ΒΕΝΕΤΙΑ Π ριν από μερικά χρόνια ο αμερικανός ηθοποιός Μίκι Ρουρκ είχε «ανάψει φωτιά» στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου το «Sin city» έκανε την πρεμιέρα του.

Πολλοί μάλιστα μιλούσαν για τη μεγάλη επιστροφή ενός από τα μεγαλύτερα αστέρια της δεκαετίας του 1980 που αυτοκαταστράφηκε εξαιτίας των παθών του. Η εντυπωσιακή επιστροφή δεν είχε ανάλογη συνέχεια, σκηνικό το οποίο πιθανόν να επαναληφθεί και μετά τον «Παλαιστή» («Τhe wrestler») του Ντάρεν Αρονόφσκι που προβλήθηκε χθες εντός συναγωνισμού στη Βενετία.

Αυτό όμως δεν έχει και τόση σημασία.

Σημασία έχει ότι ο Μίκι Ρουρκ μπόρεσε να μας κάνει να βουρκώσουμε, να πονέσουμε, να μελαγχολήσουμε. Να «νιώσουμε». Πέτυχε μία από τις πιο σπαρακτικές ανδρικές ερμηνείες των τελευταίων χρόνων, παίζοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον εαυτό του.

Ο Ράντι- Τhe Ram – Ρεζίνσκι (Ρουρκ) είναι ένας παλαιστής στη δύση της καριέρας του. Η εποχή της δόξας στη δεκαετία του 1980 έχει κλείσει και ο Ράντι, παρ΄ ότι εξακολουθεί να παλεύει, έχει εξασθενημένη υγεία (επέμβαση μπαϊπάς). Χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, σέρνεται αναγκασμένος να δέχεται την ταπείνωση του προϊσταμένου του στο σουπερμάρκετ. Η κόρη του ( Ιβαν Ρέιτσελ Γουντ ) δεν θέλει καν να τον δει, το φλερτ του με μια «τσακισμένη» στριπτιζέζ ( Μαρίζα Τομέι ) δεν οδηγεί πουθενά. Ο Ράντι ξέρει ότι η θέση του ήταν, είναι και θα είναι στο ρινγκ, έστω και αν έτσι ρισκάρει τη ζωή του.

Οπως ο Ράντι, έτσι και ο Ρουρκ πέρασε αρκετά χρόνια στα ρινγκ και μάλιστα ενώ είχε γευτεί την επιτυχία του κινηματογράφου σε ταινίες όπως ο «Δαιμονισμένος άγγελος», το «Diner», η «Αγρια ορχιδέα» και κυρίως οι «9 εβδομάδες».

Η καριέρα του ως πυγμάχου δεν είχε διάρκεια, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε, σοβαρά προβλήματα με τα ναρκωτικά…

Βλέποντάς τον στον «Πυγμάχο» συγκινείσαι για το θάρρος και το κουράγιο του, αλλά έχεις επίσης την αίσθηση ότι ο Μίκι Ρουρκ είναι πλέον ηθοποιός της μιας ταινίας.