Οι αναπτυγμένες χώρες μπορούν να συνεχίσουν να επωφελούνται από την αποτυχία της νέας συμφωνίας απελευθέρωσης ιδιαίτερα για τον αγροτικό τους τομέα, τον οποίο στηρίζουν πολύ

«Χάσαμε μια ευκαιρία να σφυρηλατήσουμε την πρώτη συμφωνία της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Θα ήμασταν όλοι κερδισμένοι.Χωρίς συμφωνίαόλοι χάνουμε» εκτίμησε ο ευρωπαίος επίτροπος εμπορίου και επικεφαλής της ευρωπαϊκής διαπραγματευτικής ομάδας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου Πέτερ Μπάντελσον. Ο Πασκάλ Λαμί, επικεφαλής του Οργανισμού, διευκρίνισε ότι οι διαπραγματεύσεις προσέκρουσαν στον μηχανισμό ειδικής εξασφάλισης των αναπτυσσόμενων χωρών σε περίπτωση πληθώρας εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και δήλωσε έτοιμος να προσπαθήσει να «ξαναθέσει το τρένο σε τροχιά» από το φθινόπωρο.

Σ την πραγματικότητα η αποτυχία των «άτυπων» αυτών και επιλεκτικών διαπραγματεύσεων (περίπου 40 χώρες από τα 153 μέλη του Οργανισμού συμμετείχαν) είναι η τρίτη από τότε που ξεκίνησε ο «Γύρος της Ντόχα», δηλαδή το 2001. Αυτή τη φορά η αποτυχία έδειξε τη διαπραγματευτική ισχύ χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα έναντι της Ευρώπης και κυρίως της Αμερικής. Οι εκπρόσωποι των αμερικανικών εταιρειών, που περιμένουν κυρίως την απελευθέρωση των υπηρεσιών (πιστωτικά, δημόσια έργα, υγεία, εκπαίδευση), δήλωσαν απογοητευμένοι από την αποτυχία της Γενεύης. «Είναι κακό νέο» είπε ο πρόεδρος του αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Τομ Ντόναχιου: «Η Ινδία και η Κίνα είναι αναδυόμενες δυνάμεις,αλλά έχασαν μια ευκαιρία να αποδείξουν τις ηγετικές τους δυνατότητες». Ο πρόεδρος του συνδέσμου βιομηχάνων (ΝΑΜ) Τζον Ενγκλερ επίσης τα έβαλε με τις δύο αυτές χώρες. «Είναι λυπηρό που η Κίνα και η Ινδία αρνήθηκαν να σεβαστούν τους κανόνες και τις επιθυμίες της πλειονότητας των χωρών» είπε.

Ωστόσο «απογοητευμένος από το τελικό αποτέλεσμα» δήλωσε και ο ινδός υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας Καμάλ Ναθ, ο οποίος πάντως επίσης χαρακτήρισε «άθικτη την εμπιστοσύνη που έχει η χώρα μου στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και στο πολυμερές σύστημα εμπορίου», διότι «είμαι έτοιμος να διαπραγματευθώ μια εμπορική συμφωνία,όχι τη ζωή των φτωχών αγροτών». Πράγματι, το 60% του πληθυσμού της Ινδίας εξαρτάται από τη γεωργία, που παράγει περίπου το ένα τέταρτο του ΑΕΠ και δεν είναι ανταγωνιστική, ακόμη και σε σχέση με την Κίνα: ένα εκτάριο ρυζοκαλλιέργειας στην Ινδία παράγει το ήμισυ της ίδιας επιφάνειας στην Κίνα. Μάλιστα, σύμφωνα με την οργάνωση ΑctionΑid, η κρίση στην Ινδία είχε ως αποτέλεσμα από το 1997 ως το 2005 περίπου 150.000

αγρότες να αυτοκτονήσουν.

Παρά την επίρριψη των ευθυνών στην Ινδία και στην Κίνα, οι αναπτυγμένες χώρες μπορούν να συνεχίσουν να επωφελούνται από την αποτυχία νέας συμφωνίας απελευθέρωσης. Ιδιαίτερα για τον αγροτικό τους τομέα, που τον στηρίζουν με διάφορους τρόπους, επιδοτήσεις και εισαγωγικούς δασμούς: το γιαπωνέζικο ρύζι θα μπορεί να συνεχίσει να προστατεύεται από εισαγωγικούς δασμούς 700%. Αλλά και από άλλη σκοπιά, όπως δήλωσε ο έλληνας υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Αλέξανδρος Κοντός, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, με τη χαρακτηριστική πολεμική διάθεση των αναπτυγμένων χωρών: Μία ακόμη μάχη για τα αγροτικά μας προϊόντα ολοκληρώθηκε «αναίμακτα», συνεχίζεται όμως η προσπάθεια για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και τη διείσδυσή τους στις διεθνείς αγορές.

Α λλωστε, το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύσσεται ούτως ή άλλως, με ρυθμούς 6% ετησίως, 2 μονάδες περισσότερο από την ανάπτυξη της παγκόσμιας παραγωγής. Και αν ο ρυθμός εφέτος καμφθεί στο 4,5%, αυτό δεν θα οφείλεται στην αποτυχία των οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων αλλά στις «χρηματοπιστωτικές αναταραχές» , όπως το εξήγησε ο ΠΟΕ. «Το παγκόσμιο εμπόριο θα είναι το ίδιο όπως και πριν» την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, εξήγησε ένας ειδικός αναλυτής, ο Αντριου Φρέρις της ΒΝΡ Ρaribas από το Χονγκ Κονγκ. «Οι συζητήσεις δεν έχουν να πάνε πουθενά:πάντα θα υπάρχει το ζήτημα των επιδοτήσεων των ΗΠΑ και της Ευρώπης» είπε. Επειτα από επτά χρόνια, άλλωστε, αυτό που ακόμη διακυβεύεται στις διαπραγματεύσεις έχει συρρικνωθεί από τα 850 στα μόνο 50 δισ. δολάρια ετησίως. Οπως παρατηρεί το Βloomberg, είναι «της τάξεως λάθους στρογγυλοποίησης σε σχέση με τα 54 τρισ.δολάρια του παγκόσμιου ετήσιου ΑΕΠ».