Σημαντικά σφάλματα στους ισολογισμούς των εισηγμένων εταιρειών διαπιστώνουν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (ΕΚ) και η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ). Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους για την αξιολόγηση της ποιότητας της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που παρέχεται από τις εισηγμένες διαπίστωσαν σφάλματα στο θέμα της απεικόνισης στις οικονομικές καταστάσεις του ποσού των φορολογικών υποχρεώσεων που αναφέρονται σε φορολογικά ανέλεγκτες διαχειριστικές χρήσεις, καθώς και στον τρόπο αντιμετώπισης των σφαλμάτων αυτών από τους νομικούς ελεγκτές κατά τη διατύπωση γνώμης στις εκθέσεις ελέγχου τους.
Οι διοικήσεις πολλών εισηγμένων δεν προβαίνουν σε εκτίμηση και λογιστικοποίηση ως πρόβλεψης της σχετικής χρονικής περιόδου αναφοράς του ποσού της φορολογικής υποχρέωσης της περιόδου που θα προκύψει όταν διενεργηθεί ο φορολογικός έλεγχος, οι δε νόμιμοι ελεγκτές στη συντριπτική τους πλειονότητα αντιμετωπίζουν αδιακρίτως την κατάσταση αυτή με τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης και όχι διαφοροποιημένης γνώμης (γνώμη με επιφύλαξη, αρνητική γνώμη ή άρνηση έκφρασης γνώμης), περιοριζόμενοι στη διατύπωση σύμφωνης γνώμης με έμφαση. Σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, προβλέπεται εξαντλητική απαρίθμηση των εκπιπτομένων και μη δαπανών από το φορολογητέο εισόδημα, καθώς και η ανά διετία διενέργεια φορολογικών ελέγχων. Επομένως μόνο σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να τεκμηριωθεί αιτιολογία ή αβεβαιότητα που θα δικαιολογούσε αδυναμία διενέρ γειας εύλογης ποσοτικής πρόβλεψης της φορολογικής υποχρέωσης για την ανέλεγκτη περίοδο.
Οι υπηρεσίες της ΕΛΤΕ και της ΕΚ στο πλαίσιο του εποπτικού τους ρόλου θα συνεχίσουν την αξιολόγηση της ποιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης στο θέμα αυτό και στις περιπτώσεις που δεν έχει διενεργηθεί εύλογη πρόβλεψη για το ποσό των φορολογικών υποχρεώσεων των ανέλεγκτων διαχειριστικών περιόδων θα ζητούν αναλυτικό αιτιολογικό υπόμνημα τόσο από τις διοικήσεις των εταιρειών όσο και από τους νόμιμους
Η νομοθεσία προβλέπει την απαρίθμηση των εκπιπτομένων δαπανών από το φορολογητέο εισόδημα
ελεγκτές τους όταν οι τελευταίοι διατυπώνουν σύμφωνη γνώμη με έμφαση.
Εν τω μεταξύ χθες έπειτα από απόφαση των αρχών του ΧΑ ανεστάλη προσωρινά η διαπραγμάτευση των μετοχών της εταιρείας Ναυτιλιακή Εταιρεία Λέσβου ΑΕ (ΝΕΛ), δεδομένου ότι ο τύπος έκθεσης επισκόπησης της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης της περιόδου 1.1.2008-30.6.2008 από τον νόμιμο ελεγκτή είναι με άρνηση γνώμης. Με βάση τη διενεργηθείσα επισκόπηση αναφέρεται ότι υπάρχει απαίτηση 26,5 εκατ. ευρώ της εταιρείας, κάτι που αποτελεί σημαντικό στοιχείο του ενεργητικού της και του ομίλου. Η συνολική απαίτηση των 26,5 εκατ. ευρώ βρίσκεται σε υπερημερία οφειλέτη και σύμφωνα με το συμφωνητικό πώλησης των ανωτέρω πλοίων είναι διασφαλισμένη με την κατοχή των μετοχών των ανωτέρω αλλοδαπών εταιρειών, οι οποίες έχουν κατατεθεί σε ελληνική τράπεζα με δικαιούχο τη ΝΕΛ. Οπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι ορκωτοί ελεγκτές, «λαμβανομένου υπόψη ότι α) δεν μ ας έχουν δοθεί ελεγμένες από εγκεκριμένους ελεγκτές οικονομικές καταστάσεις των ανωτέρω αλλοδαπών εταιρειών ώστε να διαπιστώσου μ ε την καθαρή θέση τους και β) το ενδεχόμενο συντηρητικής κατάσχεσης των ανωτέρω πλοίων είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί δεδομένου ότι επί των ανωτέρω πλοίων υπάρχει α΄ βαθμού υποθήκη προς ελληνική δανείστρια τράπεζα και δεν μας έχει δοθεί έγγραφη συμφωνία μεταξύ της εν λόγω τράπεζας και της εταιρείας που να διευθετεί το θέμα, δεν είμαστε σε θέση να διαπιστώσου μ ε μέχρι ποιου ποσού οι εγγυήσεις δύνανται να καλύψουν την απαίτηση των 26,5 εκατ.ευρώ».
Τι απαντά η εταιρεία
Από την πλευρά της η ΝΕΛ τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η απαίτηση είναι διασφαλισμένη με την κατοχή των μετοχών της αγοράστριας πλοιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου «Αίολος Κεντέρης» (νυν «Red Sea Ι»), καθώς και έτερης εταιρείας αγοράστριας του πλοίου «Παναγία Πάρου» (νυν «Red Sea ΙΙ»), κάτι που βεβαιώνεται από την τράπεζα που φέρεται ως θεματοφύλακας των μετοχών αυτών. Πέραν της παραπάνω απαίτησης σε υπερημερία οφειλέτη βρίσκονται και απαιτήσεις της μητρικής εταιρείας, προερχόμενες από την τεχνική διαχείριση των παραπάνω πλοίων ύψους 1,784 εκατ. ευρώ. Η εύλογη αξία των πλοίων, μετά την αφαίρεση των ενυπόθηκων δανείων που βαρύνουν τα πλοία αυτά, ανέρχεται σε 26.500 ευρώ. Για το ποσό των 284.000 ευρώ, που η συνολική λογιστική αξία των απαιτήσεων υπερβαίνει την εύλογη αξία τους, σχηματίστηκε στις 30.6.2008 ισόποση πρόβλεψη επισφάλειας.