Η πλέον ανησυχητική ομοιότητα μεταξύ των ΗΠΑ και προηγούμενων Μεγάλων Δυνάμεων είναι η εξάρτηση από τον χρηματιστηριακό τομέα
Η Ιστορία έχει φανατικούς θαυμαστές και ταυτόχρονα φανατικούς εχθρούς. Οι πρώτοι αναζητούν, διαβάζοντάς την, τον μίτο που θα τους βοηθήσει να ερμηνεύσουν το παρόν- ίσως και το μέλλον-, να αποφύγουν τις κακοτοπιές. Οι δεύτεροι πιστεύουν ότι η επιστροφή στο παρελθόν για άντληση διδαγμάτων είναι χρόνος χαμένος. Επιμένουν ότι η ιστορική πορεία είναι γραμμική, κινείται αενάως προς τα εμπρός και ουδεμία σχέση έχει με φαινόμενα προηγούμενων δεκαετιών ή και αιώνων.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση είναι δύσκολη στην κατανόησή της από τους απλούς ανθρώπους. Ευθύνεται για αυτό η πολυπλοκότητα της λειτουργίας της διεθνούς οικονομίας στην ύστερη φάση του καπιταλισμού. Ωστόσο οι θαυμαστές του μεγαλείου της Ιστορίας μπορούν να διακρίνουν σε αυτήν τα πρώτα σημάδια του τοκετού μιας γεωπολιτικής αλλαγής που, εφόσον ολοκληρωθεί, θα μεταβάλει τον παγκόσμιο χάρτη με τρόπο δραματικό και θα σημάνει το τέλος της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας.
Η κρίση των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου έχει αρχίσει να διαχέεται σιγά σιγά σε όλο τον πλανήτη. Στην προσπάθειά τους να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη, που βλέπει τον πληθωρισμό να εκτινάσσεται και την τιμή του πετρελαίου και άλλων προϊόντων να εκτοξεύεται σε ύψη δυσθεώρητα, φωνές από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιμένουν ότι η αναταραχή αυτή δεν θα φθάσει στα επίπεδα του οικονομικού κραχ της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας του 1930. Οι κυβερνήσεις, λένε, δεν έχουν την πολυτέλεια να μη συνεργαστούν για την ανάσχεση της κρίσης, καθώς θα απολέσουν τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση.
Η παραδοσιακή, ενίοτε και εκνευριστική, αμερικανική αισιοδοξία υποδηλώνει την παντελή έλλειψη ιστορικής παιδείας της ηγεσίας της υπερδύναμης. Ο αμερικανικός καπιταλισμός έχει πράγματι επιδείξει αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα σε περιόδους κρίσεων. Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες επιμένουν να αγνοούν ότι και οι τρεις προηγούμενες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις της σύγχρονης Ιστορίας- η Ισπανία, η Ολλανδία και η Βρετανία (για να μη μιλήσει κανείς και για τη Ρώμη)- κάποια στιγμή κατέρρευσαν.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία. Η αυτοκρατορική Ισπανία, η θαλασσοκράτειρα Ολλανδία και η βιομηχανική Βρετανία πλήρωσαν το τίμημα της σύμπτωσης μιας σειράς παραγόντων οι οποίοι ενώ αρχικά τις οδήγησαν στην κορυφή, συνετέλεσαν κατόπιν στη συντριβή: μεσσιανισμός, υπερεπέκταση, οικονομική κρίση.
Το πρόβλημα τόσο με τα κράτη αυτά όσο και σήμερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι να αντιληφθούν σωστά και έγκαιρα πότε έρχεται το σημείο χωρίς επιστροφή. Συνήθως οι Κασσάνδρες αρχίζουν από νωρίς το μοιρολόι και αν τελικά αποδειχθεί- προσωρινάότι έκαναν λάθος, τότε οι ηγεσίες αναθαρρούν και νομίζουν ότι τη γλίτωσαν. Χαρακτηριστικά, η παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας ξεκίνησε με τον πόλεμο των Μπόερς στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι για να συνειδητοποιήσει οριστικά το Λονδίνο ότι η εποχή της παντοκρατορίας του είχε δύσει.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πρόωροι φόβοι για την πτώση ξεκίνησαν στην πρώτη προεδρία Νίξον, όταν κορυφωνόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ (1968-1972). Ηταν η εποχή της «τριγωνικής διπλωματίας» και της πολιτικής της ύφεσης (ditente) που μηχανεύτηκε ο Κίσινγκερ, η οποία συνοδεύτηκε και επιτάθηκε από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ακολούθησε, τη δεκαετία του 1980, η «ιαπωνοφοβία», όταν οι Αμερικανοί νόμιζαν ότι οι Ιάπωνες θα αγοράσουν το Μανχάταν.
Και μετά επικράτησε η ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Η δεκαετία του 1990 και η προεδρία Κλίντον χαρακτηρίστηκε από μια αλματώδη οικονομική πρόοδο με βασικό όχημα το χρηματιστήριο και την υψηλή τεχνολογία. Οι ψευδαισθήσεις αποκαλύφθηκαν με το σκάσιμο της φούσκας του Νasdaq και το παζλ συμπληρώθηκε με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, την εισβολή στο Ιράκ, την πετρελαϊκή και οικονομική κρίση.
Ισως η πλέον ανησυχητική ομοιότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και προηγούμενων Μεγάλων Δυνάμεων (Ολλανδία και κυρίως Βρετανία) είναι η εξάρτηση από τον χρηματιστηριακό τομέα για την οικονομική ανάπτυξη. Σήμερα στις ΗΠΑ, ο χρηματιστηριακός τομέας αντιστοιχεί σε περίπου 20% του ΑΕΠ και το μερίδιο του βιομηχανικού τομέα υποχωρεί συνεχώς. Παράλληλα μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε «αϋλα αγαθά» δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική εικόνα της οικονομίας. Και το χρέος εξακολουθεί να αυξάνει φθάνοντας το 2007 τα 48 τρισ. δολάρια, όταν το 1987 ήταν 11 τρισ. δολάρια.
Οι ΗΠΑ είναι αυτή τη στιγμή η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο και με διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Η απώλεια της οικονομικής ηγεμονίας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οσο για την πολιτική πρωτοκαθεδρία, η διατήρησή της ή όχι θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των αναδυόμενων δυνάμεων (κυρίως την Κίνα) να αντέξουν τους μετασεισμούς της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Το μέλλον του κόσμου προμηνύεται ενδιαφέρον, συνάμα όμως και σκληρό…
juve@dolnet.gr