Η αύξηση κατά 80% του μισθού των δικαστών που προωθείται με τροπολογία που κατέθεσαν χθες στη Βουλή οι υπουργοί Οικονομίας και Δικαιοσύνης κκ. Γ. Αλογοσκούφης και Σ. Χατζηγάκης θα «φορτώσει» στον κρατικό προϋπολογισμό με βάρος 195 εκατ. ευρώ ετησίως. Και αυτό είναι μόνο η αρχή. Η αναδρομική απόδοση των αυξήσεων στις αποδοχές εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών θεωρείται βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα συμπαρασύρει σε αντίστοιχες αυξήσεις και τις αποδοχές και συντάξεις των βουλευτών, παρά τη ρητή αναφορά στην κατακλείδα της τροπολογίας ότι «οι αυξήσεις δεν αφορούν τους βουλευτές». Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και δικαστές χαρακτήριζαν χθες «εμπαιγμό» τη σχετική πρόβλεψη, αφού στο Ζ΄ Ψήφισμα της Βουλής του 1975, το οποίο έχει ενσωματώσει απόφαση της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου του 1964, εξομοιώνει τις αποδοχές βουλευτών με αυτές των δικαστών. Αλλωστε, όπως προσθέτουν, και το Σύνταγμα προβλέπει ρητά ότι οι δύο εξουσίες είναι αλληλένδετες.

Η τροπολογία, που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα βρώμικού χρήματος), υλοποιεί αναδρομικά από την 1η του έτους τις αυξήσεις, τις οποίες είχε ορίσει το 2006 το Μισθοδικείο με σειρά αποφάσεών του, προκαλώντας τότε τη δυσφορία του υπουργείου Οικονομίας, παράγοντες του οποίου σημείωναν ότι δεν είναι δυνατόν η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης να επιβάλλεται με δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα προς όφελος αυτών που εκδίδουν την απόφαση. Το Μισθοδικείο είχε συνεδριάσει τότε υπό την προεδρία του τότε προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Ρ. Κεδίκογλου. Οι αυξήσεις αφορούν και τους δικαστές του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Κατά την επίμαχη συνεδρίασή του, το αποτέλεσμα της οποίας γίνεται πλέον νόμος, το Μισθοδικείο είχε κρίνει ότι οι αποδοχές των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) πρέπει να είναι αντίστοιχες με τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών, οι οποίες είναι οι υψηλότερες στον δημόσιο τομέα. Ετσι οι μηνιαίες αποδοχές των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων αυξάνονται κατά 3.348 ευρώ και με δεδομένο ότι σήμερα ανέρχονται σε 5.455 ευρώ διαμορφώνονται πλέον σε 8.803 ευρώ.

Αντίστοιχα ο βασικός μισθός του πρωτοδίκη από την 1η Ιανουαρίου θα φτάσει τις 2.067 ευρώ από 1.155 που είναι σήμερα, ενώ αντίστοιχη αύξηση έχουν τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις. Σημειώνεται ότι οι αποδοχές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών έχουν επιδοματικό χαρακτήρα. Ετσι αν και ο βασικός μισθός είναι σχετικά χαμηλός, προσαυξάνεται με πολλά επιδόματα και αποζημιώσεις. Ενδεικτικά ο δικαστής λαμβάνει επίδομα για «την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση υποθέσεων», «αντιστάθμισης των δαπανών που υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός του (ενημέρωσης βιβλιοθήκης)» και αποζημιώσεις «ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών», «πολύωρης παραμονής στα δικαστήρια», «εξόδων παράστασης», «απασχόλησης χωρίς ωράριο» κ.λπ.