Οι νέοι επιστημονικοί τομείς είναι γεμάτοι από άγνωστους παράγοντες, οι οποίοι δεν θα γίνουν προφανείς προτού εφαρμοστούν σε ευρεία κλίμακα
Πέρυσι μια ιδιωτική εταιρεία πρότεινε να διασπείρει σκόνη σιδήρου στον Ειρηνικό Ωκεανό, με την ελπίδα να αναπτυχθεί πλαγκτόν σε άνθη φυκιών που θα απορροφούσαν το διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Κάποιοι άλλοι ερευνητές μιλούν για το ενδεχόμενο να προσθέσουν χημικά στην ατμόσφαιρα, να τοποθετήσουν σε σταθερή τροχιά επάνω από τη Γη καθρέφτες που θα αντανακλούν το φως του ήλιου ή να προβούν σε άλλα βήματα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Αυτού του είδους η τεχνολογία μπορεί να είναι χρήσιμη και ζωτική, θα μπορούσε ωστόσο να έχει και περιβαλλοντικές συνέπειες που δεν μπορούμε να προβλέψουμε και θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουμε. Συνεπώς, ολοένα περισσότεροι εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι ήρθε η ώρα για έναν ανοιχτό διάλογο σχετικά με το πώς και από ποιον πρέπει να χρησιμοποιηθεί ή αν θα πρέπει να εφαρμοστεί τελικά. Τα ίδια ερωτήματα εγείρονται και για την νανοτεχνολογία, τη ρομποτική και άλλες αναδυόμενες τεχνολογίες.
«Είναι ένα δύσκολο κεφάλαιο» αναφέρει ο αμερικανός επιστήμονας Ρόναλντ Αρκιν. Οταν οι επιστήμονες μιλούν για γεωμηχανική, είναι εμφανές ότι αναφέρονται σε τεχνολογίες που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τον πλανήτη. Οπως, όμως, υπογραμμίζει ο κ. Αρκιν, οι ερευνητές της ρομποτικής, για παράδειγμα, θα πρέπει να σκεφτούν όχι μόνο πώς να δημιουργήσουν πιο ικανά ρομπότ, αλλά επίσης και το ποιος θα φέρει την ευθύνη για τις πράξεις τους.
Ο φιλόσοφος Πολ Τόμσον διατείνεται ότι πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι «δεν πρέπει να εμπλέκονται σε τέτοιους είδους ηθικά ζητήματα».
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με τη γεωμηχανική φοβούνται ότι, αν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν πως υπάρχουν λύσεις για την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση, θα αισθανθούν ότι δεν επείγει η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι κλιματικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, αν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν τα δραστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο μέλλον, θα φοβηθούν τόσο, ώστε να μειώσουν τις εκπομπές αερίων. Αλλοι, πάλι, θεωρούν ότι, δεδομένης της απειλής που αποτελεί η παγκόσμια θέρμανση, θα ήταν ανήθικο να μην προβούμε στις κινήσεις που απαιτούνται για την πιθανή σωτηρία του πλανήτη.
«Πολλοί επιστήμονες προτιμούν να μη μιλούν για την έρευνα αιχμής, προτού αυτή αποκτήσει συγκεκριμένη μορφή,από φόβο μήπως χάσουν τον έλεγχο» λέει ο πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Επιστημονικών Θεμάτων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Ντέιβιντ Γκόλντστον. Οπως ανέφερε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο απερχόμενος επικεφαλής του Προγράμματος του Ανθρώπινου Γονιδιώματος (ΗGΡ) της αμερικανικής κυβέρνησης, Φράνσις Κόλινς, στην περίπτωση που η επιστημονική έρευνα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον πραγματικό κόσμο «όσο πιο σύντομα υπάρξει το ενδεχόμενο για δημόσιο διάλογο σχετικά με τα αποτελέσματα και τις συνέπειές τηςτόσο το καλύτερο».
Υπάρχει, πάντως, μια ολοένα αυξανόμενη τάση να αναγνωριστεί ότι η κλιματική μηχανική, η νανοτεχνολογία και άλλες τεχνολογίες είναι επιστημονικοί τομείς γεμάτοι από άγνωστους παράγοντες, οι οποίοι δεν θα γίνουν προφανείς προτού εφαρμοστούν σε ευρεία κλίμακα. Και μάλιστα σε βαθμό που «να μην υπάρχει επιστροφή» – όπως συνέβη, κατά κάποιον τρόπο, με την ατομική βόμβα στη δεκαετία του 1940.