ΜΟΝΑΧΟ. Φόβος πάνω από την πόλη. Στο Μόναχο κυριαρχεί πανικός από την περασμένη Τρίτη, την ημέρα που γνωστοποιήθηκε ότι η επιτροπή εποπτείας της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς, SΕC, στέλνει δύο ερευνητές της στο Μόναχο για να διερευνήσουν επί τόπου το σκάνδαλο της Siemens. Επίσημα ο όμιλος αποφεύγει κάθε σχόλιο. Στέλεχος όμως, που θέλει να μείνει ανώνυμο, αναγνωρίζει ότι οι Αμερικανοί «χοντραίνουν» ξαφνικά το παιχνίδι επειδή βαρέθηκαν τις υποσχέσεις της σημερινής ηγεσίας της πολυεθνικής περί «πλήρους κάθαρσης» . «Αυτό που βλέπουν είναιότι ως τώρα έχουν διωχθεί μόνο μεσαία στελέχη» λέει. «Εκείνοι θέλουν όμως, εδώ και τώρα, τα κεφάλια των πρώην ηγετών της Siemens.Αυτό θα ήταν όμως ομολογία ότι η διαφθορά ήταν προγραμματισμένη από τα πάνω.Και αυτό πάλι θα ήταν η χαριστική βολή για τον όμιλο».

Η πίεση της SΕC προκαλεί από πρώτη ματιά απορία. Και αυτό επειδή κανένα διεθνές οικονομικό έγκλημα δεν έχει διερευνηθεί μεταπολεμικά σε τόση μεγάλη έκταση και ένταση όσο αυτό της Siemens. Στην έρευνα δεν συμμετέχουν μόνο το τμήμα εσωτερικού ελέγχου και ασφαλείας του ομίλου Compliance και η εισαγγελία του Μονάχου (σε συνεργασία με τις εισαγγελίες δεκάδων άλλων «θιγομένων» χωρών, όπως η Ελλάδα), αλλά και το αμερικανικό δικηγορικό γραφείο Debevoise & Ρlimpton, που έχει προσληφθεί από τη Siemens ως «ανεξάρτητη» αρχή, στην πραγματικότητα όμως είναι η «πέμπτη κολόνα» των Αμερικανών μέσα στη Siemens. Οι εκθέσεις του αποστέλλονται αμέσως στην SΕC και στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Η επιτροπή εποπτείας δεν έχει λοιπόν κανέναν λόγο να παραπονείται για έλλειψη επαρκών ερευνών και πληροφοριών.

Η απορία λύνεται όταν ρίξει κανείς μια ματιά στη λίστα με τα πρόσωπα που σχεδιάζεται να ανακρίνουν οι απεσταλμένοι της SΕC στο Μόναχο. Σε αυτά ανήκει και ο πρώην εμπορικός διευθυντής του τμήματος τηλεπικοινωνιών του ομίλου Ράινχαρτ Σίκατσεκ, που καταδικάστηκε πρόσφατα από το πρωτοδικείο του Μονάχου σε διετή ποινή φυλάκισης με αναστολή λόγω απιστίας έναντι της Siemens σε 49 περιπτώσεις (οι 6 εκ των οποίων αφορούσαν την Ολυμπιάδα 2004). Κατά την ανάκρισή του από την εισαγγελία (21 ημέρες) και από την Debevoise & Ρlimpton (3 ημέρες) ο πρώην εμπορικός διευθυντής του τμήματος τηλεπικοινωνιών του ομίλου είχε αποκαλύψει τον ρόλο δεκάδων άλλων προσώπων στο σύστημα διαφθοράς. Η SΕC είναι όμως προφανώς της άποψης ότι οι αποκαλύψεις αυτές δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς, ούτε από την εισαγγελία ούτε από τη Siemensτουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα υψηλόβαθμα στελέχη. Η σχεδιαζόμενη παρέμβασή της σκοπεύει έτσι προς αυτή την κατεύθυνση. Και σε αυτό θα συνεισφέρει και η νέα «ανάγνωση» του αρχείου του κ. Σίκατσεκ για τα «μαύρα ταμεία»: 39 ντοσιέ που συμποσούνται σε 10.000 σελίδες αποδεικτικού υλικού.

Στην ίδια λίστα βρίσκεται και ο Κάιλ φον Γιάγκερμαν, ο άνθρωπος που μετέφερε επί δεκαετίες ετησίως 100 και πλέον εκατομμύρια ευρώ σε τσάντες από το Μόναχο στην Raiffeisen Βank του Σάλτσμπουργκ, από όπου έπαιρναν την άγουσα για τους δωρολήπτες. «Μπορεί ο φον Γιάγκερμαν να ήταν χαμηλόβαθμο στέλεχος, ως ισόβιος ταχυδρόμος του μαύρου χρήματος όμως ήξερε από πρώτο χέρι πρόσωπα και πράγματα» λέει γνωστός γερμανός νομικός.

Ανεξάρτητα πάντως από το αποτέλεσμα των νέων ανακρίσεων, και μόνο η επίσκεψη εκ Δυσμών αποτελεί «ξεμπρόστιασμα» για τη Siemens. «Δεν πρόκειται για κήρυξη πολέμου» προσθέτει. «Η SΕC διαδηλώνει όμως για πρώτη φορά απροκάλυπτα τη δυσπιστία της προς το Μόναχο». Και το χειρότερο για την πολυεθνική: ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι εντελώς άνισος.

Ως εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η Siemens υπάγεται στην αμερικανική νομοθεσία. Και αυτό συνεπάγεται, σε περίπτωση που η SΕC κρίνει την «κάθαρση» ως μη ικανοποιητική, βαριές καμπάνες: φυλάκιση, πρόστιμο ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποκλεισμό από δημόσια έργα. «Τέτοιες επισκέψεις προκαλούν φόβοακόμη και όταν αποβλέπουν σε απλή επίδειξη δύναμης» προσθέτει ο ίδιος. «Και αυτό εξηγεί τη νευρική κρίσηπου παρατηρείται σήμερα στο Μόναχο».