Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. ΖανΚλοντ Τρισέ «τράβηξε τη σκανδάλη» και αύξησε τα επιτόκια από 4% στο 4,25%, ανεβάζοντάς τα στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων επτά ετών. Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις του ότι «δεν υπάρχει βιασύνη για άλλες αυξήσεις επιτοκίων» οι οποίες έφεραν ανακούφιση στις αγορές ανά τον κόσμο, οι δανειολήπτες στην ευρωζώνη και στη χώρα μας καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό, αφού τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου- στεγαστικά, προσωπικά και πιστωτικές κάρτεςγίνονται αυτομάτως ακριβότερα.

Μετά την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια που διαμορφωνόταν σε 5% (4% επιτόκιο ΕΚΤ συν 1% περιθώριο κέρδους τράπεζας) θα αυξηθεί στο 5,25% από τις εμπορικές τράπεζες. Ετσι, ένας δανειολήπτης ο οποίος έχει πάρει στεγαστικό δάνειο 200.000 ευρώ για 25 χρόνια και πλήρωνε τον μήνα για την εξυπηρέτηση του δανείου 1.169 ευρώ, τώρα θα πληρώνει 1.200 ευρώ τον μήνα. Η ετήσια επιβάρυνση ανέρχεται σε 372 ευρώ.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η αυτόματη αύξηση δεν περνάει από τις τράπεζες και στα επιτόκια των καταθέσεων, ειδικά των λογαριασμών ταμιευτηρίου. Βεβαίως στις προθεσμιακές καταθέσεις οι τράπεζες έχουν αυξήσει τις αποδόσεις.

Για τους δανειολήπτες που πήραν στεγαστικό δάνειο πριν από δυόμισι χρόνια, όταν το ευρωεπιτόκιο ήταν μόλις 2% και το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο 3%, η επιβάρυνση είναι τεράστια. Στο ίδιο παράδειγμα, για δάνειο 200.000 ευρώ για 25 χρόνια η μηνιαία δόση το 2005 ήταν 948 ευρώ, ενώ τώρα θα πληρώνεται δόση 1.200 τον μήνα. Τον Δεκέμβριο του 2005, προτού αρχίσει ο πυρετός αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η μηνιαία δόση ήταν 948 ευρώ, δηλαδή 252 ευρώ λιγότερα από τη σημερινή δόση. Ο κ. Τρισέ, αν και προσπάθησε να πείσει τους διαφωνούντες με την πολιτική της ΕΚΤ λέγοντας ότι δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε νέα άνοδο των επιτοκίων, προκάλεσε και νέες αντιδράσεις. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Πέερ Στάινμπρουκ ένωσε χθες τη φωνή του με εκείνες πολιτικών από τη Γαλλία και την Ισπανία που ζητούν από τον πρόεδρο της ΕΚΤ να συνυπολογίσει και τις προοπτικές ανάπτυξης στην ευρωζώνη.