Το 1975 ο Μάρλον Μπράντο και ο κάποτε γείτονάς του στο Χόλιγουντ, ο Τζακ Νίκολσον, συναντήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά σε κινηματογραφικά πλατό παίζοντας στο γουέστερν του Αρθουρ Πεν «Οι φυγάδες του Μιζούρι». Τα έδαφος για τη δημιουργία μιας ταινίας αντάξιας των ονομάτων τους ήταν πλούσιο, όμως το τελικό αποτέλεσμα δεν φάνηκε να δικαιώνει το status των δύο σταρ και δίχασε τόσο τους κριτικούς όσο και το κοινό. Οι «Φυγάδες του Μιζούρι» στόλισαν τις λίστες με τις δέκα καλύτερες αλλά και τις δέκα χειρότερες ταινίες κριτικών εκείνης της χρονιάς και έμειναν
στην Ιστορία για την αντιπαράθεση των Μπράντο- Νίκολσον κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ωστόσο με την πάροδο των χρόνων η ταινία απέκτησε cult χαρακτήρα, εκτιμήθηκε διαφορετικά από τις νεότερες γενιές και σήμερα έχει κερδίσει μια θέση ανάμεσα στα πιο ανορθόδοξα γουέστερν όλων των εποχών. Η επαναπροβολή της από την περασμένη Πέμπτη σε δύο αίθουσες της Αθήνας (Δεξαμενή και Ριβιέρα) μας έδωσε την αφορμή να θυμηθούμε την περιπέτεια των γυρισμάτων της που πραγματοποιήθηκαν σε αυθεντικούς χώρους της Πολιτείας Μιζούρι.

O πως οι περισσότεροι ηθοποιοί της γενιάς του, ο Τζακ Νίκολσον επί σειρά ετών προσκυνούσε μπροστά στο είδωλό του, τον Μάρλον Μπράντο. Από την πλευρά του ο Μπράντο γνώριζε πολύ καλά αυτή την επιρροή που ασκούσε και φυσικά δεν έδινε δεκάρα.

Οι δύο σταρ θα είχαν συμπρωταγωνιστήσει πολύ πριν από τους «Φυγάδες του Μιζούρι» (1976) αν όλως παραδόξως ο Νίκολσον δεν ήταν εκείνος που είπε «όχι» σε μια πρόταση την οποία ελάχιστοι στη θέση του θα είχαν αρνηθεί.

Αν πιστέψει κανείς τη βιογραφία του Ντάγκλας Μπρόουντ «Τhe Films of Jack Νicholson» (Εκδόσεις Citadel) ο Νίκολσον σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα αρνήθηκε τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, δηλαδή του γιου του Μπράντο στον «Νονό», επειδή είχε υποψιαστεί ότι αργά ή γρήγορα θα έπαιζε σε μια ταινία με τον Μπράντο και δεν ήθελε να χαραμίσει αυτή την ευκαιρία « σε κάτι όπου θα μοιραζόμασταν ελάχιστες σκηνές ».

Η ταινία που επρόκειτο να «ενώσει» για πρώτη και τελευταία φορά τα δύο ιερά τέρατα της αμερικανικής υποκριτικής έμελλε να είναι ένα γουέστερν γυρισμένο σε μια εποχή που αυτό το είδος εθεωρείτο ότι βρισκόταν στη δύση του.

Ωστόσο το έδαφος για την υλοποίηση της αρχικής ιδέας ήταν πλούσιο και με θαυμάσιες προοπτικές: δύο μεγάλοι σταρ μπροστά στον φακό και στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο Αρθουρ Πεν, ο σημαιοφόρος του νέου αμερικανικού κινηματογράφου μετά το «Μπόνι και Κλάιντ» και το «Μεγάλο ανθρωπάκι». Ακόμη και το σενάριο είχε τη δυνατή υπογραφή του cult αμερικανού συγγραφέα Τόμας Μακ Γκουέιν.

Ο Νίκολσον ωστόσο δεν έδειξε ποτέ ενθουσιασμένος από το σενάριο των «Φυγάδων του Μιζούρι», σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος υποδύεται έναν αρχηγό συμμορίας ληστών και ο Μπράντο τον εκκεντρικό αλλά παρανοϊκό κυνηγό επικηρυγμένων που προσλαμβάνεται από έναν ράντσερ για να τον εξοντώσει. Αρχή του Νίκολσον ήταν πάντα μια: «Οταν διαβάζω ένα σενάριο το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι: “Θα πλήρωνα για να το δω στην αίθουσα ως ταινία;”». Εν προκειμένω ήταν αποφασισμένος να κάνει μια παράκαμψη αφού ο Μπράντο είχε πειστεί από τον Πεν (ο οποίος τον γνώριζε από τα γυρίσματα της «Καταδίωξης», 1966) να παίξει στην ταινία. Επιτέλους θα έπαιζε μαζί με το είδωλό του και το κίνητρο αυτό ήταν αρκετό για να οδηγήσει ακόμη και σε οικονομικές παραχωρήσεις. Δέχθηκε να πληρωθεί μόλις 1 εκατ. δολάρια, δηλαδή περίπου τα μισά απ΄ όσα πήρε ο Μπράντο για την ταινία, και δεν είχε πρόβλημα να μπει δεύτερο το όνομά του στους τίτλους της αρχής. Εστω και αν ο ρόλος του ήταν πρωταγωνιστικός και ο χρόνος παρουσίας του στην οθόνη κατά τα δύο τρίτα μεγαλύτερος συγκριτικά με του Μπράντο. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο ίδιος ο Μάρλον Μπράντο αντιμετώπισε τους «Φυγάδες του Μιζούρι» σαν «αρπαχτή». Εκείνη την περίοδο ο θρυλικός ηθοποιός δεν έβλεπε τίποτε άλλο μπροστά του πέραν των δολαρίων που θα τον βοηθούσαν να υλοποιήσει το φιλόδοξο σχέδιο της δημιουργίας ενός πλούσιου θέρετρου στη Νότια Θάλασσα που θα τον ξελάσπωνε από τα τεράστια χρέη του (το θέρετρο άνοιξε αλλά λειτούργησε μόνον έναν χρόνο και έκλεισε). Ο Μπράντο πήγε στην ταινία βαριεστημένος και ανόρεχτος, σε αντίθεση με τον Νίκολσον που σύμφωνα πάντα με τη βιογραφία του Μπρόουντ ένιωθε πρωτάρης μπροστά στον μεγάλο δάσκαλο. Από την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων όμως φάνηκαν τα προβλήματα. Ο Νίκολσον εμφανιζόταν 100% προετοιμασμένος, την ώρα που ο Μπράντο είχε απαιτήσει οι διάλογοί του να είναι γραμμένοι σε ταμπλό ώστε να τους διαβάζει ενώ έπαιζε. Ο Νίκολσον δεν έκρυψε τον εκνευρισμό του ισχυριζόμενος ότι με το να κοιτάζει σε διαφορετική κατεύθυνση ο Μπράντο δεν του επέτρεπε να συγκεντρωθεί. Και ο Μπράντο τον έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια.

Τα πράγματα έφτασαν κάποια στιγμή στο απροχώρητο και ο Νίκολσον έχοντας πια απαυδήσει αντιμετώπισε το θέμα κυνικά. « Αλλη μία ημέρα,άλλα 20 χιλιάρικα » λέγεται ότι φώναζε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια παραδομένος στα τερτίπια της ντίβας.

Οταν μάλιστα ο Μπράντο ρωτήθηκε από το «Τime» για τη συνεργασία του με τον Νίκολσον, δεν δίστασε να τον «αδειάσει» λέγοντας ότι για εκείνον ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είναι ο λαμπρότερος ηθοποιός των ανερχόμενων της γενιάς του Νίκολσον. « Ο κακόμοιρος ο Τζακ Νίκολσον », είχε πει ο Μπράντο, « βρίσκεται ακριβώς στο επίκεντρο της ταινίας και την κουβαλά στις πλάτες του την ώρα που εγώ στριφογυρίζω σαν πυγολαμπίδα… ». Πραγματικά, αυτό ακριβώς γίνεται στην ταινία. Ο επιτηδευμένα υποτονικός Νίκολσον περνά σχεδόν απαρατήρητος την ώρα που δίπλα του με δυο-τρεις εντυπωσιακές σκηνές ο Μπράντο παίρνει μαζί του την ταινία.