Ερευνα του ΙΟΒΕ για την απασχολησιμότητα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Oι πανεπιστημιακές σπουδές δεν εξασφαλίζουν την ομαλή ένταξη των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας, είναι το συμπέρασμα μιας έρευνας του ΙΟΒΕ για την απασχολησιμότητα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αν και σαφώς συνυπολογίζεται κατά την πρόσληψη, το πτυχίο από κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ μάλλον αντιμετωπίζεται ως προαπαιτούμενο από τις επιχειρήσεις, οι οποίες δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην προσωπικότητα, στις ικανότητες αλλά και στην προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία των υποψηφίων.
Προδίδοντας την ελλιπή προετοιμασία του για την αγορά εργασίας από το εκπαιδευτικό σύστημα, ένας στους τέσσερις πτυχιούχους δηλώνει ότι οι σπουδές του δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες για την ανταπόκριση στις εργασιακές του υποχρεώσεις.
Οπως τονίζει το ερευνητικό ίδρυμα, η ελληνική οικονομία, με το χαμηλό ποσοστό δημιουργίας προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, δεν προσφέρει πολλές αξιόλογες θέσεις εργασίας, γεγονός που ευθύνεται για το υψηλό ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων στην Ελλάδα, το οποίο είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Επιπλέον, όσοι από τους πτυχιούχους έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας συχνά ετεροαπασχολούνται σε θέσεις που απαιτούν κατώτερα προσόντα. Οσο για τις περιορισμένες «καλές δουλειές», αυτές φαίνεται ότι προορίζονται για όσους έχουν την τύχη να έχουν μορφωμένους γονείς, η κοινωνική θέση των οποίων συμβάλλει στο να αποκτήσουν δύο εφόδια που από τις ίδιες τις επιχειρήσεις θεωρούνται πιο χρήσιμα από το πτυχίο: τις κατάλληλες συστάσεις και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία…
Ξεκινώντας από την ανάγκη να μειωθεί η υψηλή ανεργία αλλά και το σύνηθες φαινόμενο της ετεροαπασχόλησης των πτυχιούχων σε θέσεις εργασίας που απαιτούν κατώτερα προσόντα, οκτώ μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα ίδρυσαν τη Μορφωτική και Αναπτυξιακή Πρωτοβουλία και ανέθεσαν στο ΙΟΒΕ την εκπόνηση μιας μελέτης για την απασχολησιμότητα των αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Σύμφωνα με την έρευνα, ένας στους τέσσερις πτυχιούχους θεωρεί ότι οι σπουδές του δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες για την ανταπόκριση στις εργασιακές του υποχρεώσεις. Το ποσοστό αυτό είναι ακόμη υψηλότερο στα λεγόμενα θεωρητικά τμήματα, δηλαδή στις Ανθρωπιστικές, Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες, αλλά και σε κάποιες Φυσικές Επιστήμες που δεν έχουν πάντα άμεσο πεδίο εφαρμογής στην αγορά εργασίας, όπως είναι τα Μαθηματικά, η Στατιστική και η Γεωπονία. Αντίθετα, περισσότερη σχέση των σπουδών τους με το επάγγελμα που ασκούν βλέπουν όσοι σπούδασαν πιο «πρακτικά» επιστημονικά πεδία όπως είναι η Νομική, η Αρχιτεκτονική, η Πολεοδομία και Χωροταξία, οι Φυσικές Επιστήμες, οι Επιστήμες Μηχανικής, η Οικονομία και η Διοίκηση.
Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις τονίζουν ότι το πτυχίο δεν είναι παρά ένα τυπικό προσόν- το οποίο σαφώς και συνυπολογίζουν κατά την πρόσληψη, και μάλιστα ανάλογα με το κύρος του ακαδημαϊκού ιδρύματος.
Συγκεκριμένα, το κύρος του εκπαιδευτικού ιδρύματος αποτελεί κριτήριο πρόσληψης για περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις του προηγμένου τομέα αλλά όχι και για τον παραδοσιακό τομέα, όπου το ποσοστό περιορίζεται στο 10%. Σύμφωνα πάντως με τις απαντήσεις των επιχειρήσεων, στον επαγγελματικό κόσμο αξιολογούνται ως σημαντικότερα προσόντα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των υποψηφίων για μία θέση.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ανεργία των πτυχιούχων είναι η υψηλότερη μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης κυρίως λόγω του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν προσφέρει αρκετές ποιοτικές θέσεις εργασίας. Μάλιστα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των πτυχιούχων για μια καλή θέση εργασίας εντείνεται συνεχώς, καθώς η ζήτηση για πανεπιστημιακή εκπαίδευση συνεχίζει να αυξάνειμε δεδομένη μάλιστα την ακόμη υψηλότερη ανεργία των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία καθιστά την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως μία αναγκαστική στρατηγική περιορισμού της ανεργίας των νέων.
Την ώρα που η αγορά εργασίας πλημμυρίζεται κάθε χρόνο από 35.000 νέους πτυχιούχους, η προσφορά θέσεων εργασίας παραμένει περιορισμένη και εξαρτάται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, αφού στο Δημόσιο ο ρυθμός απορρόφησης εργατικού δυναμικού μειώνεται. Καθώς δε η όποια προσφορά απασχόλησης απευθύνεται σε πτυχιούχους προέρχεται από τις επιχειρήσεις του προηγμένου τομέα, το ΙΟΒΕ τονίζει την ανάγκη εκσυγχρονισμού των ελληνικών επιχειρήσεων ως «όρο sine qua non για ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης των πτυχιούχων».