ΠΑΡΙΣΙ Μυστηριώδης ρώσος δισεκατομμυριούχος αγόρασε πολυτελή έπαυλη στην Κυανή Ακτή της Γαλλίας καταβάλλοντας το υψηλότερο τίμημα που δόθηκε ποτέ για ιδιωτική κατοικία: 500 εκατομμύρια ευρώ. Δεν θέλησε να γίνει γνωστή η ταυτότητά του, τουλάχιστον ως τον Σεπτέμβριο, οπότε θα παραλάβει το σπίτι.

Πρόκειται για τη βίλα Λεοπόλντα, κτίριο εποχής μπελ επόκ που δεσπόζει στη γλλική Ριβιέρα, στη Βιλφράνς, μεταξύ Νίκαιας και Μονακό. Είχε κτισθεί το 1902 από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄ του Βελγίου και η τελευταία κάτοχός του ήταν η Λίλι Σαφρά, χήρα του λιβανέζου μεγαλοτραπεζίτη Εντμόν Σαφρά, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε πυρκαϊά στην Ελβετία το 2003. Προηγούμενοι ιδιοκτήτες ήταν ο Τζιάνι Ανιέλι της Fiat και o Μπιλ Γκέιτς της Μicrosoft, ενώ έχουν φιλοξενηθεί εκεί πολλές διασημότητες, από τον Φρανκ Σινάτρα ως τον Ρόναλντ Ρίγκαν .

Η έπαυλη Λεοπόλντα είναι κτισμένη σε οικόπεδο 81 στρεμμάτων, έχει απεριόριστη θέα στο Καπ Φερά, δύο πολυτελείς ξενώνες, και είναι περιτριγυρισμένη από εκατοντάδες ελαιόδεντρα, λεμονιές, κυπαρίσσια σε κήπους που τους φροντίζουν 50 κηπουροί. Θεωρείται περιζήτητο ησυχαστήριο για πάμπλουτους, το οποίο παρ΄ όλα αυτά δεν δικαιολογεί το υψηλότατο τίμημά του που κάνει να φαντάζουν ψίχουλα τα 20 εκατομμύρια ευρώ που πλήρωσε πριν από έξι χρόνια ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ο περιώνυμος ρώσος μεγιστάνας, προκειμένου να αποκτήσει τον ετοιμόρροπο πύργο Σατό ντε λα Κρο, αλλοτινή ιδιοκτησία του δούκα και της δούκισσας του Γουίνδσορ. Υπολογίζεται ότι είναι περίπου 200 οι «ολιγάρχες» που έχουν αναστατώσει την αγορά ακινήτων της Ριβιέρας. «Οι Ρώσοι συναγωνίζονται ποιος θα δώσει τα περισσότερα,χωρίς να υπάρχει πλαφόν.Επαναλαμβάνονται στις μέρες μας οι αντιπαραθέσεις Ωνάση- Νιάρχου που στη δεκαετία του ΄50 είχαν εκτοξεύσει τις τιμές των ακινήτων της Κυανής Ακτής στο Διάστημα» λέει ο μεσίτης της Νίκαιας ΖανΜαρί Ταραγκονί.

«Διαθέτουν εξωπραγματικά ποσά, δεν τολμούμε πλέον να προτείνουμε σε τέτοιους πελάτες αγορά κάτω των 100 εκατομμυρίων ευρώ γιατί ξέρουμε ότι θα την απορρίψουν.Και να δείτε με τι ύφος το κάνουν!Κοντεύουμε να τρελαθούμε…» ομολογεί ένας άλλος.