O Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος συχνά χαρακτηρίζεται άνθρωπος «ψυχρός» και με αυτοσυγκράτηση, βρίσκεται στο επίκεντρο γεγονότων που μπορούν να επαναδιαμορφώσουν τον στρατηγικό χάρτη του Καυκάσου προς όφελος της Ρωσίας ή ακόμη να ζημιώσουν σοβαρά τις σχέσεις της με τις δυτικές δυνάμεις, στις οποίες η Ρωσία παλαιότερα αναζητούσε συμμάχους. Ποιες είναι όμως οι στρατηγικές βλέψεις του; Μέσω της κρίσης για τη Νότια Οσετία, ο Πούτιν φάνηκε ικανός να προσφέρει ικανοποίηση για τις ταπεινώσεις που η Ρωσία είχε δεχθεί, όπως προσφάτως για το Κοσσυφοπέδιο, η διακήρυξη ανεξαρτησίας του οποίου από τη Σερβία- στενή σύμμαχο της Ρωσίας- βρήκε ευρεία υποστήριξη από τη Δύση.

Στις αποφάσεις του ρώσου πρωθυπουργού τις τελευταίες ημέρες ορισμένοι βλέπουν έναν ηγέτη ο οποίος στοχάστηκε επί μακρόν για τις πληγές της Ρωσίας. Εχοντας ανοίξει δύο μέτωπα στη Γεωργία, ο Πούτιν αντιμετωπίζει μια σειρά γεωστρατηγικών επιλογών. Η Ρωσία θα μπορούσε να καταλήξει σε προσάρτηση των αποσχισθεισών περιοχών της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας- κάτι που de facto οι στρατιωτικές δυνάμεις της έχουν ήδη καταφέρει σε μεγάλο βαθμό.

Δεν αποκλείονται και κινήσεις ρεβανσισμού ή εντυπωσιασμού. Οι αρχές στο Κρεμλίνο μίλησαν για το ενδεχόμενο να οδηγήσουν τον γεωργιανό πρόεδρο Μιχαήλ Σαακασβίλ ι ενώπιον ενός δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου, κατηγορώντας τον για τον άγριο βομβαρδισμό της πρωτεύουσας της Νότιας Οσετίας Τσχινβάλι, ο οποίος στάθηκε η αφορμή της ρωσικής επέμβασης.

Η πιο ακραία επιλογή του Πούτιν θα ήταν να καταλάβει ολόκληρη τη Γεωργία, μια χώρα με πληθυσμό 4,4 εκατομμυρίων ανθρώπων και με μια παραδοσιακή καχυποψία έναντι της Ρωσίας που διαρκεί αιώνες, ήδη πέρασμα σημαντικών πετρελαιαγωγών τους οποίους έχει κατασκευάσει ή σχεδιάζει να κατασκευάσει η Δύση.

Η κρίση με τη Γεωργία φανερώνει ότι ο Πούτιν είναι τόσο ένας μεθοδικός όσο και ένας συναισθηματικός παίκτης. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Ρωσία είχε κάνει μακροχρόνιες προετοιμασίες για τη στρατιωτική και διπλωματική σύγκρουση που παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες.

Ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου έγινε πρόεδρος στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η εποχή Γέλτσιν είχε επιφέρει δραματική κατάπτωση του διεθνούς γοήτρου της Ρωσίας. Η εκστρατεία υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων την οποία ενθάρρυναν οι Δυτικοί οδήγησε σε κατάρρευση του ρουβλίου. Το χειρότερο όμως ήταν η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την πρώην σφαίρα επιρροής του Κρεμλίνου. Οι άλλοτε ανήκοντες στο πρώην σοβιετικό μπλοκ Πολωνοί, Τσέχοι και Ούγγροι έγιναν μέλη της Συμμαχίας τον Μάρτιο του 1999, δηλαδή λίγο προτού το ΝΑΤΟ αρχίσει να βομβαρδίζει τη Σερβία.

Η ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, η οποία αναγνωρίστηκε από τις δυτικές χώρες, ήταν μια «πολύ άσχημη και ταπεινωτική» για τον Πούτιν εξέλιξη, εκμυστηρεύεται ο Αλεξάντρ Ραρ, εμπειρογνώμονας σε θέματα της Ρωσίας στη Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής. Προς απάντηση, ο Πούτιν προειδοποίησε εφέτος τον Απρίλιο ότι η Ρωσία θα αναγνωρίσει τις δύο αποσχισθείσες από τη Γεωργία δημοκρατίες. «Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι μια προσπάθεια να αντικρίσει η Δύση το πρόσωπό της σε έναν καθρέφτη,ώστε να φανεί ακριβώς τι έκανε με τη Σερβία» αναφέρει ο Ραρ.

«Η Ρωσία βρίσκεται σε εξαιρετικά επικίνδυνη θέση» εκτιμά ο ρώσος πολιτικός επιστήμονας Σεργκέι Μάρκοφ, επεξηγώντας ότι το Κρεμλίνο είναι παγιδευμένο μεταξύ της υποχρέωσής του να προστατεύσει τους ρώσους πολίτες και του κινδύνου να οδηγηθεί σε έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο». «Η Ουάσιγκτον και η αμερικανική κυβέρνηση παίζουν ένα εξαιρετικά βρώμικο παιχνίδι.Θα παρουσιάσουν τον Πούτιν ως έναν κατακτητή, ακόμη και αν εκείνος δεν κάνει τίποτε» προσθέτει.