Α ν θέλαμε να κάνουμε μια εκτίμηση σχετικά με την- τόσο πρώιμη- απογοητευτική πορεία του Μπαράκ Ομπάμα στις σφυγμομετρήσεις, που αντανακλάται άλλωστε και στην υποτονική ατμόσφαιρα που επικρατεί στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Ντένβερ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Δημοκρατικοί υποφέρουν από βαριάς μορφής «τύψεις του αγοραστή». Από αυτό, δηλαδή, το θλιβερό ψυχολογικό σύνδρομο που συνοδεύει την αγορά ενός υπερβολικά ελκυστικού αλλά και δυσβάστακτα ακριβού ή άστοχα επιλεγμένου αγαθού. Κάτι τέτοιο έδειξαν οι εντυπωσιακές εμφανίσεις της Χίλαρι και του Μπιλ Κλίντον, οι οποίες κυριάρχησαν στο συνέδριο του Ντένβερ.

Βέβαια μια ιδιαίτερα επιμελημένη ομιλία του γερουσιαστή Ομπάμα (αργά χθες το βράδυ, ώρα Ελλάδας) ίσως αναθερμάνει όχι μόνο τους 70.000

υποστηρικτές που συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο Ινβέσκο αλλά και ολόκληρο το εκλογικό σώμα των ΗΠΑ. Είναι εξίσου πιθανόν να εμφανιστούν μαζικές εκδηλώσεις «υστερίας» από τους Δημοκρατικούς, τροφοδοτώντας έτσι τα πικρόχολα σχόλια των Ρεπουμπλικανών περί «ομπαμαμανίας».

Αφού λοιπόν το συνέδριο αυτής της εβδομάδας απέτυχε να δώσει στον κ. Ομπάμα τον αναμενόμενο αέρα υπεροχής στις προθέσεις ψήφου, αυτό σημαίνει ότι οι προεδρικές εκλογές έχουν ήδη κριθεί προτού καν ξεκινήσουν και ότι ο κόσμος θα πρέπει να προετοιμαστεί για μία ακόμη τετραετία των Ρεπουμπλικανών; Η απάντηση είναι «ασφαλώς όχι». Η «αυτοκρατορικού χαρακτήρα» διαδικασία ανάδειξης υποψηφίου και οι εσωστρεφείς σκέψεις περί δικαιοσύνης ως προς την απόδοση του χρίσματος οδήγησαν τους Δημοκρατικούς στο να επιλέξουν τον λιγότερο εκλέξιμο από τους δύο βασικούς συνυποψηφίους. Συνέπεια αυτού, να κλωτσήσουν την ευκαιρία να ανατρέψουν την καταστροφική προεδρία Μπους χάνοντας πολύτιμο έδαφος, όπως παλαιότερα ο Ρούζβελτ. Είναι αρκετά δελεαστικό να υποθέσουμε ότι οι Δημοκρατικοί πέταξαν μακριά μια εύκολη εκλογική νίκη. Δελεαστικό μεν, μη ορθό ακόμη δε.

Είναι πολύ νωρίς για να διαγράψει κανείς

Οσο πλησιάζει η ημέρα της κάλπης οι ψηφοφόροι θα συνειδητοποιούν ότι το διακύβευμα των εκλογών δεν είναι ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε ο κ. Ομπάμα.
Το ζήτημα είναι οι Ρεπουμπλικανοί, ο Τζον Μακ Κέιν και η σχέση του με τον Τζορτζ Μπους

τους Δημοκρατικούς, παρά το άτονο ξεκίνημα της προεκλογικής εκστρατείας τους, καθώς όσο πλησιάζει η ημέρα της κάλπης οι ψηφοφόροι θα συνειδητοποιούν ότι το διακύβευμα των εκλογών δεν είναι ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε ο κ. Ομπάμα ούτε η σχέση του με την οικογένεια Κλίντον. Το ζήτημα είναι οι Ρεπουμπλικανοί και ο Τζον Μακ Κέιν και η σχέση του με τον Τζορτζ Μπους. Το γνωμικό που λέει ότι «οι εκλογές δεν κερδίζονται από την αντιπολίτευση αλλά χάνονται από την κυβέρνηση» δεν είναι απλώς ένα δημοσιογραφικό κλισέ. Είναι μια μεγάλη αλήθεια για τη δημοκρατία. Εφόσον κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, είναι αδύνατον να στηρίξουν οι ψηφοφόροι την επιλογή τους σε μια υπόθεση, όπως το αν θα είναι μια μελλοντική κυβέρνηση πετυχημένη ή αν ένας μη δοκιμασμένος υποψήφιος θα γίνει καλός πρόεδρος.

Τα προεκλογικά μανιφέστα σπανίως αξίζουν το χαρτί επάνω στο οποίο έχουν γραφτεί. Και αυτό όχι απλώς επειδή οι πολιτικοί είναι ανειλικρινείς αλλά λόγω του ότι υπεισέρχονται αστάθμητοι παράγοντες. Αποτελεί πολύ σημαντικότερο έργο για μια κυβέρνηση η διαχείριση του απρόσμενου παρά η υλοποίηση των δεσμεύσεων. Ορισμένοι πολιτικοί που μοιάζουν καλά προετοιμασμένοι και έχουν ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους, όπως ο Γκόρντον Μπράουν και ο Ρίτσαρντ Νίξον, αποδεικνύονται ανεπαρκείς ως ηγέτες, ενώ άλλοι με μικρότερη εμπειρία και λιγοστές πολιτικές θέσεις, όπως ο Ρόναλντ Ρίγκαν ή ο Τόνι Μπλερ, είχαν επιτυχημένη πορεία. Η δημοκρατία είναι εν πολλοίς ένα παιχνίδι για το ποιος κυβερνά καλύτερα και το δικαίωμα της ψήφου είναι μόλις κάτι περισσότερο από το δικαίωμα να «ρίχνεις τα ζάρια».

Γιατί λοιπόν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο μάχονται γι΄ αυτό το δικαίωμα; Επειδή η πιο σημαντική λειτουργία στη δημοκρατία δεν είναι να επιλέγεις καλές κυβερνήσεις αλλά να απομακρύνεις τις κακές. Αυτό ακριβώς το δικαίωμα, να απομακρύνεις τις ακατάλληλες κυβερνήσεις, προφυλάσσει από την τυραννία, κάνει τις κυβερνήσεις χρήσιμες

Αν έπειτα από όλες τις αποτυχίες των τελευταίων οκτώ ετών οι Ρεπουμπλικανοί καταφέρουν να επανεκλεγεί ο υποψήφιός τους, τότε η Αμερική θα πλησιάσει δραματικά στο σημείο όπου η δημοκρατία σταματά να επιτελεί τη σημαντικότερη λειτουργία της

για τον λαό, αποθαρρύνει τη διαφθορά και διαφυλάσσει επί μακρόν την ειρήνη στα περισσότερα κράτη.

Η προηγούμενη παρατήρηση έχει ως συνέπεια να ζουν οι πολιτικοί με τον φόβο της τιμωρίας τους από τον λαό. Αν όμως οι ψηφοφόροι αποτύχουν επανειλημμένως να τιμωρήσουν την ακαταλληλότητα, τη διαφθορά ή τη λανθασμένη κρίση, τότε ορθώνεται ο φόβος της ανατροπής και η δημοκρατία χάνει τη δύναμη της επιβολής της. Οταν όμως σε μια χώρα τα κυρίαρχα κόμματα δεν μπορούν να αντέξουν τον χλευασμό της αρνητικής ψήφου, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η δημοκρατία δίνει τη θέση της σε μια αυτοτροφοδοτούμενη ολιγαρχία.

Αν έπειτα από όλες τις αποτυχίες των τελευταίων οκτώ ετών- τις ατυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις γεωπολιτικές γκάφες, τις οικονομικές αστοχίες και τον κακό χειρισμό των φυσικών καταστροφών- οι Ρεπουμπλικανοί καταφέρουν να επανεκλεγεί ο υποψήφιός τους στον Λευκό Οίκο, τότε η Αμερική θα πλησιάσει δραματικά στο σημείο όπου η δημοκρατία σταματά να επιτελεί τη σημαντικότερη λειτουργία της, να επιβάλλει την πολιτική της ισχύ.

Μπορεί ασφαλώς να παρατηρήσει κανείς ότι η ανικανότητα και τα λάθη της διακυβέρνησης Μπους δεν θα επηρεάσουν την- πιθανήπροεδρία Μακ Κέιν. Αυτό άλλωστε φαίνεται να είναι η βάση της στρατηγικής του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή, ο οποίος έχει δώσει έμφαση στις διαφωνίες του με τον απερχόμενο πρόεδρο. Ακόμη όμως και αν δεν υπήρχαν οι ομοιότητες μεταξύ των πολιτικών που υιοθετούν οι δύο άντρες- επιθετικός μιλιταρισμός, περιφρόνηση της διεθνούς γνώμης, κοινωνικός συντηρητισμός, φορολογικές περικοπές για τα πλούσια στρώματα, δογματική πίστη στις δυνάμεις της αγοράς ακόμη και αν αυτές παρουσιάζουν κραυγαλέες αποτυχίες τόσο για τα νοικοκυριά όσο και στον τομέα της ενέργειας -, μια νίκη των Ρεπουμπλικανών τον Νοέμβριο θα αποτελέσει πλήγμα για τη δημοκρατία για έναν βαθύτερο ακόμηλόγο.

Είτε ακολουθήσει ο Μακ Κέιν την πολιτική του προκατόχου του είτε όχι (και οι περισσότερες ενδείξεις συγκλίνουν προς την πρώτη υπόθεση), είναι βέβαιον ότι θα διατηρήσει στην εξουσία τη συμμαχία συμφερόντων που αντιπροσωπεύει το κόμμα του: τα ενεργειακά και τα στρατιωτικο-βιομηχανικά λόμπι, τον θρησκευτικό συντηρητισμό, τα αντιπεριβαλλοντικά συμφέροντα και τις νεοσυντηρητικές δεξαμενές σκέψης. Αυτές οι ομάδες οι οποίες απέκτησαν μεγάλη επιρροή, σε επίπεδο ιδεών αλλά και στον οικονομικό τομέα, επί προεδρίας Μπους είναι απολύτως συνυπεύθυνες για τις αστοχίες της διακυβέρνησης Μπους όσο και ο ίδιος ο πρόεδρος. Για τον επιπλέον δε λόγο ότι ενίσχυσαν την περιβόητη αδιαφορία του προέδρου για τις λεπτομέρειες της πολιτικής που εφάρμοσε.

Αν επανεκλεγεί Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, αυτά τα ίδια κέντρα θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην Ουάσιγκτον. Παρά τους πολέμους που υποδαύλισαν, παρά την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, παρά τα δολάρια που προήλθαν από φόρους και μοιράστηκαν προς όφελός τους, οι νεοσυντηρητικοί, οι εργολάβοι του Πενταγώνου, οι φονταμενταλιστές και τα λόμπι του πετρελαίου και της Γουόλ Στριτ θα συμπεράνουν ότι η αποτυχημένη πολιτική τους δεν έχει κανένα τίμημα για τους ίδιους. Δικαιολογημένα θα σκεφθούν ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας δημοκρατικός έλεγχος στις φιλοδοξίες τους. Αν οι αμερικανοί ψηφοφόροι θέλουν να στείλουν το μήνυμα ότι ακόμη ενδιαφέρονται για την πατρίδα τους και ότι η τεράστια αποτυχία της κυβέρνησής τους δεν θα μείνει πλέον ατιμώρητη, τότε πρέπει να δείξουν στους Ρεπουμπλικανούς την έξοδο από τον Λευκό Οίκο. Το κυρίαρχο ζήτημα αυτών των εκλογών δεν είναι ούτε η προσωπικότητα του υποψηφίου ούτε οι λόγοι του ούτε το χρώμα ή το φύλο του. Είναι η υπευθυνότητα. Οι Δημοκρατικοί- εστιάζοντας αφελώς στα υποτιθέμενα προτερήματα του Ομπάμα αντί για τις αποτυχίες του Μπους- δεν δείχνουν να το έχουν αντιληφθεί ακόμη αυτό. Ευτυχώς όμως οι αμερικανοί ψηφοφόροι μπορεί να αποδειχθούν λιγότερο αφελείς από την ηγεσία των Δημοκρατικών.

© ΤΟ ΒΗΜΑ, Τhe Τimes, 2008