Ως «σύγκρουση με συμφέροντα, συντεχνίες και ομάδες» επεχείρησε να εμφανίσει την τροπολογία για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ ο υπουργός Οικονομίας κ. Γ.Αλογοσκούφης, προκαλώντας την αντίδραση της αντιπολίτευσης που τον κατηγόρησε για «νεοφιλελεύθερο παραλήρημα» και προκάλεσε ονομαστική ψηφοφορία η οποία θα διεξαχθεί σήμερα.

Αν και η επίμαχη τροπολογία, η οποία προστέθηκε στο νομοσχέδιο για την «καρατόμηση» του κ. Γ.Ζορμπά από την ηγεσία της Αρχής για το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», αφορά κυρίως τους νεοπροσλαμβανομένους στις ζημιογόνες ΔΕΚΟ, οι αυξήσεις των οποίων θα καθορίζονται με αποφάσεις διυπουργικής επιτροπής, ο κ. Αλογοσκούφης επιτέθηκε στα εισοδηματικά «ρετιρέ» των εργαζομένων στις ελλειμματικές δημόσιες επιχειρήσεις, οι μέσες αποδοχές των οποίων, όπως είπε, είναι διπλάσιες από αυτές του ιδιωτικού τομέα. Πρόσθεσε δε με έμφαση ότι «δεν μπορούμε να έχουμε εργαζομένους δύο ταχυτήτων, άλλους στον ιδιωτικό και άλλους στον δημόσιο τομέα».

Σε μια προσπάθεια μάλιστα να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από το βαρύ κλίμα υπό το οποίο γίνεται η συζήτηση της τροπολογίας στο θερινό τμήμα της Βουλής, ο υπουργός Οικονομίας παρέθεσε παραδείγματα επιχειρήσεων αρμοδιότητας του υπουργείου Μεταφορών που τα έσοδά τους από εισιτήρια καλύπτουν μόνον ένα μέρος της μισθοδοσίας του προσωπικού τους, όπως η ΕΘΕΛ (που είχε το 2007 έσοδα 195 εκατ. ευρώ και δαπάνες μισθοδοσίας 281,9 εκατ. ευρώ) ή ο ΟΣΕ (με δαπάνες μισθοδοσίας 400 εκατ. ευρώ και έσοδα 100 εκατ. ευρώ). Παράλληλα υπερασπιζόμενος τις διοικήσεις που έχουν τοποθετηθεί από την κυβέρνηση και βρέθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στο στόχαστρο κυβερνητικών βουλευτών υποστήριξε ότι υπάλληλοι αυτών των επιχειρήσεων πετυχαίνουν «με υπερωρίες και άλλα τερτίπια» μισθούς ανώτερους από τους διοικούντες, αναφέροντας το παράδειγμα του διευθύνοντος συμβούλου των ΗΛΠΑΠ που είναι, όπως είπε, εκατοστός στην κλίμακα των υψηλόμισθων του οργανισμού. Τα επιχειρήματα που προέβαλε ο υπουργός προκάλεσαν αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, στελέχη της οποίας μίλησαν για «παιχνίδι εντυπώσεων» , αφού η τροπολογία ουδόλως αφορά αυτούς που κατήγγειλε ο κ. Αλογοσκούφης, τον οποίο κατηγόρησαν ότι έφερε την τροπολογία για να αποσπαστεί η προσοχή από την αποπομπή του κ. Ζορμπά και τα σκάνδαλα της Siemens.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ κ. Ευ.Βενιζέλος μίλησε για «νεοφιλελεύθερο παραλήρημα» του υπουργού και αναρωτήθηκε αν υπάρχει άλλος τρόπος από την επιχορήγηση του κρατικού προϋπολογισμού για την κάλυψη των ελλειμμάτων των αστικών συγκοινωνιών που χρησιμοποιούν μισθωτοί και συνταξιούχοι. «Πρόοδος είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στο υψηλότερο δυνατό σημείο και όχι στον χαμηλότερο δυνατό παρονομαστή,όπως επιδιώκει η κυβέρνηση της ΝΔ», τόνισε.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ κ. Αντ.Σκυλλάκος εξέφρασε την άποψη ότι η κυβέρνηση, συνεχίζοντας τον δρόμο που άνοιξε το ΠαΣοΚ, προετοιμάζει το έδαφος για να εφαρμόσει ανάλογη πολιτική «παγώματος» των αυξήσεων και κατάργησης της δυνατότητας παραπομπής στη διαιτησία και για τους υπόλοιπους εργαζομένους. Επίσης ο κ. Ν. Τσούκαλης από τον ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για «νεοφιλελεύθερη επέλαση», ενώ οι βουλευτές του ΛΑΟΣ, αν και τάχθηκαν κατά της τροπολογίας, συμφώνησαν με την κυβερνητική θέση ότι δεν μπορεί να καλύπτονται τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Αργότερα πάντως ο κ. Γ.Καρατζαφέρης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι καταφεύγει σε μεθόδους στέρησης της ελευθερίας του λόγου των βουλευτών της, αντικαθιστώντας όσους διαφωνούν με τις επιλογές της και χρησιμοποιώντας «βουλευτή μιας χρήσης» που θα ψηφίσει σήμερα αντί του διαφωνούντος κ. Ι.Μανώλη.

* Την αντίθεσή της στις αλλαγές τις οποίες προωθεί η κυβέρνηση στο εργασιακό των υπαλλήλων στις ΔΕΚΟ εξέφρασε χθες η Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Σε ανακοίνωσή της η Ενωση μεταξύ άλλων αναφέρει: «Με νομοσχέδιο,που προωθεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος,στο μέσο του καλοκαιριού,καταργεί στην ουσία το δικαίωμα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων,αφού επιβάλλει τη ρύθμιση του ύψους των αποδοχών των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα με αποφάσεις διυπουργικής επιτροπής,ενώ ταυτόχρονα στερεί το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία».