Το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης του κράτους και άρα θα έπρεπε να τροποποιείται με ιδιαίτερη σοβαρότητα

Ακούγεται σαν… γεροντική γκρίνια, φοβούμαι όμως ότι έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν πως στην Ελλάδα έχει απολεσθεί κάθε αίσθηση ορίου. «Ορίου» όχι υπό την έννοια του μέτρου, που και πολύπλοκο ζήτημα είναι και προηγμένο πολιτισμό προϋποθέτει, αλλά υπό τη στενή εκείνη του θεσμικού ορίου αρμοδιότητας- του τι είναι κανείς ταγμένος να κάνει και ποιο σημείο δεν μπορεί να υπερβεί. Το τελευταίο μοιάζει λησμονημένο από τους έλληνες αξιωματούχους οι οποίοι, ιδίως όταν είναι να δρέψουν δημοσιότητα, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τους περιορισμούς που τους θέτει ο νόμος- από τα μικρά μέχρι τα μεγάλα ζητήματα.

Ο δήμαρχος Τήλου, για παράδειγμα, αποφασίζοντας να τελέσει γάμους ομοφυλοφίλων δεν έδειξε να πολυαπασχολήθηκε με το κατά πόσον έχει τέτοια νόμιμη αρμοδιότητα. Οι περί γάμου διατάξεις του Αστικού Κώδικα είναι αλήθεια ότι δεν μιλούν ρητά για ζεύγη ετερόφυλα, αυτό όμως προκύπτει αβίαστα από τις διατάξεις περί συγγένειας. Ακόμα και αν αυτό το νόημα θα μπορούσε κανείς να το κάμψει με διασταλτική (μέχρι διαστροφής) ερμηνεία, μάλλον δεν είναι ένας δήμαρχος ο αρμόδιος για τέτοια τομή. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, από την πλευρά του, επίσης υπερέβη τα όρια, καθώς ναι μεν οι γάμοι της Τήλου είναι άκυροι, δύσκολα όμως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η τέλεσή τους παράβαση καθήκοντος, μια που το αδίκημα αυτό προϋποθέτει δόλο και σκοπό οφέλους ή ζημιάς.

Αυτή η σύγχυση περί τα όρια ή μάλλον η ευθεία περιφρόνησή τους είναι ορατή και σε πολλές δικαστικές αποφάσεις που μεταμφιέζουν σε «ερμηνεία» του νόμου την αστήρικτη στις διατάξεις αξιολογική άποψη του δικαστή, βρήκε όμως τη μελαγχολικότερη έκφρασή της στη μεταχείριση του Συντάγματος από την πολιτική εξουσία. Κανείς δεν απασχολείται με το ότι το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης του κράτους και ότι άρα θα έπρεπε να τροποποιείται με ιδιαίτερη σοβαρότητα. Και, το χειρότερο, κανείς δεν δείχνει να αντιμετωπίζει το Σύνταγμα ως απόλυτο όριο- και όχι ως κουρελόχαρτο που, όποτε δεν βολεύει, το παραβιάζουμε εκ πλαγίου. Η εικόνα των τελευταίων συνταγματικών αναθεωρήσεων είναι ενδεικτική. Το 2001 η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ είχε για λόγους εντυπώσεων θεσπίσει την απίθανη διάταξη περί βασικού μετόχου. Στη συνέχεια «έλυσε» τα προβλήματα ψηφίζοντας για την εφαρμογή της έναν νόμο με τον οποίον η συνταγματική διάταξη έμενε… ανεφάρμοστη. Η ΝΔ τότε κραύγαζε για την ανάγκη να μη μονιμοποιούνται οι συμβασιούχοι. Η απαγόρευση ψηφίστηκε ομόθυμα. Το 2004 η ΝΔ εξήγγειλε τη μονιμοποίησή τους και προχώρησε και σε σχετική νομοθεσία. Σε μία δε ξεχωριστή «πινελιά» εμφανίστηκε να υποστηρίζει στο μεν θέμα του βασικού μετόχου ότι το Σύνταγμα υπερέχει του κοινοτικού δικαίου, στο δε ζήτημα των συμβασιούχων ότι το ίδιο Σύνταγμα κάμπτεται από οιαδήποτε κοινοτική οδηγία…

Η ευτέλεια έμελλε, όμως, να κατακτήσει νέες κορυφές. Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών θεσπίστηκε το 2001, ίσχυσε το 2003 και ήδη καταργείται. Γράψτε λάθος. Η Αριστερά υπερψηφίζει τη μερική Αναθεώρηση με κίνητρο να…εμποδίσει οιαδήποτε επόμενη για την προσεχή δεκαετία. Η δε ΝΔ, βλέποντας ότι δεν αναθεωρήθηκαν τα άρθρα 16, 24 και 103, δηλώνει «no problem»: θα τα παραβιάσει με κοινούς νόμους. Η παραβίαση, ειδικά στο θέμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχει προαναγγελμένη, επωφελή για το έθνος, συνέπεια να ιδρύσουν πανεπιστήμια οι δήμοι, που δυσκολεύονται στην περισυλλογή των απορριμμάτων.

Σκέπτεται κανείς ότι τείνει κατ΄ αποτέλεσμα να συμφωνήσει με την Αριστερά, αν και για διαφορετικό λόγο. Αφού η χώρα αποδεικνύεται αδύναμη να σεβαστεί τα θεσμικά όρια και να διαμορφώσει νέους θεσμούς με επαρκή σοβαρότητα και μελέτη, καλύτερα να αφήσει στη θέση τους όποιους έχουμε. Καμία αναθεώρηση του Συντάγματος όχι για δέκα, αλλά και είκοσι χρόνια! Και λίγα είναι.