Χρηματοδοτούνται κέντρα που έχουμε ξεχάσει τι σημαίνουν τα αρχικά τους

Η Ελλάδα όχι μόνο εξακολουθεί να κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ των «27» σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη, αλλά θα συνεχίσει την ίδια τακτική και τα επόμενα έτη (προς όφελος ποιων άραγε;). Οπως έχει συμφωνηθεί σε επίπεδο αρχηγών κρατών-μελών και κυβερνήσεων της ΕΕ, οι δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη πρέπει να φθάσουν στο 3% του ΑΕΠ το 2010, αλλά η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει στόχο να φθάσουν στο 1,5% του ΑΕΠ, παρά τις δυνατότητες που παρέχονται μέσω του 7ου Προγράμματος Πλαισίου συνολικού προϋπολογισμού περίπου 50 δισ.

ευρώ. Τα συναρμόδια υπουργεία και ιδιαίτερα τα υπουργεία Οικονομίας και Ανάπτυξης δεν απαντούν πειστικά στην ερώτηση γιατί ΔΕΝ θα αυξηθούν στη χώρα μας οι δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη στα επίπεδα που θα αυξηθούν σε άλλες χώρες-μέλη. Στην τελευταία σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2007 (Αύγουστος 2008) αναφέρεται ότι η Ελλάδα εμφανίζει μιαν ανησυχητική και μεγάλη υστέρηση στην ένταση για Ερευνα και Ανάπτυξη. Ο δείκτης έντασης περιορίζεται στο 0,57% του ΑΕΠ, ενώ στη Σουηδία και στη Φινλανδία το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 3%, δηλαδή αυτές οι δύο χώρες έχουν ήδη πετύχει τον στόχο που έχει θέσει η ΕΕ για το 2010. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτές χώρες έχουν αυτοδεσμευθεί ότι ως το 2010 οι δαπάνες αυτές θα φθάσουν το 4%. Θα ήταν ίσως υπερβολή να θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών-μελών με τις υψηλότερες δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη. Και αυτό διότι επί δεκαετίες η πολιτική που ασκούσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις «σνομπάριζε» την έρευνα, έδιωχνε τους ερευνητές στο εξωτερικό (όπου πολλοί έγιναν διεθνώς γνωστοί) και χρηματοδοτούσε κάποια «ερευνητικά κέντρα» που έχουν ελάχιστα ή και τίποτε να μας δείξουν. Ορισμένα μάλιστα από τα κέντρα αυτά αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκαν «μόνο και μόνο» για να βολευτούν κάποιοι ημέτεροι. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοια κέντρα, με τόση δραστηριότητα ώστε… έχουμε ξεχάσει ακόμη και τι σημαίνουν τα αρχικά τους.

Ενώ όμως για λόγους «ιστορικούς» και νοοτροπίας δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών-μελών με τις υψηλότερες δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη, για λόγους ρεαλιστικούς θα μπορούσε να συμπεριλαβάνεται μεταξύ εκείνων των χωρών-μελών που δαπανούν ένα αξιοπρεπές ποσοστό του ΑΕΠ για τον σκοπό αυτόν. Για παράδειγμα, ενώ στην Ελλάδα ο δείκτης έντασης (πρόοδος στην επίτευξη των στόχων για το 2010) είναι μόλις 0,57% του ΑΕΠ, στη Λιθουανία είναι 0,80%, στην Εσθονία είναι 1,14%, στην Τσεχία 1,54%- χώρες οι οποίες εντάχθηκαν πολλά χρόνια μετά την Ελλάδα στην ΕΕ.

Τι θα μπορούσε να γίνει; Ας μας το πουν οι ερευνητές μας με διεθνή καριέρα. Θυμηθείτε όμως ότι μπόρεσε η Ιρλανδία πριν από λίγα χρόνια να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας ως κύριο εργαλείο την προώθηση της Ερευνας και Ανάπτυξης.