Πώς ο κάμπος της Θεσσαλίας οδηγείται στην ερημοποίηση
Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ο θεσσαλικός κάμπος δοκιμάζεται από τη λειψυδρία και την ξηρασία, με αποτέλεσμα εκτάσεις δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων που καλλιεργήθηκαν με εαρινές καλλιέργειες (βαμβάκι, καλαμπόκι, βιομηχανική τομάτα) να κινδυνεύουν με ολοκληρωτική καταστροφή… Για δεύτερο συνεχόμενο καλοκαίρι ο Πηνειός έχει καταντήσει ρυάκι, ενώ η στάθμη της Λίμνης Πλαστήρα βρίσκεται ήδη κάτω από το οικολογικό όριο. Με μεγάλη ευκολία οι ιθύνοντες, παρασυρμένοι από μια λογική εμπεδωμένη, δυστυχώς, και στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, επισημαίνουν ότι για την επερχόμενη με ταχείς ρυθμούς ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου υπεύθυνο είναι το βαμβάκι. Μια καλλιέργεια η οποία εφέτος υποχώρησε δραματικά υπέρ των σιτηρών και του καλαμποκιού και όλα δείχνουν πως τα προσεχή χρόνια θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο.
Ολοι αυτοί, βέβαια, αγνοούν μια βασική αρχή της επιστήμης της οικολογίας: το φαινόμενο της θετικής ανάδρασης ή της ανατροφοδότησης ενός οικοσυστήματος που έχει διαταραχθεί από το ίδιο το αίτιο της διαταραχής. Το γεγονός της δίμηνης ανομβρίας και των ασυνήθιστα υψηλών θερμοκρασιών που παρατηρούνται εφέτος στη Θεσσαλία (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ελάχιστες θερμοκρασίες 24ώρου) οφείλονται, πέρα από την παγκόσμια υπερθέρμανση, και σε παράγοντες και δεδομένα τοπικού χαρακτήρα τα οποία επιτείνουν το φαινόμενο.
Η αλλαγή από το υδρόφιλο και πράσινο βαμβάκι στο «ξηροθερμικό» τις καλοκαιρινές περιόδους σιτάρι έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το μικροκλίμα του κάμπου, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον οι νύχτες εκεί από δροσερές που ήταν τα προηγούμενα χρόνια, όταν ποτιζόταν ο «λευκός χρυσός», να έχουν γίνει πλέον ανυπόφορες. Το γεγονός ότι στη Θεσσαλία σε έκταση μεγαλύτερη κατά 30% εφέτος καλλιεργήθηκαν τα σιτηρά σε σύγκριση με πέρυσι και κατά 60% σε σύγκριση με την τελευταία πενταετία έχει ως συνέπεια να καίγονται πολύ περισσότερες σιτοκαλαμιές από ασυνείδητους αγρότες τους καλοκαιρινούς μήνες, κάτι που συνιστά οικολογικό έγκλημα.
Εκεί, όμως, όπου υπάρχει η μεγάλη σύγχυση και ως συνέπεια κατασυκοφαντείται η καλλιέργεια είναι στο πόσο υδροβόρο και υδροχαρές φυτό είναι το βαμβάκι. Ενα στρέμμα απαιτεί κατά μέσον όρο ετησίως 350-400 κ.μ. νερού, ενώ ένα στρέμμα καλαμπόκι πάνω από 600. Εξίσου υδροβόρος με το καλαμπόκι είναι και η καλλιέργεια τεύτλων και βιομηχανικής τομάτας. Τα σιτηρά που αντικατέστησαν βαμβάκι στη Θεσσαλία εφέτος ποτίστηκαν κατά κόρον τους ανοιξιάτικους μήνες για να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις. Οταν στις πόλεις συζητούν πλέον για πράσινες ζώνες και γκαζόν επάνω στις ταράτσες και στους ακάλυπτους χώρους, προκειμένου να επηρεάσουμε το μικροκλίμα και να κατεβάσουμε τη θερμοκρασία, έχει αναλογιστεί κανείς πόσο πιο υδροβόρο είναι το γκαζόν από το βαμβάκι, το οποίο αποτελεί ένα φυσικό σύστημα κλιματισμού, ένα «air condition» που κατεβάζει κατά 3 βαθμούς τη θερμοκρασία, ιδιαίτερα τις νύχτες;
Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι όταν ο Θεσσαλικός κάμπος, όπως αποτυπώνεται στους πίνακες του Γιολδάση, ήταν μόνο σιτοβολώνας είχαμε ακραίες θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν συχνά τους 45 βαθμούς Κελσίου. Είναι προφανές ότι η βαμβακοκαλλιέργεια ανέτρεψε δραματικά αυτά τα δεδομένα τα τελευταία 25 χρόνια.
Η ερημοποίηση της θεσσαλικής πεδιάδας και η υφαλμύρωση των υπόγειων υδάτων στο ανατολικό της τμήμα είναι φαινόμενα μη αναστρέψιμα και θα είχαν επέλθει ταχύτερα αν το βαμβάκι είχε αντικατασταθεί από το καλαμπόκι. Ο τόπος αυτός για να παραμείνει γόνιμος και ζωντανός χρειάζεται ένα σχέδιο σωτηρίας και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων του…
Ο κ. Ι. Κολλάτος είναι μηχανολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής στη Βιοτεχνολογία