Ορκισμένος εχθρός της Αμερικής είναι εκείνος που οφείλει να χαίρεται με την απώλεια της αμερικανικής αίγλης και να πίνει στην υγεία της κυβέρνησης Μπους

Κάνοντας έναν απολογισμό των πεπραγμένων της αμερικανικής κυβέρνησης, κάποιος ομιλητής στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών διερωτήθηκε: «Πότε ήμασταν περισσότερο ασφαλείς λόγω της φιλίας μας με τον υπόλοιπο κόσμο;». Το ερώτημα αυτό δεν ετέθη αυτή την εβδομάδα στο Σεν Πολ, όπου συγκεντρώθηκαν οι Ρεπουμπλικανοί, αλλά το μακρινό 1904, στο συνέδριο του κόμματος στο Σικάγο. Ομιλητής ήταν ο Ελιού Ρουτ, ο οποίος υπήρξε υπουργός Πολέμου και αργότερα υπουργός Εξωτερικών.

Τα λόγια του ηχούσαν ευχάριστα τότε, τώρα όμως πέφτουν σαν βαριά σκιά. Δεν θα επαναληφθούν, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Σήμερα ίσως να υπάρχει ένα πιο κρίσιμο ερώτημα: Πότε η Αμερική υπήρξε λιγότερο ασφαλής ακριβώς λόγω της φιλίας της με τον υπόλοιπο κόσμο;

Και αυτό εξηγεί βεβαίως το έντονο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι εφετινές προεδρικές εκλογές και εκτός των συνόρων των ΗΠΑ. Δεν είναι μόνον η… ομπαμανία- ο γερουσιαστής Μπαράκ Ομπάμα είναι εκείνος που οι περισσότεροι μη Αμερικανοί επιθυμούν να κερδίσει- αλλά ήταν και καθένας ξεχωριστά εκ των τριών υποψηφίων, για λόγους προσωπικού χαρακτήρα, που τράβηξε το ενδιαφέρον: ο Τζον Μακ Κέιν επειδή είναι ένας 70χρονος ήρωας πολέμου, ο Ομπάμα γιατί είναι έγχρωμος και η Χίλαρι Κλίντον επειδή είναι γυναίκα.

Οι εκλογές μας ενδιαφέρουν την Ευρώπη, διότι αντιλαμβανόμαστε ότι μια παγκόσμια κρίση συνδέεται άμεσα με τις αποτυχίες της αμερικανικής πολιτικής. Οπως αναφέρει ο Ααρόν Ντέιβιντ Μίλερ, έχοντας κολλήσει επί οκτώ χρόνια επί Κλίντον στο πώς να κάνουμε ειρήνη στη Μέση Ανατολή και άλλα οκτώ επί Μπους στο πώς να κάνουμε πόλεμο εκεί, οι ΗΠΑ «βρέθηκαν παγιδευμένες σε μια περιοχή την οποία ούτε μπορούν να ορίσουν αλλά ούτε και να εγκαταλείψουν» . Το αποτέλεσμα είναι ο υπόλοιπος κόσμος «ούτε να αγαπά, ούτε να φοβάται, ούτε και να σέβεται την Αμερική». Αυτό είναι άμεση συνέπεια των πεπραγμένων της κυβέρνησης Μπους. Ο πρώην πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ είχε πει ότι η Αμερική πρέπει να μιλάει μειλίχια και να κρατά ένα μεγάλο ραβδί. Ο Τζορτζ Μπους μιλά φωνάζοντας και κρατά μικρό ραβδί. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν για παράδειγμα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στη Γεωργία, από τη στιγμή που γνωρίζει ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει τη δύναμη να τον σταματήσει. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ορκισμένος εχθρός της Αμερικής είναι εκείνος που οφείλει να χαίρεται με την απώλεια της αμερικανικής αίγλης και να πίνει στην υγεία της κυβέρνησης Μπους η οποία έφερε τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Κανένας από αυτούς που παρακολούθησαν την προεκλογική εκστρατεία δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι το 2009 θα γίνει ένα νέο ξεκίνημα. Η ψηφοθηρία οδηγεί σε καυχησιολογία και λεονταρισμούς. Η φράση του Τζον Μακ Κέιν «είμαστε όλοι Γεωργιανοί» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κενής ρητορικής.

Ο Ομπάμα από την πλευρά του έκανε μάλλον μεγαλύτερη γκάφα όταν δήλωσε ότι «η Ιερουσαλήμ θα παραμείνει πρωτεύουσα του Ισραήλκαι πρέπει να διατηρηθεί αδιαίρετη», φράση που ούτε και ο ίδιος ο Μπους δεν τόλμησε ποτέ να πει. Εάν υποθέσουμε ότι κυριολεκτούσε, τότε καθίσταται σαφές ότι τίθεται ένα τέλος σε οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης μιας σκληρής διαμάχης, ενώ εγείρονται και πάλι ερωτήματα για την ετοιμότητα των ΗΠΑ να ηγεμονεύσουν διεθνώς.

Οποιος κι αν νικήσει τον Νοέμβριο θα πρέπει να κάνει μια παύση και να πάρει μια βαθιά ανάσα. Σπάνια οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά την εθνική τους οικονομία, όπως και στα διεθνή ζητήματα. Η Αμερική διατηρεί ελάχιστες φιλίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορεί άραγε να γίνει κάτι για να αποκατασταθεί η εικόνα της διεθνώς;