Hταν το 2002 όταν, ύστερα από περίπου 80 χρόνια, η ιταλική Δικαιοσύνη κατόρθωνε να λύσει επιτέλους το ακανθώδες θέμα της κληρονομιάς του Τζιάκομο Πουτσίνι και δη υιοθετώντας «σολομώντεια» οδό, αφού το «γαϊτανάκι» των φυσικών και γενικότερα των νόμιμων κληρονόμων του ιταλού συνθέτη προέκυπτε άκρως μπερδεμένο. Μία εξαετία αργότερα από εκείνο τον διακανονισμό, ο οποίος απέδιδε το μεγαλύτερο μερίδιο στο κράτος, η τράπουλα δεν αποκλείεται να μοιραστεί εκ νέου. Επ΄ ευκαιρία της εφετινής επετείου των 150 χρόνων από τη γέννηση του Πουτσίνι, ένα νέο ντοκυμαντέρ του σκηνοθέτη Πάολο Μπενβενούτι, που θα προβληθεί στο επικείμενο Φεστιβάλ Βενετίας, υποστηρίζει την ύπαρξη νέων, αγνώστων ως σήμερα, φυσικών κληρονόμων του.

Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει την οργή της 80χρονης Σιμονέτα Πουτσίνι, εγγονής του συνθέτη, κόρης του μοναδικού γιου που απέκτησε από τον γάμο του, η οποία προχωρεί σε δημόσια καμπάνια με συλλογή υπογραφών προκειμένου, όπως λέει, «να προστατεύσει τη μνήμη» του παππού της.

«Πέτρα του σκανδάλου» αποτελεί η 61χρονη Νάντια Μανφρέντι για την οποία ο Μπενβενούτι υποστηρίζει ότι είναι επίσης εγγονή του Πουτσίνι. Η ίδια έχει προβεί σε αίτηση σύγκρισης του DΝΑ του πατέρα της- ο οποίος απεβίωσε το 1988 χωρίς να μάθει ποτέ μετά βεβαιότητος τις ρίζες του- και του Πουτσίνι. Οπως δηλώνει η Νάντια Μανφρέντι, δεν ενδιαφέρεται για τα χρήματα παρά μόνο για την αλήθεια.

Εναν αιώνα «κρατάει η κολόνια»
Η άκρη του εν λόγω «μπερδεμένου» νήματος φαίνεται ότι χρονολογείται έναν αιώνα νωρίτερα: στις 23 Ιανουαρίου 1909 η μικρή κοινωνία του Τόρε ντελ Λάγκο αναστατώθηκε από τις φρικτές κραυγές πόνου μιας γυναίκας. Ηταν η Ντόρια Μανφρέντι , μια νεαρή υπηρέτρια στο σπίτι του Πουτσίνι, η οποία είχε προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας προκειμένου να γλιτώσει από το λυσσαλέο κυνήγι της συζύγου τού συνθέτη, που την κατηγορούσε για παράνομη σχέση μαζί του. Η κοπέλα είχε πια πεθάνει όταν αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο περιβόητος δεσμός ήταν αποκύημα της φαντασίας της κυρίας Πουτσίνι και ο συνθέτης υποχρεώθηκε να καταβάλει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό προκειμένου η σύζυγός του να αποφύγει τη φυλακή, καθώς οι συγγενείς της Ντόρια είχαν καταφύγει στη δικαιοσύνη.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μπενβενούτι, όχι μόνο υπήρξε δεσμός του συνθέτη, αλλά και καρπός αυτού. Η διαφορά είναι ότι δεν επρόκειτο για την Ντόρια αλλά για τη συνεπώνυμη εξαδέλφη της Τζούλια, η οποία το 1923, μόλις έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, χάρισε στον συνθέτη ακόμη έναν γιο. Το παιδί αυτό πήρε το επώνυμο της μητέρας του και μεγάλωσε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Ο Μπενβενούτι υποστηρίζει ότι έμαθε για την ύπαρξή του χάρη σε μια βαλίτσα με επιστολές και φωτογραφίες που ανακάλυψε στο σπίτι της Νάντιας Μανφρέντι, κόρης του «κρυφού» αυτού απογόνου, στην Πίζα. Οσο για το κερασάκι στην τούρτα; Η «νεοανακαλυφθείσα» εγγονή του Πουτσίνι είναι η ίδια γιαγιά ενός μικρού αγοριού που ονομάζεται Τζιάκομο και, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, μοιάζει εκπληκτικά στον συνθέτη. Εκστρατεία ενημέρωσης
«Αήθη επίθεση στην ιδιωτική ζωή του συνθέτη και της οικογένειάς του με υπερβολές και αποκυήματα φαντασίας» χαρακτηρίζει από την πλευρά της την όλη ιστορία η Σιμονέτα Πουτσίνι- η οποία σήμερα διαχειρίζεται τη βίλα του συνθέτη στο Τόρε ντελ Λάγκο, που έχει διαμορφωθεί σε μουσείο φιλοξενώντας διάφορα αντικείμενα, όπως το πιάνο του, χειρόγραφα, κυνηγετικά όπλα και φωτογραφίες- και προχωρεί σε εκστρατεία «ενημέρωσης» ζητώντας τη συνδρομή ντόπιων και ξένων. Από την άλλη πλευρά, ιταλοί μουσικοκριτικοί υποστηρίζουν ότι ο δημιουργός της «Τόσκα» και της «Τουραντότ» ήταν πράγματι επιρρεπής στο ωραίο φύλο και, κατ΄ επέκταση, στις εξωσυζυγικές σχέσεις.

Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι και η ίδια η Σιμονέτα Πουτσίνι χρειάστηκε να κοπιάσει αρκετά προκειμένου να αποκτήσει δικαιώματα στο επώνυμο και στην περιουσία του διάσημου παππού της. Ο «νόμιμος» γιος του συνθέτη την απέκτησε από μια «παράνομη» σχέση του το 1928, σε μια εποχή όπου ο ιταλικός νόμος δεν αναγνώριζε κληρονομικά δικαιώματα στα παιδιά τα οποία γεννιούνταν εκτός γάμου. Η γυναίκα μεγάλωσε με το επώνυμο Τζιουρουμέλο . Το άλλαξε σε Πουτσίνι όταν κατάφερε, τελικά, να αποδείξει ότι ήταν φυσική απόγονος του συνθέτη και να της αποδοθεί η διαχείριση της βίλας του Τόρε ντελ Λάγκο. Αξίζει πάντως να προστεθεί ότι η Νάντια Μανφρέντι δεν είναι η μοναδική που «επιβουλεύεται» τη «μονοκρατορία» της Σιμονέτα. Μερίδιο στην «πίτα» φαίνεται ότι διεκδικεί και ο πρώην διαχειριστής του σημερινού μουσείου, ονόματι Τζιάκομο Τζιοβανόνι, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο πατέρας του Κλάουντιο ήταν ένας ακόμη γιος του Πουτσίνι, ο οποίος είχε γεννηθεί από τον δεσμό του συνθέτη με κάποια υπηρέτρια. Ο Τζιοβανόνι έχει επίσης κάνει αίτηση εξέτασης DΝΑ προκειμένου να αποδείξει ότι είναι και αυτός εγγονός του Πουτσίνι.