Οι Αμερικανοί εντυπωσιάστηκαν με την, όντως απρόβλεπτη, επιλογή της Πέιλιν

Η εμφάνιση της Σάρα Πέιλιν δίπλα στον Τζον Μακ Κέιν ανέτρεψε τα δεδομένα αυτής της στιγμής, σημειώνουν αμερικανοί σχολιαστές και μαρτυρεί η δημοσκόπηση του CΝΝ της περασμένης Δευτέρας, η οποία, διαψεύδοντας τα προγνωστικά, δίνει μόνο μία μονάδα υπεροχής στον Μπάρακ Ομπάμα έναντι του Ρεπουμπλικανού αντιπάλου του. Οι Αμερικανοί εντυπωσιάστηκαν με την, όντως απρόβλεπτη, επιλογή της Πέιλιν. Με τον απολιτικό αυθορμητισμό τους στράφηκαν προς το «κάτι νέο και άγνωστο» εγκαταλείποντας τις έγνοιες τους για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Πόσο θα διάρκεσε αυτή η εθελοτύφλωση; Είναι ένα διάλειμμα, όπως τη βλέπει το επιτελείο του Ομπάμα, ή πρόκειται για παράγοντα που θα παίζει ρόλο ως τις εκλογές; Το επιτελείο των Δημοκρατικών παρατηρεί ότι όταν οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι και οι υποψήφιοι αντιπρόεδροι εμφανιστούν στον λαό, όταν προβάλουν το πρόγραμμά τους και το πώς θα χειριστούν καταστάσεις και προβλήματα «τότε και μόνον τότε θα κριθεί η βαρύτητα και η σοβαρότητα των δύο». Και λέγουν ότι δεν φοβούνται.

Το ζήτημα όμως ίσως είναι πιο σύνθετο. Οι Αμερικανοί θα ψηφίσουν υπό τη συναισθηματική αύρα που διεγείρει η «γυναίκα με τον Μακ Κέιν» και υπό την ψυχολογική φόρτιση που καλλιεργούν οι Ρεπουμπλικανοί διογκώνοντας την «απειλή» που εκφράζει «η Ρωσία του Πούτιν» ή θα κρίνουν με ψυχραιμία για το τι είναι πραγματικά το πρόβλημά τους; Η απάντηση θα καθυστερήσει, αλλά η πολιτική ιστορία της Αμερικής δείχνει ότι τις περισσότερες φορές την προεδρική εκλογή καθορίζει το οικονομικό ζήτημα του κάθε νοικοκυριού. Σήμερα οι δύο στους τρεις Αμερικανούς, ηλικίας 18 ως 45 ετών, πιστεύουν ότι οι εκλογές του Νοεμβρίου θα κριθούν από τα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα που θα εξαγγείλουν οι δύο υποψήφιοι. Η στροφή της προσοχής από το Ιράκ προς το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας δημιουργεί πρόβλημα κυρίως για τον Ομπάμα, ο οποίος είχε την αποχώρηση των Αμερικανών από το Ιράκ σημαία της καθόδου του στις εκλογές, ενώ οι ιδέες του για την οικονομία είναι μάλλον ανερμάτιστες. Αυτό δεν ανησυχεί πολύ τους γνώστες της πολιτικής ιστορίας των ΗΠΑ. Και οι τρεις τελευταίοι Δημοκρατικοί πρόεδροι (Τζόνσον, Κάρτερ και Κλίντον) εισήλθαν στον Λευκό Οίκο σχεδόν απαράσκευοι σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, διαπίστωνε πρόσφατα το «Βusinessweek».

Ο Τζόνσον ανέλαβε εντελώς ξαφνικά, όταν δολοφονήθηκε το 1963 ο Κένεντι. Στα έξι χρόνια της προεδρίας του προσάρμοσε τον πληθωρισμό (5%) στην πορεία της ανάπτυξης, μείωσε το έλλειμμα κατά 0,9% του ΑΕΠ μολονότι η πολιτική του στο Βιετνάμ επιδείνωσε την κατάσταση. Ο Κάρτερ, ο οποίος διαδέχτηκε τον Φορντ και το μετά το Γουότεργκεϊτ πολιτικό και κοινωνικό χάος, άφησε την οικονομία σε λήθαργο παρ΄ όλο που το οικονομικό επιτελείο του ήταν πλούσιο σε ταλέντα και ιδέες. Μόνο ο Κλίντον βρήκε αρκετά σταθεροποιημένη την αμερικανική οικονομία, αλλά ήταν απογοητευτική η οικονομική πολιτική του. Στην οκταετία της θητείας του αυξήθηκε το έλλειμμα κατά 4,7%, το κόστος ζωής κατά 3% και ο πληθωρισμός έκανε άλμα στο 3,3%. Ο νέος πρόεδρος παραλαμβάνει «άρρωστη οικονομία» και «πρωτοφανή χρηματοπιστωτική αναρχία», έγραφε προχθές η «Wall Street Journal»- γεγονός το οποίο δεν δίνει πολλές ελπίδες για προώθηση μέτρων κοινωνικής πρόνοιας. «Μεγάλη δόση διεγερτικών» χρειάζεται η αμερικανική οικονομία, υποδεικνύει στον μέλλοντα πρόεδρο το «Forbes», αφού «αυτή έχει περιπέσει σε λήθαργο» (WSJ). Θα ενεργήσουν αυτά έτσι ώστε να «διεγείρουν» και τους ψηφοφόρους; Το επιτελείο του Ομπάμα είναι σχεδόν βέβαιο.