Στις αμερικανικές τράπεζες διοχετεύθηκαν $130 δισ. χωρίς αποτέλεσμα

Μήπως πρέπει να ανησυχούμε για τη χρηματοδότηση της οικονομίας; Το ερώτημα αρχίζει να τίθεται στους επιχειρηματικούς κύκλους, που βλέπουν ταυτόχρονα και τις χρηματιστηριακές αγορές να πέφτουν και την πιστωτική κατάσταση των τραπεζών να επιδεινώνεται. Πώς, αναρωτιούνται, θα χρηματοδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη αν το χρήμα εξαντλείται στα χρηματιστήρια και αν ταυτόχρονα οι τράπεζες, ελλείψει κεφαλαίων, κλείνουν τη στρόφιγγα των πιστώσεων;

Στις ΗΠΑ, 130 δισ. δολάρια έχουν ήδη διοχετευθεί στο τραπεζικό σύστημα με τη μορφή νέων κεφαλαίων, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί η υγεία των αμερικανικών τραπεζώναντίθετα. Η κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών μετά βίας είναι καλύτερη, την ώρα που αρχίζει να σχηματίζεται, με τη χρεοκοπία των ασφαλιστικών monolines, το δεύτερο κύμα της κρίσης. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι πιο ευάλωτες, κυρίως οι μικρομεσαίες, θα αρχίσουν να το υφίστανται.

Η κρίση των πιστώσεων άλλωστε έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή σε μικροοικονομικό επίπεδο, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, παρά τις στατιστικές πιστώσεων από τις κεντρικές τράπεζες- όπως για τον ρυθμό ανάπτυξης των πιστώσεων στην ευρωζώνη τον Απρίλιο (+10,6%)- που είναι πολύ θετικές αλλά καθυστερούν και πολύ σε σχέση με την πραγματικότητα. «Οι στατιστικές καταγράφουν ετήσιες αυξήσεις, ενώ συχνά πρόκειται για εγκρίσεις πιστώσεων για πολλά χρόνια και που είχαν έτσι δοθεί όταν όλα πήγαιναν καλά» λέει ένας ειδικός των εποπτικών αρχών. Οι οικονομολόγοι, ενώ συμφωνούν με τη διαπίστωση, αποκλίνουν αντίθετα στις επιπτώσεις μιας τέτοιας πιστωτικής κρίσης και ιδιαίτερα για τον τρόπο που θα συνεχιστεί η χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Μερικοί εκτιμούν ότι η σημερινή κρίση θα επιφέρει τουλάχιστον ανακατάταξη ανάμεσα στη χρηματοδότηση της αγοράς και στην τραπεζική χρηματοδότηση. Αλλά για ορισμένους θα χρειαστεί να αλλάξει το ίδιο το μοντέλο της χρηματοδότησης και να εγκαταλείψουμε μια υπερχρεωμένη οικονομία που χρηματοδοτήθηκε, όπως τα τελευταία χρόνια, με υπερβολικές περιουσιακές αποτιμήσεις και όχι με κεφάλαιο.

Μια τέτοια αλλαγή μοντέλου πάντως θα απαιτούσε επάνοδο σε μια οικονομία μακροχρόνιων επενδυτών, που θα βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη χωρίς να ασχολούνται με άμεση αποδοτικότητα- όπως, π.χ., τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια, τα συνταξιοδοτικά ταμεία ή οι δημόσιοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Σε περίοδο αναταραχών στις αγορές, οι επενδυτές αυτοί, που όλες οι δυτικές χώρες προσπαθούν πλέον να προσελκύσουν, θα εξασφάλιζαν μια υγιή χρηματοδότηση των μεγάλων εισηγμένων εταιρειών σταθεροποιώντας το κεφάλαιό τους. Η οικονομική κρίση του 1929 είχε άλλωστε και εκείνη καταλήξει στην επιστροφή σε τέτοια χρηματοδότηση με κεφάλαιο.