καλύτερη επίδοση ως προς το ποσοστό των «επισήμως» φτωχών. Οντως, καθώς η φτώχεια μετριέται συγκριτικά, είναι αυτονόητο ότι η μεγάλη ανισότητα οδηγεί στην αύξηση των πενήτων. Εκείνο που συνειδητοποιούμε λιγότερο είναι ότι η ανισότητα όχι μόνο περιορίζει την κοινωνική κινητικότητα, αλλά επηρεάζει ακόμη και το προσδόκιμο ζωής.

Την ίδια ημέρα που παρουσίασε την έκθεσή του το Ινστιτούτο Εργασίας, στη Βρετανία η υπαρχηγός του Εργατικού Κόμματος Χάριετ Χάρτμαν απευθυνόταν στο συνέδριο των συνδικάτων εξαγγέλλοντας τη σύσταση επιτροπής που θα εκπονήσει αναλυτική έκθεση για την ανισότητα στη χώρα. Οι στατιστικές ενδείξεις που επικαλέστηκε προδίδουν το πλήθος των εκδηλώσεών της. Εντελώς ενδεικτικά: Τα παιδιά με μικρότερο δείκτη ικανοτήτων, που γεννιούνται από εύπορες οικογένειες, έχουν ως την ηλικία των έξι ετών ξεπεράσει τα πιο ταλαντούχα φτωχά. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το προσδόκιμο ζωής μεταξύ κατοίκων εύπορων και φτωχών συνοικιών του Λονδίνου διαφέρει ως και κατά 28 χρόνια- και φυσικά δεν είναι οι φτωχοί που ζουν παραπάνω.

Χρειάζονται και άλλα; Πέρυσι τέτοιον καιρό βρετανική μελέτη είχε δείξει ότι οι μισοί φοιτητές του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης προέρχονται από μόλις 200 σχολεία, ενώ το ένα τρίτο τους από μόνο 100, εκ των οποίων το 80% είναι ιδιωτικά. Τα υπόλοιπα 3.500 σχολεία της χώρας εισφέρουν στα άριστα αυτά ΑΕΙ μόνο το 50% των «εισακτέων» τους. Στη δε Γαλλία μόλις στα τέλη της περασμένης χρονιάς στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη χώρα του μονσιέ Σαρκοζί μαρτυρούσαν ότι η ανισότητα επιτείνεται.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τόσες λεπτομερείς καταγραφές της ανισότητας όσες στη Βρετανία και στη Γαλλία. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν όμως ότι πορευόμαστε μάλλον χειρότερα. Και ότι, αν πράγματι μας ενδιαφέρει η κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να κάνουμε την ανισότητα πρώτο θέμα αντί να την αντιπαρερχόμαστε με το φτηνό «επιχείρημα» πως είναι γεμάτες οι ταβέρνες. Που δεν είναι, κιόλας.