Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για τις ρυθμίσεις που εισάγει το υπουργείο Παιδείας για τα κολέγια που λειτουργούν στην Ελλάδα, αλλά λίγο έχουμε αναλύσει ποια είναι αυτά τα κολέγια και πώς μπορούν να επηρεάσουν την ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα. Πολλά από τα κολέγια αυτά σχετίζονται με ανώτατα ιδρύματα του εξωτερικού. Ποια είναι η ποιότητα αυτών των ιδρυμάτων;

Επειδή παραδοσιακά η ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης σχετίζεται άμεσα με την έρευνα, ένας τρόπος να αξιολογήσουμε και να συγκρίνουμε τα διάφορα ιδρύματα είναι να εξετάσουμε την ερευνητική τους παραγωγή. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αξιολογήσουμε την έρευνα, και καθένας έχει τα προβλήματά του. Αν μετρήσουμε λ.χ. μόνο την ποσότητα των εργασιών που παράγει ένα ίδρυμα, θα αγνοήσουμε την ποιότητα. Αν πάλι προσπαθήσουμε να αποτιμήσουμε την ποιότητα καταγράφοντας το πόσες φορές χρησιμοποιούνται κατά μέσον όρο οι εργασίες ενός ιδρύματος από άλλους ερευνητές, μπορεί η οπτική μας να παραμορφωθεί από την ύπαρξη μιας μόνο διάσημης εργασίας ή πολλών αλλά ασήμαντων.

Ενας τρόπος να αποφύγουμε αυτά τα προβλήματα είναι να χρησιμοποιήσουμε έναν τρόπο μέτρησης που έχει προτείνει ο αμερικανός φυσικός Jorge Ε. Ηirsch. Σύμφωνα με αυτόν, υπολογίζουμε έναν αριθμό h ο οποίος μας παριστάνει πόσες εργασίες έχουν χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον h φορές. Αν λ.χ. ο δείκτης h για την περίοδο 2003-2008 που αφορά το Πολυτεχνείο Κρήτης είναι 19, αυτό σημαίνει πως στο ίδρυμα αυτό έχουν παραχθεί 19 εργασίες που η καθεμία έχει χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον 19 φορές. Ο δείκτης h, αν και δεν είναι μεθοδολογικά τέλειος (για παράδειγμα, δεν παράγει συγκρίσιμα αποτελέσματα ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους ιδρυμάτων και επιστημονικά πεδία, ευνοώντας τις μεγάλες ακαδημαϊκές μονάδες και τις βιοϊατρικές επιστήμες), φαίνεται ότι έχει τη δυνατότητα να ξεχωρίζει την ήρα από το στάχυ. Ετσι, έχει παρατηρηθεί πως ερευνητές με υψηλό δείκτη h είναι συχνά μέλη της Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ ή κάτοχοι βραβείου Νομπέλ.

Στον παρατιθέμενο πίνακα έχω ταξινομήσει, με βάση τον δείκτη h, τα ελληνικά ΑΕΙ καθώς και τα περισσότερα ιδρύματα που συνεργάζονται με κολέγια στην Ελλάδα ή κολέγια που λειτουργούν εδώ αυτόνομα. Οι αριθμοί βασίζονται σε στοιχεία τα άντλησα από την έγκυρη βάση βιβλιογραφικών δεδομένων Τhomson ΙSΙ Web of Κnowledge για τα έτη 2003-2008.

Σε αντίθεση με ό,τι περίμενα όταν ξεκίνησα αυτή τη μικρή έρευνα, βλέπουμε πως ορισμένα από τα ιδρύματα που έχουν συνεργασίες με ελληνικά κολέγια είναι από άποψη ερευνητικής παραγωγικότητας εφάμιλλα ή και καλύτερα από ελληνικά ΑΕΙ. Βέβαια, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η ακαδημαϊκή συνεργασία με ένα κολέγιο δεν περιλαμβάνει απαραίτητα και την έρευνα, και πως δεν είναι βέβαιο ότι οι έλληνες φοιτητές και τα στελέχη ενός κολεγίου θα μπορούν να έρχονται σε επαφή ή να ωφελούνται από την έρευνα που παράγεται στο ίδρυμα του εξωτερικού. Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε πως άλλα συνεργαζόμενα ιδρύματα του εξωτερικού με εντυπωσιακά ονόματα έχουν πολύ μέτριο δείκτη ερευνητικής παραγωγικότητας· παν ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.

Σίγουρα δεν μπορεί να περιμένουμε πως οι συνεργασίες των κολεγίων είναι ικανές να αναβαθμίσουν την ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου (π.χ. τα Ηarvard, Stanford και Cambridge- με δείκτες h 223, 157 και 138 αντίστοιχα) δεν είναι αυτά που συνεργάζονται με ιδρύματα στην Ελλάδα. Είναι εδώ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι την τελευταία πενταετία η ερευνητική παραγωγή μόνου του Ηarvard (75.000 εργασίες) ήταν μεγαλύτερη από αυτήν όλης της Ελλάδας (59.000 εργασίες). Η αναβάθμιση της παιδείας μας απαιτεί πολλά: στρατηγικό προγραμματισμό με συνεργασίες ΑΕΙ και τμημάτων για την απόκτηση κρίσιμης μάζας, το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας, μια γενναία αύξηση των διατιθέμενων πόρων για υποδομές και έρευνα και, τέλος, σκληρή εργασία από όλους μας.

Ο κ. Διομ. Σπινέλλης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.