Το υπουργείο οφείλει να πείσει ότι τα λεφτά από την περιστολή της φοροδιαφυγής θα διατεθούν ορθολογικά
Πέρασαν έξι μήνες από τότε που ενεργοποιήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο για την Αντιμετώπιση της Φοροδιαφυγής και ως σήμερα το φαινόμενο που μαστίζει την ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να απειλείται ούτε να περιορίζεται από κανένα μέτρο. Τα τελευταία χρόνια σταθερά τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν, ενώ τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια έχουν κατακλύσει την αγορά. Το «μαύρο χρήμα» από τη συχνή πλέον κυκλοφορία του έχει πλέον «ξεθωριάσει», οι υπεράκτιες εταιρείες έχουν θεριέψει και φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα καταφέρει η κυβέρνηση να το τιθασεύσει, και αυτό γιατί μάλλον αναγνωρίζει ότι εν πολλοίς συντηρεί την ανάπτυξη της οικονομίας.
Από το φθινόπωρο το υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζεται να «βομβαρδίσει» τους πολίτες με διαφημιστικά μηνύματα τα οποία σκοπό θα έχουν να δημιουργηθεί η αίσθηση σε όλους τους φορολογουμένους ότι «κλέβοντας» το κράτος επιβαρύνουν την ίδια την τσέπη τους, καθώς αν δεν εισπράττονται φόροι ούτε σοβαρή κοινωνική πολιτική μπορεί να ασκηθεί ούτε ο προϋπολογισμός μπορεί να εκτελεσθεί. Παράλληλα όμως πρέπει να πείσει τους πολίτες ότι τα χρήματα που θα αντληθούν (αν τελικά συμβεί αυτό) από την περιστολή της φοροδιαφυγής θα διατεθούν ορθολογικά και δεν θα σπαταληθούν.
Η κυβέρνηση για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής έχει θεσπίσει το μέτρο της έκπτωσης από το εισόδημα δαπανών με αποδείξεις. Ωστόσο το παρακάτω παράδειγμα, το οποίο περιέγραψε αναγνώστης της εφημερίδας, αποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι ατελέσφορο και πρέπει οπωσδήποτε να επαναπροσδιορισθούν τα ποσοστά έκπτωσης από τα οποία επωφελούνται οι πολίτες αν θέλει το κράτος να εισπράξει τόσο τον ΦΠΑ όσο και τον φόρο εισοδήματος από τις δραστηριότητες αρκετών επαγγελματιών. Προσφάτως σε νησί των Κυκλάδων πραγματοποιήθηκε δεξίωση που αφορούσε βαφτίσια, όπου ο συνολικός λογαριασμός ανήλθε σε 10.000 ευρώ. Οταν ο πολίτης ζήτησε από τον επιχειρηματία απόδειξη για να τη συμπεριλάβει στη φορολογική του δήλωση και να γλιτώσει 1.600 ευρώ, τότε ο τελευταίος τού είπε ότι για να του εκδώσει απόδειξη θα πρέπει να πληρωθεί 19% ΦΠΑ, δηλαδή επιπλέον 1.900 ευρώ. Ο πολίτης διεπίστωσε ότι, αν τελικά ελάμβανε απόδειξη, όχι μόνο δεν θα κέρδιζε από το κίνητρο που έχει θεσπίσει η πολιτεία, αλλά θα πλήρωνε επιπλέον 300 ευρώ και τελικά υπαναχώρησε και δεν έλαβε απόδειξη, αν και για τα χρήματα που έδωσε στον επιχειρηματία ο ίδιος είχε πληρώσει τους φόρους του. Το κράτος από τη μη έκδοση της απόδειξης δεν έχασε μόνο τα 1.900 ευρώ ΦΠΑ αλλά και περίπου 2.000 ευρώ που αντιστοιχούν στον φόρο εισοδήματος του επιτηδευματία. Δηλαδή συνολικά περίπου 4.000 ευρώ. Αν όμως το κράτος προέβλεπε έκπτωση φόρου τουλάχιστον ίση με το ΦΠΑ, τότε ο πολίτης, όπως ανέφερε στην εφημερίδα, θα ζητούσε απόδειξη από τον επιτηδευματία, έστω και αν τελικά δεν θα είχε ο ίδιος κανένα άμεσο όφελος.