Η εταιρεία αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να είναι εφέτος η πρώτη χρονιά στην εικοσαετή ιστορία της που θα κλείσει με ζημιά

Π αρά την αύξηση του κύκλου εργασιών της κατά 12,1%, ως τα 777 εκατ. ευρώ, το τελευταίο τρίμηνο, η ιρλανδέζικη αεροπορική εταιρεία Ryanair ανακοίνωσε χθες τη μείωση του καθαρού κέρδους της κατά 85%, δηλαδή σε 21 εκατ. ευρώ, από 139 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο. Αν σε αυτά τα λειτουργικά αποτελέσματα προστεθούν οι επιβαρύνσεις από τις απομειώσεις κατά 93,6 εκατ. ευρώ του μεριδίου που κατέχει στην επίσης ιρλανδέζικη και ανταγωνιστική της Αer Lingus, καθώς και οι αυξημένες απώλειες των 15 παλαιών αεροσκαφών που θέλει να πουλήσει του χρόνου, η εταιρεία του Μάικλ Ο΄ Λίρι κατέγραψε στο τρίμηνο καθαρές απώλειες 91 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 156 εκατ. ευρώ την ίδια περίοδο πέρυσι. Αυτά είναι τα χειρότερα αποτελέσματα που έχει καταγράψει η εταιρεία τα τελευταία δέκα χρόνια.

Ακόμη χειρότερα, ενώ η εταιρεία έλπιζε πριν από το τελευταίο τρίμηνο να βρεθεί σε ισορροπία στο σύνολο του έτους, τώρα αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να βρεθεί «ανάμεσα σε ισορροπία και σε ζημιά 60 εκατ. ευρώ», που σημαίνει ότι θα είναι η πρώτη χρονιά στην εικοσαετή ιστορία της όπου θα έχει καταγράψει ετήσια ζημιά.

O ι αιτίες των αρνητικών εξελίξεων, όπως εξήγησε ο επικεφαλής της Ryanair, είναι «η αναδυόμενη οικονομική ύφεση στη Βρετανία και στην Ιρλανδία, που προκλήθηκε από την παγκόσμια πιστωτική κρίση και από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου». Απέναντι σε αυτές η ιρλανδέζικη εταιρεία σκοπεύει «να απαντήσει όπως πάντα χαμηλώνοντας τις τιμές της και με επιθετική τιμολογιακή πολιτική». Αντίθετα απ΄ ό,τι είχε εξηγήσει ο κ. Λίρι στις αρχές του Ιουνίου, ο αναπληρωτής του Χάουαρντ Μίλαρ εξήγησε χθες ότι οι πωλήσεις επιδεινώθηκαν από τον Ιούνιο και ότι οι μέσες τιμές της εταιρείας θα μειωθούν από τα 42 ευρώ σε περίπου 40 ευρώ. Αν εξαιρεθεί η μείωση της κίνησης εξαιτίας των διακοπών του Πάσχα, που ήταν εφέτος το πρώτο τρίμηνο, η αιτία της επιδείνωσης των αποτελεσμάτων αποδόθηκε από την εταιρεία στις αυξημένες τιμές των καυσίμων. Παρά την αύξηση της επιβατικής κίνησης κατά 19% στο τρίμηνο (15 εκατομμύρια επιβάτες), το μοναδιαίο κόστος μεταφοράς περιορίστηκε κατά 6% χωρίς τα καύσιμα, ενώ αυξήθηκε κατά 18% αν συμπεριληφθούν τα καύσιμα. Κατά την εταιρεία, το κόστος των καυσίμων σχεδόν διπλασιάστηκε και έφθασε στα 367 εκατ. ευρώ αυξάνοντας το μερίδιό τους στο συνολικό κόστος από το 36% πέρυσι σε σχεδόν 50%. Ο κ. Ο΄ Λίρι χαρακτήρισε τις τιμές του πετρελαίου «παρανοϊκή υπερβολή», αλλά επίσης διευκρίνισε ότι επωφελήθηκε από την πρόσφατη κάμψη τους για να εξασφαλίσει τα καύσιμα του Σεπτεμβρίου στα 129 δολάρια το βαρέλι και τα καύσιμα του τελευταίου τριμήνου στα 124 δολάρια.

Το κόστος των καυσίμων σχεδόν διπλασιάστηκε αυξάνοντας το μερίδιό τους στο συνολικό κόστος από 36% πέρυσι σε σχεδόν 50%

Σ ύμφωνα με τον κ. Ο΄ Λίρι, πάντως, «η αεροπορική βιομηχανία είναι κυκλική και η σημερινή καθοδική φάση της προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες ανάπτυξης για τις ισχυρές εταιρείες με καλή χρηματοδότηση όπως η Ryanair», η οποία μάλιστα θα κρατήσει τη δέσμευσή της να μην επιβάλει «ποτέ» αύξηση τιμών για τα καύσιμα, έστω και «με κίνδυνο να καταγράψει βραχυχρόνια ζημιές». Ο όμιλός του, εξήγησε, προτιμά τις «επιθετικές μειώσεις τιμών», που μπορούν να χρηματοδοτηθούν με ποικιλία μέτρων, όπως πάγωμα μισθών και κατάργηση θέσεων εργασίας (π.χ., συρρίκνωση του τηλεφωνικού κέντρου στο Δουβλίνο ή αυτόματα περίπτερα check in που θα εισαγάγει από τον Οκτώβριο). Ετσι, «όταν οι τιμές του πετρελαίου πέσουν σημαντικά, όπως πιστεύουμε ότι θα γίνει μεσοπρόθεσμα, τότε τα κέρδη μας θα ανακάμψουν πολύ». Ο όμιλος εξακολουθεί, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του, να διαθέτει μία από τις πιο ισχυρές χρηματοδοτικές ικανότητες του κλάδου διαθέτοντας περισσότερα από 2,2 δισ. ευρώ σε μετρητά.

Ωστόσο υπάρχουν αναλυτές που θεωρούν εξαιρετικά φιλόδοξους τους στόχους της Ryanair, όπως π.χ. το να θέλει να αυξήσει τον στόλο της κατά 163 αεροσκάφη, ανεβάζοντάς τα στα 239 ως το 2010, κρατώντας ταυτόχρονα την πληρότητά τους σε τουλάχιστον 85% για να μπορέσει να επιβιώσει, σε μια περίοδο που θεωρείται η χειρότερη της εικοσαετίας στον κλάδο.