Βλέπουμε τον σχολικό αθλητισμό κυρίως ως προθάλαμο του επαγγελματικού.
Θυσιάζουμε έτσι στον βωμό των μεταλλίων την αξία της άθλησης ως χαράς και υγείας για τους πολλούς

Ποια ήταν η συγκινητικότερη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου; Για τον αθλητικογράφο Τσαρλς Ρόμπινσον, υπήρξε εκείνη της Σάμια Γιουσούφ Ομάρ από τη Σομαλία, 17 ετών, που τερμάτισε τελευταία ανάμεσα σε 46 αθλήτριες στα 200 μέτρα. Ετρεχε ακόμη, οκτώ σχεδόν δευτερόλεπτα μετά τον τερματισμό της πρώτης στην προκριματική σειρά της. Ακόμη και οι θεατές στο μισογεμάτο στάδιο χρειάστηκαν λίγο χρόνο να το καταλάβουν και να καταχειροκροτήσουν το τελευταίο πενηντάρι αυτής της έσχατης. Μιας κοπέλας από μία σπαραγμένη χώρα, που ζει σε ένα δυάρι με την επταμελή της οικογένεια, μακριά από σπόνσορες και ανέσεις.

Μία συγκινητική στιγμή. Ας μη γελιόμαστε όμως. Και αν κάποιες τέτοιες συνθέτουν την εικόνα των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν τους χαρακτηρίζουν. Και στην Αθήνα μία αθλήτρια είχε αποθεωθεί ενώ έτρεχε τον τελευταίο γύρο μόνη, καθώς οι άλλες είχαν τερματίσει, αλλά δεν έμεινε εκείνο το χειροκρότημα στην ιστορία.

Μετά την τελετή λήξης οι πολλοί μετρούσαν μετάλλια. Οπως κάθε φορά. Μετά τη λήξη των Αγώνων της Αθήνας ο τότε πρόεδρος της ελληνικής ολυμπιακής αποστολής είχε κάνει μέχρι και αναγωγή στον πληθυσμό, σημειώνοντας ότι, με αυτό το πρόσθετο κριτήριο, η Ελλάδα θα ήταν πρώτη μαζί με την Ουγγαρία. Το ίδιο γίνεται παντού- με υπολογισμό και της κατά κεφαλήν απόδοσης σε μετάλλια σε σχέση με τη δαπάνη προετοιμασίας. Τους ήρωες δεν τους αναδεικνύει η συμμετοχή, αλλά η πρωτιά.

Ο κ. Ισίδωρος Κούβελος δεν είπε ψέματα, όταν υποστήριξε ότι δεν περιμέναμε περισσότερα μετάλλια από την ελληνική αποστολή- άντε να ήταν πέντε και κάποιο απ΄ αυτά χρυσό.

Προσθέτοντας, όμως, ότι «πρέπει να ξεκινήσει καινούργια μέρα» για τον ελληνικό αθλητισμό, διερμήνευσε ό,τι αισθάνονται οι περισσότεροι: πως θέλουμε περισσότερα μετάλλια και αυτή η καινούργια ημέρα σ΄ αυτό καλείται να στοχεύσει, έστω με τον παράλληλο στόχο να περιορισθούν τα- ανιχνευόμενα- κρούσματα ντόπινγκ. Και των ειδικών, άλλωστε, οι αναλύσεις εκεί εστίασαν: στα τυχόν λάθη που περιόρισαν τα μετάλλια, όχι στην εγκατάλειψη των μεταλλίων ως στόχου.

Θα ήταν, άραγε, προτιμότερη η εξάλειψη των κρατικών προγραμμάτων πρωταθλητισμού; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς αν θα ήταν καν εφικτή, όσο η χώρα θέλει να συμμετέχουν εθνικές αποστολές της στις διεθνείς διοργανώσεις. Ακόμη και κράτη με κορυφαία ιδιωτική επιχειρηματική ανάπτυξη έχουν κρατικό πρωταθλητισμό, δεν τον εναποθέτουν εξ ολοκλήρου στους χορηγούς.

Αυτό, ωστόσο, που ξεκαθάρισε- ακόμη περισσότερο- στο Πεκίνο, είναι ότι τα προγράμματα υψηλών επιδόσεων δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνα του μαζικού αθλητισμού, μαθητών ή ενηλίκων. Αν το κράτος ενδιαφέρεται να ενθαρρύνει την άθληση των πολλών, απαιτούνται υποδομές και παροτρύνσεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες που παράγουν πρωταθλητές, τόσο από άποψη πλήθους και προσβασιμότητας των αθλητικών εγκαταστάσεων όσο και από πλευράς έμφασης. Η διαφορά είναι ιδιαίτερα έκδηλη στον σχολικό αθλητισμό. Βλέπουμε πλέον όλοι ότι είναι άλλο πράγμα η ένταξη της άθλησης ως παραμέτρου ισορροπίας και αναψυχής στη ζωή των μαθητών και άλλο η ενθάρρυνση των υψηλών επιδόσεων προς ανίχνευση μελλοντικών πρωταθλητών.

Εισάγοντας ειδικές εξετάσεις που θα διαγιγνώσκουν από νωρίς τα αθλητικά ταλέντα και προοπτικές των παιδιών, δείχνουμε ότι βλέπουμε τον σχολικό αθλητισμό κυρίως ως προθάλαμο του επαγγελματικού. Θυσιάζουμε έτσι στον βωμό των μεταλλίων την αξία της άθλησης ως χαράς και υγείας για τους πολλούς. Και αν αυτό συμβαίνει στα σχολεία, η εγκατάλειψη είναι πλήρης στην άθληση των ενηλίκων. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα καμία κύρια αθλητική εγκατάσταση δεν δόθηκε σε δημόσια χρήση, ενώ και τα δημοτικά γυμναστήρια τα χρησιμοποιούν στην πράξη διάφοροι αθλητικοί σύλλογοι αποκλείοντας τους «απλούς» δημότες. Και αυτά σε μία πόλη που ασφυκτιά για δημόσιους χώρους άθλησης και αναψυχής…